Αναγκαστική ομοδικία μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή. Η βίαιη διακοπή της δίκης ως προς τον πρωτοφειλέτη λόγω πτώχευσης συνεπάγεται και βίαιη διακοπή της δίκης και ως προς τους εγγυητές
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17, 25 και 26 του Ν 3588/2007 («Πτωχευτικός Κώδικας») προκύπτει ότι, σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη εμπόρου, από το πρωί της ημέρας που δημοσιεύεται η δικαστική απόφαση, που κηρύσσει την πτώχευση, αναστέλλεται η άσκηση καταδιωκτικών μέτρων κατά του πτωχεύσαντος από μέρους των εγχειρόγραφων πτωχευτικών δανειστών, ήτοι αυτών που δεν έχουν απαίτηση ασφαλισμένη με υποθήκη, ενέχυρο ή ειδικό προνόμιο. Συγκεκριμένα, οι πιστωτές αυτοί είναι υποχρεωμένοι, αντί να ασκήσουν ή να συνεχίσουν τις ατομικές διώξεις, να ακολουθήσουν τη διαδικασία της επαληθεύσεως των πιστώσεών τους (Βλ. ΕφΑθ 4904/1995 ΝοΒ 44,836, 4678/1994 ΝοΒ 43,723, 4679/1993 ΕλλΔνη 1996,1669). Οι παραπάνω διατάξεις, που επιβάλλουν την αναστολή των ατομικών διώξεων από το χρόνο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως που κηρύσσει την πτώχευση και την υποχρεωτική υποβολή των σχετικών απαιτήσεων στη διαδικασία της πτωχεύσεως, είναι αναγκαστικού δικαίου και λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (Βλ. ΑΠ 808/1990 ΕλλΔνη 1991,538, ΕφΑθ 8745/1991 ΕλλΔνη 1993,1655, ΕφΑθ 1088/1986 ΕλλΔνη 1986,824). Οι διαδικαστικές πράξεις, που τυχόν έγιναν πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως, διατηρούν την ισχύ τους και μπορούν να συνεχισθούν με κλήση των ενδιαφερομένων διαδίκων, όταν παύσει το κώλυμα από την αναστολή των ατομικών διώξεων, όπως σε περίπτωση παύσεως των εργασιών της πτωχεύσεως ή συμβιβασμού. Έτσι, η αγωγή ή το ένδικο μέσο κ.λπ., που ασκήθηκε πριν από την κήρυξη του εμπόρου σε πτώχευση και φέρεται σε συζήτηση μετά την κήρυξή του σε πτώχευση, δεν απορρίπτεται, αλλά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη (Βλ. ΕφΑθ 8873/1989 ΕλλΔνη 1991,178, όπου και άλλες παραπομπές, ΕφΑθ 1088/1986 ό.π., 6215/1982 ΝοΒ 31,68, ΕφΠατρ 758/2005, 860/1999 Nomos). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 286 περ. γ΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι η κήρυξη της πτώχευσης διαδίκου αποτελεί περίπτωση βίαιης διακοπής της δίκης που έχει αρχίσει πριν από αυτή και αφορά την πτωχευτική περιουσία. Η διακοπή, όμως, της δίκης αυτής επέρχεται κατ` άρθρο 287 ΚΠολΔ, όχι από την κήρυξη της πτώχευσης, αλλά από τη γνωστοποίησή της προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως.
Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 287 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η σημειωθείσα γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη, που στην περίπτωση της πτώχευσης είναι κατ’ άρθρο 534 ΕμπΝ ο σύνδικος, καθώς και αυτός που κατά τη στιγμή της επελεύσεως του λόγου της διακοπής της δίκης ήταν πληρεξούσιος του διαδίκου, ή του νομίμου αντιπροσώπου, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος της διακοπής της δίκης και εν προκειμένω η κήρυξη της πτώχευσής του (ΑΠ 1644/2000 ΕλλΔνη 42,691, ΑΠ 1906/1999 ΕλλΔνη 42,110, ΕφΘεσ 2578/2002 Nomos ΔΕΕ 2003,176, ΕφΑθ 80/2000 ΕλλΔνη 41,809). Τέλος, κατά το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους, ή όταν οι διάδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Μεταξύ πρωτοφειλέτη και εγγυητή υφίσταται δεσμός αναγκαίας ομοδικίας (ΑΠ 1223/1995 ΕλλΔνη 1997,1792, ΑΠ 1276/1986 ΕΕΝ 1986,549. ΕφΙωαν 343/2009, ΕφΑθ 1917/2002 ΕλλΔνη 2004,1070) ενόψει και των άρθρων 76 παρ. 1 περ. β΄ και δ΄ και 328 ΚΠολΔ, αφενός λόγω της ενδεχόμενης επέκτασης του δεδικασμένου καθώς η ισχύς της απόφασης που εκδίδεται εκτείνεται καταρχήν, με εξαίρεση την ευδοκίμηση των προσωπικών ενστάσεων του εγγυητή και στους δύο (ΑΠ 30/2003 ΧρΙΔ 2003,433, ΑΠ 1276/1985 ό.π., ΕφΑθ 1917/2002 ό.π., Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τ.Ι. σελ. 538), αφετέρου, δε, επειδή εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, όπως για παράδειγμα θα ήταν η περίπτωση, στην οποία θα εκδίδετο απορριπτική απόφαση στη δίκη της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής μεταξύ των εγγυητών και του δανειστή και στην συνέχεια θα εκδίδετο απόφαση που θα κάνει δεκτή την ίδια ανακοπή κατά της ίδιας διαταγής πληρωμής μεταξύ πρωτοφειλέτη και δανειστή.
Συνεπώς, όπως έχει κριθεί από την υπ’ αριθ. 311/2014 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, αφού από την ημέρα της κηρύξεως της πτωχεύσεως δεν συνεχίζονται οι ατομικές διώξεις κατά της πτωχεύσασας εταιρίας (σ’ αυτές περιλαμβάνεται και η δίκη περί τη διάγνωση της εγκυρότητας διαταγής πληρωμής – ΕφΑθ 2364/2000 ΔΕΕ 2001,732, ΕφΘεσ 2774/2004 Αρμ 2004,1705, με σύμφωνο σχόλιο Αχ. Μπεχλιβάνη Δ.Ν. Δικηγόρου) πρέπει να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση του ένδικου μέσου ως προς την πρωτοφειλέτρια, πτωχεύσασα εταιρεία. Συνακόλουθα, λόγω της αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ αυτής (πρωτοφειλέτριας) και των λοιπών εγγυητών, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση του ενδίκου μέσου και ως προς τους εγγυητές (311/2014 ΕφΛαρ, 2814/2011 ΠΠΡ ΑΘ).
Λένα Πολύζου, δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr