Αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας σε περίπτωση λύσεως της σχέσης εργασίας
Σε περίπτωση λύσεως της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, οικειοθελής αποχώρηση κ.λπ.) ή λήξεως της εποχιακής απασχόλησης, πριν ο εργαζόμενος λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο τελευταίος δικαιούται (και σε περίπτωση θανάτου αυτού οι κληρονόμοι του) τις αποδοχές τις οποίες θα ελάμβανε εάν του είχε χορηγηθεί η κανονική του άδεια (πρβλ. αρ. 1, παρ. 3 του ν. 1346/1983)[1]. Ως εκ τούτου, και εφόσον κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της αδείας, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του αρ. 1 του ν. 3302/2004, θα ισχύσουν τα ακόλουθα:
1η Περίπτωση: Όταν η λύση της σχέσης εργασίας επέρχεται κατά το πρώτο ή δεύτερο ημερολογιακό έτος από της προσλήψεως του μισθωτού, ο τελευταίος δικαιούται να λάβει σε χρήμα τις αποδοχές που αντιστοιχούν στο τμήμα της άδειας που θα εδικαιούτο να λάβει, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, βάσει της υπηρεσίας του από την πρόσληψη μέχρι τη λύση για το πρώτο έτος, και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι τη λύση για το δεύτερο έτος. Συγκεκριμένα, δικαιούται να λάβει ως άδεια δύο (2) ημερομίσθια (ή 2/25 του μηνιαίου μισθού) για κάθε μήνα απασχόλησής του στον ίδιο εργοδότη, ως αποδοχές αδείας. Για απασχόληση μικρότερη από μήνα, καταβάλλεται ανάλογο κλάσμα. Αυτό ισχύει τόσο για μισθωτούς που εργάστηκαν επί χρονικό διάστημα μικρότερο του μήνα, όσο και για μισθωτούς που εργάστηκαν επί ολόκληρο μήνα ή ολόκληρους μήνες και μερικές ημέρες, ως προς το μικρότερο του μήνα χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους. Επίσης, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
Από τα ως άνω ποσά αφαιρείται, βέβαια, το χρηματικό ποσό που έλαβε ο μισθωτός ως αποδοχές αδείας, στην περίπτωση που του χορηγήθηκε τμήμα ή τμήματα της άδειάς του. Προκειμένου για μισθωτούς που παρέχουν εργασία εκ περιτροπής ή διαλείπουσα, για την εφαρμογή των ανωτέρω σαν μήνας λογίζονται 25 ημέρες απασχόλησης.
Διευκρινίζεται ότι οι αποδοχές αδείας, επί λύσεως της σχέσης εργασίας, καταβάλλονται στους μισθωτούς ανεξάρτητα με την τυχόν αποζημίωση που τους οφείλεται από άλλο λόγο (π.χ. αποζημίωση απόλυσης), και υπολογίζονται με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται για τον καθορισμό των αποδοχών της κανονικής αδείας. Παράλληλα δικαιούνται να λάβουν και επίδομα αδείας.
2η Περίπτωση: Κάθε μισθωτός του οποίου η σχέση εργασίας λύεται με οποιοδήποτε τρόπο κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος από της προσλήψεώς του και μετά, αλλά προτού να λάβει την κανονική άδεια του ημερολογιακού έτους της λύσης της σχέσης εργασίας, δικαιούται να λάβει τις αποδοχές αδείας καθώς και το επίδομα αδείας που θα ελάμβανε εάν κατά το χρονικό σημείο που λύεται η σχέση εργασίας έπαιρνε την άδειά του. Μάλιστα, το δικαίωμα αυτό έχει ο μισθωτός, έστω και αν η λύση της σχέσης εργασίας επέρχεται στις αρχές ακόμα του νέου ημερολογιακού έτους. Πάντως, κατά τα δεχόμενα νομολογιακά[2], ο μισθωτός που απολύεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους, δε δικαιούται άδεια αλλά ούτε και αποζημίωση αδείας για το επόμενο ημερολογιακό έτος κατά το οποίο δεν έχει απασχοληθεί στον εργοδότη του.
Σημειούται ότι και όσοι αποχωρούν από την εργασία τους οικειοθελώς, με σκοπό να λάβουν πλήρη σύνταξη γήρατος, δικαιούνται να λάβουν τις ανωτέρω αποδοχές του χρόνου αδείας τους, καθώς και το επίδομα αδείας. Τέλος, αναφορικά με τη δήλη ημέρα πληρωμής των αποδοχών και του επιδόματος αδείας από τον εργοδότη, σύμφωνα με την ΑΠ 1549/2011 «σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας πριν από τη λήψη της οφειλόμενης κανονικής άδειας, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα αδείας κατά το χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας, χρονικό σημείο το οποίο αποτελεί και τη δήλη ημέρα πληρωμής».
Εμμανουέλα Μανωλιδάκη
info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. Κ. Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, Εφαρμογή – Νομολογία – Ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 438-443 και Σ. Γ. Βλαστό, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, 2012, σελ. 495 και 506-511 με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, αναλυτικούς πίνακες και παραδείγματα.
[2] Βλ. ΑΠ 1468/1997, ΑΠ 564/1998, πρβλ. ΕφΠατρών 220/2005.