Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

ΑΘΕΜΙΤΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ. Αθέμιτη απόσπαση πελατείας. Διαφορά υποτίμησης και έκπτωσης. Δυσφημιστικές διαδόσεις. Εξωανταγωνιστικές διατάξεις, ρυθμίζουσες την επαγγελματική δραστηριότητα (βλ. σχετικά την υπ’ αριθ. 12/2017 απόφαση του ΤρΕφΠειρ, ΔΕΕ 2017, 515)

Κατά το άρθρο 1 του Ν 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού «απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την εφαρμογή της απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση. Στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, δηλαδή της ελεύθερης επιδίωξης σύναψης συναλλακτικών σχέσεων με τρίτους από δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις που δρουν σε συγκεκριμένη αγορά, προστατεύεται με τη διάταξη αυτή η οικονομική ελευθερία, ως ιδιωτικό συμφέρον, από αθέμιτες ενέργειες, ήτοι ενέργειες ανταγωνιστικές, που γίνονται με πρόθεση ανταγωνισμού και αντίκεινται στα χρηστά συναλλακτικά ήθη.

Στη γενική ρήτρα του άρθρου αυτού υπάγονται και οι ακόλουθες περιπτώσεις που απαντώνται συχνότερα στις συναλλαγές: πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης οι οποίες συνθέτουν τον αποκαλούμενο παρασιτικό ανταγωνισμό και στις οποίες υπάγεται και η περίπτωση απόσπασης εργατικού δυναμικού και πράξεις διακινδύνευσης του οικονομικού συστήματος και ελευθερίας στις οποίες υπάγεται και η αθέμιτη υποτίμηση.

Ειδικότερα, η απόσπαση πελατείας η οποία αποτελεί πολύτιμο αγαθό της επιχείρησης, καθώς και η εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργάνωσης μπορεί, με τη συνδρομή ειδικών συνθηκών, να είναι αθέμιτες επειδή επιχειρούνται κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη. Τέλος, η υποτίμηση, δηλαδή η μείωση της τιμής πώλησης προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι ελεύθερη και δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη όταν η νέα τιμή είναι ίση προς την αγοραία αξία. Τέτοια αντίθεση υπάρχει όταν συντρέχουν και άλλες περιστάσεις, όπως όταν γίνεται συστηματική υποτίμηση με πρόθεση εξόντωσης του ανταγωνιστή και με τη δημιουργία κινδύνου εκτοπισμού του από την αγορά ή όταν γίνεται πώληση σε τιμές κάτω του κόστους (ΕφΑθ 969/2011ΕφΘεσ 1465/2009 Nomos).

Διαφορετική προς την υποτίμηση είναι η έκπτωση, δηλαδή η για ορισμένο χρονικό διάστημα και κατά ορισμένο ποσοστό διάθεση προϊόντων ή υπηρεσιών κάτω από την τιμή στην οποία διατίθενται και η οποία τιμή διατηρείται κατά τα λοιπά. Η έκπτωση δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη, απαγορεύεται όμως από το άρθρο 7 N 146/1914, πλην των αναφερομένων στη διάταξη αυτή εξαιρέσεων και από το άρθρο 15 N 802/1978 (ΑΠ 1041/2010ΕφΑθ 2692/2009ΕφΑθ 3594/2008, ΕφΑθ 698/2003 Nomos, Κοτσίρης, Δικ. Αθέμ. Ανταγωνισμού, έκδ. 1986, σελ. 68 επ., Κ. Ρόκας, ΕμπΔ 1961, 12).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 11 εδ. α’ του ίδιου νόμου «ο προς τον σκοπόν ανταγωνισμού ισχυριζόμενος ή διαδίδων, όσον αφορά την εργασίαν ή επιχείρησιν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυνάμενας να βλάψωσι τας εργασίας της επιχειρήσεως ή την εμπορικήν πίστην αυτού, υποχρεούται, εφόσον τα διαδοθέντα δεν είναι κατά τρόπο ευαπόδεικτο αληθή, εις ανόρθωσιν της εις τον αδικηθέντα προσγενομένης ζημίας».

Στοιχεία της διάταξης αυτής, που προστατεύει το δυνάμενο να ζημιωθεί περιουσιακά επιχειρηματία είναι α) σκοπός αθεμίτου ανταγωνισμού, β) ισχυρισμός ή διάδοση βλαπτικών ειδήσεων, γ) οι ειδήσεις πρέπει να αφορούν είτε την εργασία ή επιχείρηση άλλου, είτε το πρόσωπο του ιδιοκτήτη ή διευθυντή αυτής, είτε τα εμπορεύματα ή τις βιομηχανικές εργασίες άλλου, δ) οι ειδήσεις πρέπει να είναι ικανές να βλάψουν τις εργασίες της επιχειρήσεως ή την εμπορική κίνηση άλλου και ε) οι ειδήσεις πρέπει να μην είναι κατά τρόπο ευαπόδεικτο αληθείς, δηλαδή πρέπει να μη δύνανται να αποδειχθούν ως αληθείς, ενώ δεν απαιτείται υπαιτιότητα του προσβάλλοντος για την αποκατάσταση της προσγενομένης ζημίας στον αδικηθέντα.

Επίσης, κατά το άρθρο 12 εδ. α’ του ίδιου Ν 146/1914 «ο εν γνώσει της αναλήθειας ισχυριζόμενος ή διαδίδων ως προς την επιχείρησιν ή εργασίαν ετέρου το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή του διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυναμένας να βλάψωσι την επιχείρησιν τιμωρείται με φυλάκισιν…». Από τη διάταξη αυτή, η οποία προστατεύει την καλή φήμη στις συναλλαγές συνάγεται ότι, προς θεμελίωση αγωγής αποζημιώσεως για παράβαση της εν λόγω διατάξεως, απαιτείται όπως ο προσβολέας ισχυρίζεται ή διαδίδει εν γνώσει της αναλήθειας ειδήσεις ως άνω, ενώ δεν απαιτείται σκοπός ανταγωνισμού, αλλά ούτε πρόθεση βλάβης, αρκεί δε απλώς να είχε ο προσβολέας συνείδηση του ότι οι ειδήσεις είναι ικανές να προκαλέσουν βλάβη.

Περαιτέρω, εκτός από την προαναφερθείσα γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού και τις λοιπές διατάξεις του ίδιου νομοθετήματος, υπάρχουν και άλλες διατάξεις σε διάφορα νομοθετήματα που ρυθμίζουν την επαγγελματική δραστηριότητα. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις, οι οποίες αποκαλούνται «εξωανταγωνιστικές», βρίσκονται τόσο σε τυπικούς, όσο και σε ουσιαστικούς νόμους (λ.χ. οι διατάξεις περί ωρών λειτουργίας των επιχειρήσεων ή εκείνες που εξαρτούν τη νομιμότητα μιας δραστηριότητας από προηγούμενη άδεια διοικητικής αρχής). Η παραβίαση των τελευταίων διατάξεων είναι μεν παράνομη από ποινική ή διοικητική άποψη, πλην όμως τούτο δεν σημαίνει ότι το παράνομο αυτό συνιστά παράλληλα, χωρίς άλλο και αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν 146/1914.

Η κρατούσα άποψη διακρίνει τις «εξωανταγωνιστικές»αυτές διατάξεις σε δύο κατηγορίες, δηλαδή σε εκείνες που έχουν ηθικό περιεχόμενο και η τήρηση τους πηγάζει από ηθικοδικαιική επιταγή (λ.χ. απαγόρευση εμπορίας κλοπιμαίων) και σε εκείνες που είναι ηθικά ή αξιολογικά ουδέτερες (λ.χ. οι αγορανομικές, φορολογικές και τελωνειακές απαγορεύσεις, η άσκηση επαγγέλματος κατόπιν άδειας διοικητικής αρχής). Η παραβίαση των πρώτων σημαίνει χωρίς άλλο και προσβολή των χρηστών ηθών κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν 146/1914. Αντίθετα, η παραβίαση των δεύτερων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί χωρίς άλλο και αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη. Μόνον ο παράνομος χαρακτήρας τους δεν μπορεί να θεμελιώσει και το «αθέμιτο» της γενικής ρήτρας του άρθρου 1 του Ν 146/1914, διότι η τελευταία δεν είναι λευκός κανόνας για κάθε «εξωανταγωνιστική» πράξη. Τότε μόνον αυτή συνιστά αθέμιτη συμπεριφορά, όταν συντρέχουν πρόσθετες περιστάσεις που εμφανίζουν την παράνομη συμπεριφορά που γίνεται με σκοπό τον ανταγωνισμό και ως αντίθετη στα χρηστά ήθη. Ειδικότερα, το τελευταίο συμβαίνει όταν ο παραβάτης, παραβιάζοντας συστηματικά και με επίγνωση μία τέτοια διάταξη, επιδιώκει και αποκτά οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων ανταγωνιστών του. Μάλιστα, τέτοιο πλεονέκτημα υπάρχει όταν εξ αιτίας της παράβασης καλυτερεύει η ανταγωνιστική θέση του παραβάτη σε σύγκριση με τη θέση των ανταγωνιστών του.

Έτσι, στην περίπτωση αυτή πρέπει η παράβαση να είναι αντικειμενικά πρόσφορη και ικανή να οδηγήσει σε μία τέτοια ευνοϊκή κατάσταση και να τελεί μαζί της σε σχέση αιτίου και αιτιατού (βλ. ΑΠ 241/1991 ΕλλΔνη 1993, 560, ΕφΑθ 2150/2006 ΔΕΕ 2006, 1274, ΕφΘεσ 2174/2006 Αρμ 2007, 73, ΕφΑθ 54Θ9/1991 ΕλλΔνη 1993, 610, Λ. Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, εκδ. 4η σελ. 173, Ν. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, εκδ. 19Θ1 σελ. 24-32).

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι: «όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου που επιχειρείται από πρόθεση, ή και από την παράλειψη αυτού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 920 ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι η υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας, δηλαδή αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαίτια, ήτοι από αμέλεια, να αγνοεί την αναλήθεια, οι διαδιδόμενες ή υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο το επάγγελμα ή την πίστη φυσικού ή νομικού προσώπου, δηλαδή την καλή γνώμη και υπόληψη που έχουν οι τρίτοι γι’ αυτό σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση, ή το μέλλον του συνιστάμενο στην οικονομική του και επαγγελματική του βελτίωση και η ύπαρξη περιουσιακής ζημίας αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά.

Από τις συνδυασμένες δε διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 και 932 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή βλάβη της φήμης. Για την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησής αυτής αρκεί κάθε είδος υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλεια (ΑΠ Ολ 72/2008, ΕφΑθ 969/2011, ΕφΑθ 3486/2010, ΕφΑθ 7143/2007 Nomos).

Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί