Δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής (με τον παλαιό ΚΠΔ) στο ποινικό δικαστήριο ακόμα και χωρίς επιφύλαξη στη συναφή ασκηθείσα αγωγή
Σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ. 1 του παλαιού ΚΠΔ, ορίζεται ότι “η πολιτική αγωγή, που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο, μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία”, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 του παλαιού ΚΠΔ ορίζεται ότι “κατ’ εξαίρεση, εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλλει την απαίτηση του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία”. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 63, 64, 65 και 68 του ΚΠΔ, των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 321 έως 324 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι με το παλαιό καθεστώς της πολιτικής αγωγής αποκλείεται η εισαγωγή της πολιτικής αγωγής για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου µόνο εφόσον αυτή ασκήθηκε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου και εκδόθηκε για αυτή οριστική απόφαση, εκτός εάν ο δικαιούχος επιφυλάχθηκε να ζητήσει µέρος της απαιτήσεώς του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Εφόσον υπάρχει τέτοια επιφύλαξη, µε το δικόγραφο της αρχικής αγωγής ή µετά µερικό περιορισµό της αγωγής, είναι αδιάφορο εάν το πολιτικό δικαστήριο απέρριψε τη σχετική αγωγή του ή επιδίκασε ολόκληρο το αιτηθέν ποσό ή µέρος αυτού αφού για το µέρος της απαίτησης του δικαιούχου αυτής, το οποίο λόγω της γενόµενης επιφυλάξεώς του δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εκδοθεί απόφαση αυτού, έστω και αν, πριν ή μετά την δήλωση της ως πολιτικώς ενάγοντος παράστασής του στο ποινικό δικαστήριο, εκδόθηκε οριστική ή και τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, (ΑΠ 173/2015, 534/2012, 1157/2011). Ήτοι στην περίπτωση, κατά την οποία ο δικαιούχος από αδικοπραξία χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης άσκησε ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου αγωγή, με την οποία ζήτησε να του επιδικασθεί το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής του αυτής, επιφυλαχθείς να εισαγάγει και ένα μέρος της στο ποινικό δικαστήριο, είναι παραδεκτή η εις το τελευταίο παράσταση του δικαιούχου, ως πολιτικώς ενάγοντος, για το μέρος της απαίτησής του, το οποίο δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, έστω και αν, πριν ή μετά την δήλωση της ως πολιτικώς ενάγοντος παράστασής του στο ποινικό δικαστήριο, εκδόθηκε οριστική ή και τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, με την οποία τούτο, κρίνοντας επί του καταχθέντος ενώπιόν του μέρους της απαίτησης αυτής και τελώντας εν γνώσει, ότι μέρος της αξίωσης αυτής θα εισαγόταν στο ποινικό δικαστήριο, επιδίκασε, είτε ολόκληρο το αιτηθέν ποσό, είτε μικρότερο του αιτηθέντος ή απέρριψε την αγωγή, αφού, για το μέρος της απαίτησης του δικαιούχου αυτής, το οποίο, εξαιτίας της γενομένης επιφυλάξεως, δεν εισήχθη στο πολιτικό δικαστήριο, δεν έχει εκδοθεί απόφαση του τελευταίου (ΑΠ 2258/2004). Αν όμως η αγωγή ασκήθηκε χωρίς να γίνει η κατά τα άνω επιφύλαξη, και επ’ αυτής είχε εκδοθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου και παρά ταύτα ο δικαιούχος χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, παραστάθηκε ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 2 ΚΠΔ), που ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, μόνον αν προβληθεί αντίρρηση ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για το λόγο αυτό ή αν από τα τεθέντα υπόψη του δικαστηρίου περιστατικά προκύπτει ότι η παράσταση δεν ήταν νόμιμη, αφού άλλως το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει και να λάβει υπόψη στοιχεία που καθιστούν παράνομη την παράσταση εφόσον αυτά δεν προκύπτουν από τη διαδικασία (Ολ. ΑΠ 1282/1992).
Ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αρ. 1325/2015 απόφασή του καταλήγει: “Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως αλλά και των διαδικαστικών εγγράφων της υποθέσεως, που επισκοπούνται επιτρεπτώς για τις ανάγκες αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι οι πολιτικώς ενάγοντες Γ. Κ. και Δ. Κ. άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς την από 25- 10-2008 αναγνωσθείσα στο ακροατήριο αγωγή τους, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και νυν αναιρεσείων κατηγορούμενος να τους καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ σε καθένα, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ανωτέρω αξιόποινη πράξη και αδικοπραξία του κατηγορουμένου, δίχωςστηναγωγή αυτή να γίνεται οποιαδήποτεεπιφύλαξηποσού ή αναφορά σεποσό 30 ευρώ, για το οποίο παρέστησαν αυτοί ως πολιτικώς ενάγοντες για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο που παρέστησαν, ποσό το οποίο και τους επιδικάστηκε, ενώ στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επανέλαβε την παράσταση πολιτικής αγωγής ο από αυτούς πολιτικώς ενάγων Γ. Κ., ζητώντας να του καταβάλει ο κατηγορούμενος ποσό 30 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με τη ρητή επιφύλαξη να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του στα πολιτικά δικαστήρια. Κατά της παράστασης αυτής ο εκκαλών κατηγορούμενος, πρόβαλε αντιρρήσεις και ζήτησε τηναποβολή τηςπολιτικής αυτήςαγωγής, για το λόγο ότι οι πολιτικώς ενάγοντες άσκησαν την αστική τους αυτή αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς, ζητώντας 50.000 ευρώ ο καθένας, χωρίςστηναγωγή αυτή να γίνει οιαδήποτεεπιφύλαξη για κάποιοποσό, ώστε να το διεκδικήσουν στο ποινικό δικαστήριο. Από τα πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αντιρρήσεις αυτές του κατηγορουμένου, απορρίφθηκαν με την τυπική αιτιολογία, ότι “ο προβαλλόμενος λόγοςαποβολής τηςπολιτικήςαγωγής δεν είναι νόμιμος”, ενώ ο συνήγορος υπερασπίσεως, ουδέν σχετικό αντέλεξε, ούτε ισχυρίστηκε ότι εκδόθηκε ήδη οριστική απόφαση, ούτε προκύπτει αν εκδόθηκε και ποία απόφαση επί της ανωτέρω αγωγής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς. Ήτοι δεν τέθηκαν υπόψη του ποινικού Δικαστηρίου από τον αντιλέγοντα κατηγορούμενο τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, της τυχόν εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής αυτής, ώστε να προκύπτει ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο δεν ήταν νόμιμη. Επομένως, σύμφωνα με τα πραναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού η πολιτική αγωγή ασκήθηκε μεν στο πολιτικό δικαστήριο χωρίς καμία επιφύλαξη, αλλά δεν προκύπτει και έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής, δεν τίθεται ζήτημα παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, ο οποίος και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος”.
Το ίδιο έχει αποφασίσει ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αρ. 628/2019 απόφασή του, πλην όμως εδώ δεν απαιτήθηκε καν η προϋπόθεση της μη έκδοσης δικαστικής απόφασης για να γίνει δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής: “Στην προκειμένη περίπτωση, η εγκαλούσα με την έγκλησή της, που κατέθεσε στις 2-7-2013 στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, δήλωσε και παράσταση πολιτικής αγωγής για μέρος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που δικαιούταν, ήτοι για το ποσό των 44 ευρώ, επιφυλασσόμενη να ασκήσει τις περαιτέρω αξιώσεις της ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Πράγματι, η ανωτέρω, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ’ αριθμ. 17192/30-7-2014 αγωγή της και κατά της κατηγορουμένης, ζητώντας να της επιδικάσει το ποσό των 50000 ευρώ νομιμοτόκως για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, που ταυτίζεται με την άδικη πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και ήδη εκδικάζεται κατ’ έφεση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 8688/2015 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά τη δικάσιμο της 5-4-2017 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης η εγκαλούσα επανέλαβε την ως άνω ασκηθείσα δια της εγκλήσεώς της παράσταση πολιτικής αγωγής, ζητώντας το ποσό των 44 ευρώ για τη χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι η αξίωση αυτή είναι διαφορετική από την εισαχθείσα ενώπιον του πολιτικού δικαστηρίου και επομένως μπορούσε ακώλυτα να επιδιωχθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, όπου η εγκαλούσα θα μπορούσε να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, δεχόμενο σχετική ένσταση της κατηγορουμένης, διέταξε την αποβολή της πολιτικώς ενάγουσας, έσφαλε. Επομένως, η υπό κρίση από 13-4-2017 έφεσή της που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει δεκτή, να απορριφθεί η ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, που υποβλήθηκε εκ νέου ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και να επιτραπεί η συμμετοχή της πολιτικώς ενάγουσας στη δίκη”.
Ευγενία Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr