Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας – γραμμάτιο προείσπραξης – αντισυνταγματικότητα ρύθμισης
Όπως έχει κριθεί από την προσφάτως δημοσιευθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/κης 3717/2015 (δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ):
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 του Ν 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) «ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ένδικων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης ……….. υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙΙ, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Πρόνοιας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του Ν 2915/2001» ενώ κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου «ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτηση των ανωτέρω ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παρ.1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. ….. Δεν υπάρχει υποχρέωση προκαταβολής της παρ. 1 σε περίπτωση αναβολής ή ματαίωσης της συζήτησης, τυχόν δε καταβληθείσα προκαταβολή αναζητείται από τον δικηγόρο που προέβη σε αυτή, άλλως αυτή ισχύει για τη νέα συζήτηση».
Με την ανωτέρω διάταξη σε περίπτωση μη τήρησης από τον δικηγόρο της υποχρέωσής του για προκαταβολή των αναλογουσών στην αμοιβή του εισφορών στην οικεία υπηρεσία του Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία αποδεικνύεται με την έκδοση σχετικού γραμματίου προείσπραξης, επιρρίπτονται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος του διαδίκου, καθότι η παράστασή του ή η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη θεωρείται απαράδεκτη. Ειδικότερα, στην πολιτική δίκη (διεξαγόμενη κατά την τακτική διαδικασία) η συνέπεια του απαραδέκτου αυτού, ενόψει του συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων με τα άρθρα 94 παρ. 1 και 115 παρ. 3 ΚΠολΔ (που καθιερώνουν αντίστοιχα την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο και την υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων) αλλά και με το άρθρο 272 παρ.1 ΚΠολΔ, θα είναι ο διάδικος να θεωρηθεί ως ερήμην δικαζόμενος και σε περίπτωση που είναι ενάγων να απορριφθεί η αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Όπως όμως έχει κριθεί επί των διατάξεων του άρθρου 96 παρ.1 και 6 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), που είχαν αντίστοιχο περιεχόμενο με τις διατάξεις που ήδη αναφέρθηκαν (του άρθρου 61 παρ.1 και 4 του Ν 4194/2013), η θέσπιση κυρώσεων με το ανωτέρω περιεχόμενο σε βάρος του διαδίκου είναι ανίσχυρη, καθότι αντίκειται στο δικαίωμα δικαστικής ακρόασης και προστασίας, που θεσπίζεται με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, καθότι οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της είσπραξης των δικηγορικών αμοιβών και των πόρων των αντίστοιχων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αλλά και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής των δικηγόρων αλλά δεν συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων σύμφωνα με το Σύνταγμα και την απονομή από αυτά δικαιοσύνης ούτε με την έναντι των δικαστηρίων θέση των διαδίκων και όταν ακόμη η παράσταση των δικηγόρων στα δικαστήρια είναι υποχρεωτική χάριν της προστασία των ίδιων των διαδίκων και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (ΑΕΔ 33/1995 ΝοΒ 1995, 908).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr