Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Δικαιώματα του αγοραστή στην περίπτωση ύπαρξης στο πωληθέν πράγμα πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης απ’ αυτό συνομολογημένης ιδιότητας – Συρροή ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης: Πότε η αθέτηση ενοχής απορρέουσας από τη σύμβαση πώλησης συνιστά εν ταυτώ και αδικοπραξία;

Από το συνδυασμό των άρθρων ΑΚ 513, 522, 534, 535, 540, 541, 542, 543, 547 και 549, όπως αυτά έχουν αντικατασταθεί διά του άρθρου 1 Ν. 3043/2002, συνάγονται τα ακόλουθα: καθ’ ην περίπτωση υφίσταται ευθύνη του πωλητή λόγω ύπαρξης στο πωληθέν πράγμα πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης απ’ αυτό συνομολογημένης ιδιότητας, ο αγοραστής δικαιούται -κατ’ ελεύθερη αυτού επιλογή- να ζητήσει α) είτε τη διόρθωση του ελαττώματος, β) είτε την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, το οποίο να είναι απαλλαγμένο πραγματικών ελαττωμάτων ή να φέρει τις συνομολογημένες ιδιότητες (εκτός εάν τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες), γ) είτε τη μείωση του τιμήματος, δ) είτε, τέλος, την υπαναχώρηση από τη σύμβαση, εκτός εάν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Εάν μάλιστα διαπιστωθεί αργότερα κι άλλο ελάττωμα, ο αγοραστής δύναται να ασκήσει εκ νέου κάποιο από τα προαναφερόμενα δικαιώματα. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα. Μετά ταύτα, η παράδοση εκ μέρους του πωλητή παροχής ελαττωματικής ή άνευ των συνομολογημένων ιδιοτήτων συνιστά αθέτηση της απορρέουσας από το άρθρο ΑΚ 534 υποχρέωσής του για προσήκουσα εκπλήρωση και η ευθύνη του αποτελεί ευθύνη λόγω μη (προσήκουσας) εκπλήρωσης, ανεξαρτήτως αν το πράγμα ορίζεται κατ’ είδος ή κατά γένος.

Ως πραγματικό ελάττωμα χαρακτηρίζεται το ελάττωμα (η ατέλεια, η απόκλιση) του πωλουμένου πράγματος, το οποίο αφορά στην κατάστασή του, τη φυσική του υπόσταση ή την ιδιοσυγκρασία του, κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου από τον πωλητή στον αγοραστή και έχει αρνητική επίδραση επί της αξίας ή της χρησιμότητάς του, συγκριτικά με τη συνηθισμένη -την ευλόγως αναμενόμενη κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών- ιδιοσυστασία και δυνατότητα χρήσης του ή με τη συμφωνημένη, ειδική, ορισμένου σκοπού, αντικειμενική και υποκειμενική χρήση. Το ελάττωμα αυτό είναι -με άλλα λόγια- η προς το χειρότερο παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή αυτού κατάσταση, η οποία (παρέκκλιση) οφείλεται κατά κανόνα στον ατελή τρόπο κατασκευής ή συσκευασίας ή στη χρησιμοποίηση κακής ποιότητας υλικών και έχει ως συνέπεια -ανεξάρτητα από την αιτία που την προκαλεί- την αρνητική επίδραση επί της αξίας του πράγματος ή της χρησιμότητας αυτού, ενόψει των συμφωνηθέντων με τη σχετική σύμβαση πώλησης, είναι δε νομικώς αδιάφορο αν το ελάττωμα ήταν φανερό ή όχι, ή εάν το γνώριζε ή όχι ο πωλητής. Εξάλλου, ως ιδιότητα του πράγματος θεωρείται όχι μόνο το συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα του πράγματος, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία από το είδος και τη διάρκειά της επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Θεωρείται δε η ιδιότητα ως συνομολογημένη οσάκις ο πωλητής προβαίνει σε δήλωση που γίνεται αποδεκτή από τον αγοραστή, η οποία έχει ως περιεχόμενο την ύπαρξη ορισμένων και συγκεκριμένων τεχνικών ιδιοτήτων ή προσόντων του αντικειμένου της σύμβασης και την ανάληψη ευθύνης του δηλούντος για την ύπαρξη των ιδιοτήτων αυτών και για τις συνέπειες της τυχόν έλλειψής τους, όταν, με άλλα λόγια, μεταξύ των συμβαλλομένων υπάρχει συμφωνία -έστω και σιωπηρή- ότι το πράγμα έχει τη συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας ο αγοραστής αποδίδει ιδιαίτερη σημασία και την ύπαρξη της οποίας ο πωλητής εγγυάται / διαβεβαιώνει, αναλαμβάνοντας εγγυητική ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψή της, ανεξαρτήτως συνδρομής (ή μη) δικού του πταίσματος.

Τα εκ της ευθύνης του πωλητή δικαιώματα του αγοραστή δύνανται να ασκηθούν μόνον επιλεκτικώς. Η διά εξώδικης δήλωσης επιλογή του ενός εξ αυτών αποκλείει την άσκηση των υπολοίπων. Πρόκειται περί εκλεκτικής ή διαζευκτικής συρροής περισσοτέρων δικαιωμάτων, τα οποία, καίτοι δεν δύνανται να ασκηθούν σωρευτικά, καθότι η επιλογή του καθενός εξ αυτών είναι αμετάκλητη, αποκλείουσα οποιαδήποτε άλλη επιλογή, εν τούτοις δεν πρέπει να αποκλεισθεί η -κατ’ άρθρο 219 § 1 ΚΠολΔ- επιβοηθητική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, στην περίπτωση που κριθεί ότι δεν υπήρξε εν τοις πράγμασιν επιλογή και μάλιστα έγκυρη του δικαιώματος, το οποίον προτάσσεται διά της αγωγής ή ότι δεν συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις άσκησης του ενός εξ αυτών, αφού, αν και στο άρθρο ΑΚ 306 § 1 ορίζεται ότι η σε περίπτωση διαζευκτικής ενοχής γενομένη επιλογή δεν επιδέχεται αίρεσης ή προθεσμίας, εν τούτοις η διαζευκτική ενοχή αφορά σε περισσότερες συρρέουσες παροχές της αυτής και ενιαίας αξίωσης και όχι σε περισσότερες αξιώσεις ή δικαιώματα, οπότε δεν συντρέχει ταυτότητα νομικού λόγου, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για αναλογική εφαρμογή της τελευταίας ως άνω διάταξης στην περίπτωση της εκλεκτικής ή διαζευκτικής συρροής περισσοτέρων δικαιωμάτων.

Εξάλλου, τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται -σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ΑΚ 554- μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά, εκτός αν ο πωλητής απέκρυψε ή αποσιώπησε με δόλο το ελάττωμα ή την έλλειψή της συνομολογημένης ιδιότητας, οπότε δεν μπορεί να επικαλεσθεί την ως άνω παραγραφή (ΑΚ 557), αλλά ισχύει η γενική 20ετής παραγραφή του άρθρου ΑΚ 249, ενώ η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση (ΑΚ 937 § 1), ως γνώση δε της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξης, όχι δε η γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης. Σημειωτέον ότι η προκύπτουσα από την αδικοπραξία ζημία είναι ενιαία ανεξάρτητα από το χρόνο εμφάνισής της, και ενιαία είναι, επομένως, και η αντίστοιχη αξίωση. Έτσι σε περίπτωση εξακολουθητικής ζημίας δεν γεννάται εκ νέου η αξίωση αποζημίωσης, αλλά η αξίωση τόσο για την ήδη επελθούσα ζημία όσο και για τη μέλλουσα, γεννάται εξαρχής, από τη στιγμή κατά την οποία η πράξη άρχισε να αναδίδει επιζήμιες συνέπειες κι εφόσον η ζημία αυτή μπορεί να προβλεφθεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την κοινή πείρα της ζωής (ΟλΑΠ 24/2003).

Δόλια απόκρυψη κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου ΑΚ 557 υπάρχει οσάκις ο πωλητής -κατά τον χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή- δηλαδή, προκειμένου για κινητό πράγμα, κατά τον χρόνο της παράδοσης του πράγματος στον αγοραστή (άρθρο ΑΚ 522 § 1), χρησιμοποιεί παραπλανητικά μέσα για να εμποδιστεί ο αγοραστής να αντιληφθεί το πραγματικό ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, αν η γνώση της ύπαρξης του ελαττώματος ή της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας θα απέτρεπε τον αγοραστή από την αγορά του πράγματος, ενώ δόλια αποσιώπηση υπάρχει οσάκις ο πωλητής δεν γνωστοποιεί στον αγοραστή το ελάττωμα (ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας), του οποίου την ύπαρξη είτε γνωρίζει, είτε βασίμως υποπτεύεται, παρά την απορρέουσα από τη συναλλακτική καλή πίστη υποχρέωσή του προς τούτο, εφόσον η παράλειψή του αυτή γίνεται με πρόθεση να επηρεαστεί ευνοϊκά η απόφαση του τελευταίου για την αγορά του πράγματος και να μην αρνηθεί την κατάρτιση της σύμβασης.

Στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί ότι αφ’ εαυτής η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά πάντοτε εν ταυτώ και αδικοπραξία, είναι όμως δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), δι’ ης παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει -πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση- συγχρόνως και αξίωση από αδικοπραξία (AK 914). Τούτο συμβαίνει γενικά οσάκις η ενέργεια αυτή -και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση- θα ήταν αυτοτελώς παράνομη, είτε ως αντικείμενη στο εκ του άρθρου ΑΚ 914 επιβαλλόμενο γενικό καθήκον της μη υπαίτιας πρόκλησης ζημίας εις τρίτον, είτε ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος του ζημιωθέντος, το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και το οποίο αυτός ώφειλε να σεβαστεί, έστω κι αν η ζημιογόνος ενέργεια δεν συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι όμως αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα τέτοιου κανόνα δικαίου ή στις καθόλου επιταγές της σύνολης έννομης τάξης, καθόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων, που επιβάλλουν να μην προσβάλλει κανείς τα προστατευόμενα έννομα αγαθά του άλλου. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει συρροή ενδοσυμβατικής και εξωσυμβατικής (εξ αδικοπραξίας) ευθύνης. Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης του πωλητή από αδικοπραξία πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος ή η έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας -κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή- να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή, διά της οποίας αυτός εκ προθέσεως επιδιώκει να παράγαγει, ενισχύσει ή διατηρήσει την πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ύπαρξη στο πωληθέν πράγμα του πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη από αυτό της συνομολογημένης ιδιότητας, των οποίων η αποκάλυψη στον πλανηθέντα αγοραστή επιβάλλεται είτε εκ της αρχής της αντικειμενικής καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών που επικρατούν στον οικείο κλάδο συναλλαγών, είτε εκ της ήδη υφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ πωλητή και αγοραστή, ανεξαρτήτως αν η συμπεριφορά αυτή συνιστά εν ταυτώ και πράξη εξαπάτησης κατά την έννοια του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα, αν συνίσταται, δηλαδή, στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή σε αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθών γεγονότων. Πρόκειται, δηλαδή για συρροή δύο αυτοτελών αξιώσεων -μιας εξ ενδοσυμβατικής και μιας εξ εξωσυμβατικής ευθύνης- οι οποίες αποβλέπουν στην πραγμάτωση του αυτού οικονομικού σκοπού, δηλαδή στην εκπλήρωση της αυτής παροχής, η δε παραγραφή της μιας δεν επηρεάζει την αξίωση εκ της άλλης, ενώ είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση των αυτοτελώς συρρεουσών αξιώσεων, όχι όμως και η παράλληλη ικανοποίηση αμφοτέρων, αφού η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη άνευ αντικειμένου ή έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεσή της, εκτός αν διά μιας εξ αυτών επιδιώκεται επιπλέον χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης εκ της αδικοπρακτικής ευθύνης. Όταν δε το πταίσμα, που επέφερε τη ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας. Για τη θεμελίωση της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης ο ενάγων αγοραστής πρέπει να ισχυριστεί και να αποδείξει όλα εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης, και συγκεκριμένα, την παράνομη ενέργεια του εναγομένου πωλητή, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία, και, τέλος, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς αφενός και της ζημίας αφετέρου.

(βλ. σχετικά ΑΠ 2216/2014, ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 177/2012, ΑΠ 737/2011, ΑΠ 1730/2008, ΑΠ 1341/2007, ΑΠ 1190/2007, ΑΠ 194/2000, ΠΠΡΑΘ 3704/2017, ΕΦΠΕΙΡ 314/2015, ΕΦΠΕΙΡ 269/2015, ΕΦΠΕΙΡ 334/2014, ΜΠΡΑΘ 182/2013, ΕΦΑΘ 3159/2006, ΕΦΑΘ 108/1998).

Μπενάκη Βικεντία – Άννα

Δικηγόρος Αθηνών

Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί