Ευθύνη της τράπεζας για καταβολή ποσού κατάθεσης σε τρίτο μη δικαιούχο
Η κατάθεση χρημάτων σε Τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης και, συνεπώς, έχει επ´ αυτής εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 830 παρ. 1 εδ. β` του ΑΚ, με την οποία, επί ανώμαλης παρακαταθήκης, σχετικά με το χρόνο και τον τόπο της απόδοσης, ισχύουν, σε περίπτωση αμφιβολίας,
οι διατάξεις για την παρακαταθήκη, επομένως και η διάταξη της ΑΚ 827, κατά την οποία ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή του.
Η άρνηση της Τράπεζας να αποδώσει στον παρακαταθέτη το χρηματικό ποσό της κατάθεσης, και αν ακόμα αυτό έχει αναληφθεί από τρίτον με αξιόποινη πράξη, συνιστά αθέτηση συμβάσεως, παρά το ότι μπορεί να απαλλαγεί αυτή της εν λόγω υποχρέωσης της κατά το άρθρο 3 του ΝΔ 17.7/13.8.1923, και όχι αδικοπραξία, δεδομένου ότι στην περίπτωση παρεμβολής αξιόποινης συμπεριφοράς τρίτου η αδικοπραξία αυτή γίνεται σε βάρος της Τράπεζας από τον τρίτο και όχι απ` αυτήν κατά του παρακαταθέτη (ΑΠ 1122/2005 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ 375253, ΑΠ 830/2003 ΕλλΔνη 45,176, ΑΠ 54/1993 ΕλλΔνη 34,600).
Γίνεται πάντως δεκτό ότι η κρίση, αν η επιδειχθείσα αμέλεια είναι βαρεία, καταλείπεται τελικά στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο με βάση τα τεθέντα υπόψη του και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά θα κρίνει, αν η επιδειχθείσα αμέλεια είναι βαρεία. Τέτοια βαρεία αμέλεια των προστηθέντων υπαλλήλων της οφειλέτριας Τράπεζας, που συνέταξαν και εκτέλεσαν το ένταλμα πληρωμής του αναληφθέντος ποσού, υπάρχει όταν αυτοί δεν προέβησαν σε διαπίστωση της ταυτοπροσωπίας μεταξύ εκείνου που έκανε την ανάληψη του ποσού και του δικαιούχου του λογαριασμού, από αδιαφορία για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του τελευταίου.
Επιπροσθέτως, βαρεία αμέλεια των προστηθέντων υπαλλήλων της Τράπεζας υπάρχει και όταν οι τελευταίοι παραλείπουν να εξακριβώσουν την πλαστότητα της υπογραφής του εμφανιζομένου ως δικαιούχου προς ανάληψη χρημάτων από το λογαριασμό καταθέσεως, εφόσον η διαπίστωση αυτή είναι ευχερής και δεν προϋποθέτει εξιδιασμένη επιμέλεια, πράγμα που συμβαίνει και στην περίπτωση που ο κλέπτης του βιβλιαρίου κατάθεσης, εμφανιζόμενος προς ανάληψη χρημάτων στην τράπεζα μαζί με την ταυτότητα του καταθέτη (δικαιούχου), θέτει στο ένταλμα πληρωμής ακατάληπτο σύμπλεγμα αντί ολόγραφης υπογραφής του δικαιούχου η οποία εικονίζεται καθαρά στην ταυτότητα ή όταν, ενώ στην ταυτότητα ο δικαιούχος έχει ώριμη ηλικία, αντιθέτως ο εμφανιζόμενος προς ανάληψη έχει νεαρή ηλικία, ή όταν τα φυσιογνωμικά στοιχεία του τελευταίου διαφέρουν ουσιωδώς από αυτά του εικονιζόμενου στην φωτογραφία του προσκομιζομένου και επιδεικνυόμενου δελτίου ταυτότητας του δικαιούχου (Βλ. ΑΠ 893/2000 ΕλλΔνη 42,443, ΑΠ 1623/1995 ΕλλΔνη 39,133, ΑΠ 54/1993 ΕλλΔνη 34,600, ΕφΑθ 7281/1999 ΕλλΔνη 42,238, ΕφΑΘ 3807/1998 ΝοΒ 46,1453, ΕφΑΘ 1807/1997 ΕλλΔνη39,201, ΕφΑΘ 2715/1996 ΝοΒ 46,216). Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι από τη σχέση εμπιστοσύνης που δημιουργεί η έννομη σχέση κατάθεσης χρημάτων στην τράπεζα υπό τη μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης, απορρέουν, βάσει και της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, παρεπόμενες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών. Έτσι η τράπεζα οφείλει να ελέγχει με επιμέλεια τη νομιμοποίηση του εμφανιζομένου ως δικαιούχου της κατάθεσης και κατόχου του βιβλιαρίου αυτής (τράπεζας).
Παρά λοιπόν τη διατυπωθείσα άποψη ότι είναι δύσκολη η βαθύτερη έρευνα της νομιμοποίησης του εμφανιζομένου ως δικαιούχου της κατάθεσης, λόγω της απαραίτητης ταχύτητας με την οποία πρέπει να διεξάγονται οι τραπεζικές εργασίες, επικράτησε στη θεωρία και τη νομολογία των δικαστηρίων ότι η τράπεζα ευθύνεται για την καταβολή ποσού κατάθεσης σε τρίτο μη δικαιούχο αυτής εφόσον δεν επέδειξε κατά την πληρωμή τη δέουσα επιμέλεια που απαιτεί η συναλλαγή αυτή (ανάληψη χρημάτων από κατάθεση). Άλλωστε, όπως γίνεται ακόμη δεκτό, για την πληρωμή ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο, σκόπιμο και δίκαιο είναι να φέρει τον κίνδυνο η πληρώτρια τράπεζα, στην επαγγελματική σφαίρα επιρροής της οποίας ανάγεται μάλλον ο εν λόγω κίνδυνος. Αυτή (τράπεζα) έχει την ευχέρεια να οργανώσει την επαγγελματική-τραπεζική της δραστηριότητα (πρόσληψη και ειδική εκπαίδευση έμπειρων υπαλλήλων), ώστε να αποκλείει ή να μειώνει στο ελάχιστο τον κίνδυνο πληρωμής ποσού κατάθεσης σε μη δικαιούχο. Η διόγκωση των τραπεζικών εργασιών και η καθημερινή συνάφεια συναλλασσομένων-τραπεζών δεν δικαιολογεί την άμβλυνση της προσοχής των υπαλλήλων των τελευταίων στον έλεγχο και τη διαπίστωση της ταυτοπροσωπίας του εμφανιζομένου προς πληρωμή και του δικαιούχου του λογαριασμού. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι δε κοινωνικά και οικονομικά σκόπιμο, βαραίνει την τράπεζα και όχι τον κατά κανόνα ασθενέστερο οικονομικά και κατά τεκμήριο λιγότερο έμπειρο στις συναλλαγές πελάτη της, ο οποίος άλλωστε εκ των πραγμάτων δεν είναι σε θέση, κατά το χρόνο πληρωμής του κατάθεσης, να ελέγξει την ταυτότητα του εμφανιζομένου προς πληρωμή. Αυτός (πελάτης της τράπεζας), με βάση και την ως άνω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, έχει τις παρεπόμενες υποχρεώσεις να φυλάσσει το βιβλιάριο της τράπεζας και το δελτίο της ταυτότητας του και σε περίπτωση κλοπής ή απώλειας τους να το γνωστοποιεί αμέσως στην τράπεζα (Βλ. Εφθεσ 3/2003 ΕΕμπΔ 2005 589, ΕφΑΘ 7281/1999, ΕφΑΘ 1807/1997).
Περαιτέρω, κατά τη γενικώς κρατούσα στη θεωρία και νομολογία νομική άποψη, η ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος (άρθρο 300 ΑΚ) έχει εφαρμογή μόνο προς απόκρουση ή περιστολή της αξιώσεως περί καταδίκης εις παροχή και γενικά εις εκπλήρωση της συμβάσεως (Βλ. σχετ. ΑΠ 56/1994 ΝοΒ 42,1159, ΑΠ 268/1987 ΑρχΝ Λθ 600, ΑΠ 1477/1983 ΝοΒ32,1206, ΕφΑΘ4336/1985 ΕλλΔνη 26,739, ΕφΑΘ 2715/1996 ΝοΒ 46,216). Κατά τη διάταξη όμως του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η συμπεριφορά του καταθέτη και κατόχου του βιβλιαρίου καταθέσεων, όπως η παράλειψη του να ενημερώσει την Τράπεζα για την απώλεια του βιβλιαρίου ή η αμελής φύλαξη του βιβλιαρίου και του δελτίου ταυτότητας του, η οποία οδήγησε κατά ένα μέρος στην επέλευση του αποτελέσματος της αναλήψεως της κατάθεσης από μη δικαιούμενο πρόσωπο, μπορεί να προσλάβει ανάλογες συνέπειες με εκείνες του συντρέχοντος πταίσματος. Σε μία τέτοια περίπτωση, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (Βλ. ΑΠ 432/1990 ΝοΒ 1991,748, ΑΠ 910/1980 ΝοΒ 29,290, ΕφΑΘ 1807/1997 ΕλλΔνη 39,202, ΕφΑθ 2715/1996), κάνοντας χρήση της διορθωτικής αυτής ρήτρας της ΑΚ 288, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, μπορεί να καταγνώσει τον περιορισμό της αξιούμενης από τον καταθέτη παροχής και να την διαμορφώσει έτσι, ώστε να ανταποκρίνεται στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (Βλ. ΑΠ 187/1990 ΝοΒ 39,913, ΑΠ 291/1985 ΝοΒ 34,71, ΕφΑΘ 2715/1996 ΝοΒ 46,216).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
info@efotopoulou.gr