Έννοια διαδικαστικών πράξεων στο άρθρο 261 παρ. 2 ΑΚ
Σύμφωνα με το άρθρο 261 παρ. 2 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, «Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης»[1]. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, διαδικαστική πράξη, συνεπαγόμενη διακοπή της παραγραφής εν επιδικία, θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης[2], ενώ δεν ασκεί έννομη επιρροή ποιος από τους διαδίκους επιχείρησε τη διαδικαστική πράξη ή προκάλεσε την πράξη του δικαστηρίου για την περαιτέρω πρόοδο της δίκης[3].
Στο πλαίσιο αυτό, έχει κριθεί νομολογιακά ότι στις διαδικαστικές πράξεις κατά την ανωτέρω έννοια καταλέγονται ο ορισμός δικασίμου, η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, η εκφώνησή της, η πράξη αναβολής της συζήτησης, η κατάθεση προτάσεων, η συζήτηση της υποθέσεως, η κλήση για προσδιορισμό δικασίμου προς επανάληψη ματαιωθείσας συζητήσεως, η έκδοση και η δημοσίευση προδικαστικής αποφάσεως, η αίτηση προς τον Εισηγητή Δικαστή για καθορισμό τόπου και χρόνου διεξαγωγής αποδείξεων, η εξέταση μάρτυρα, η κατάθεση κλήσεως για καθορισμό δικασίμου της μετ’ απόδειξη συζητήσεως, η έκδοση οριστικής αποφάσεως, η δημοσίευσή της, η κοινοποίησή της, η άσκηση ενδίκου μέσου κ.λπ.[4]. Άλλωστε, μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ από το άρθρο 102 παρ. 4 του Ν. 4139/2013[5], προβλέπεται πλέον ρητώς ότι διαδικαστική πράξη (του δικαστηρίου) συνιστά και η με οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης (βλ. πλέον άρθρο 260 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015).
Τέλος, ιδίως αναφορικά με την πράξη της κλήσεως, έχει νομολογηθεί ότι διαδικαστική πράξη που επιφέρει διακοπή της παραγραφής είναι και μόνη η κατάθεση της κλήσεως στον γραμματέα, όσο και η εγγραφή της στο πινάκιο, εκάστη δε εξ αυτών συνεπάγεται αυτοτελώς τη διακοπή της παραγραφής της επίδικης αξίωσης χωρίς να απαιτείται και επίδοση της κλήσεως προς συζήτηση, η οποία αποτελεί ξεχωριστή διαδικαστική πράξη, επαγόμενη αυτοτελώς την αυτή ως άνω συνέπεια[6].
Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. Β. Α. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’ άρθρο), Τόμος Α΄, Γενικές Αρχές, Άρθρα 1-286, Αθήνα 2001, σελ. 1068 επ. (υπό άρθρο 261), Α. Δανηλάτου, Παραγραγή & Προθεσμίες κατά τον Αστικό Κώδικα, Ερμηνεία – Νομολογία – Διαγράμματα ελέγχου ενεργειών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σελ. 29 επ., Ν. Τριάντο, Αιρέσεις – Προθεσμίες – Παραγραφή, Θεωρία – Νομολογία – Υποδείγματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1998, σελ. 266 επ., με εκτενείς περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία.
[2] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1667/2014, ΑΠ 61/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[3] Βλ. ΕφΛαρ 661/2002, Δικογρ 2002, σελ. 572.
[4] Βλ. ΕφΠατρ 612/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, καθώς και ΕιρΘεσσ 8292/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές σε ΟλΑΠ 1143/1983, ΝοΒ 1984, σελ. 673, ΑΠ 584/1999, ΕλλΔνη 41, σελ. 133, Μπαλή, Γενικές Αρχές 1961,σελ. 408, Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου 1996,σελ. 181.
[5] Πρβλ. Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 3η έκδοση, σελ. 585 (υπό άρθρο 260).
[6] Βλ. ΠολΠρΠειρ 369/1988, ΕΝΔ 17, σελ. 315, ΕφΠειρ 506/1988, ΕΝΔ 17, σελ. 496, ΑΠ 1750/1980, ΝοΒ 1982, σελ. 21.