Έννοια και λειτουργία των ενδίκων μέσων στο σύστημα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης
Ομόφωνα σχεδόν γίνεται δεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης δύναται όχι μόνο να περιορίσει, αλλά και να αποκλείσει παντάπασι την άσκηση των ενδίκων μέσων, τούτο γαρ διότι η πρόσβαση στα ένδικα μέσα δεν κατοχυρώνεται ούτε από τον Καταστατικό μας Χάρτη, ούτε από το άρθρο 6 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, αλλά ούτε και από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αξίωση προς παροχή έννομης προστασίας εγγυάται την ανεμπόδιστη μόνο πρόσβαση στο δικαστήριο και δεδομένου ότι με τα ένδικα μέσα δεν ζητείται πρωταρχικά η απονομή της δικαιοσύνης, δεν μπορεί να κατοχυρώνονται αυτά από κανόνες συνταγματικής περιωπής [1].
Βεβαίως, ο Συνταγματικός μας χάρτης οργανώνει τη δικαστική προστασία σε περισσότερες βαθμίδες δικαστικής αξιολόγησης, αφού αναφέρεται στη λειτουργία Ανώτατων Δικαστηρίων, που μόνο ως δικαστήρια ενδίκων μέσων θα μπορούσαν να θεωρηθούν. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ιδρύεται και υποχρέωση του νομοθέτη να θεσπίζει παντού ένδικα μέσα, ούτε και κατοχυρώνεται αντίστοιχο ατομικό δικαίωμα του πολίτη. Το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας πραγματώνεται μέσω του δικαστή και όχι εναντίον του [2]. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη ότι οι επιταγές της κρατικής βούλησης σε συνάρτηση με τη δημοκρατική αρχή επιβάλλουν σε κάθε περίπτωση κάποιας μορφής εσωτερικό έλεγχο μέσα στους κόλπους της ίδιας της δικαστικής εξουσίας και ότι άρα στο περιεχόμενο της αξίωσης δικαστικής προστασίας ανήκει και η αναγνώριση ελεγκτικού χαρακτήρα ενδίκων μέσων [3]. Γίνεται παγίως δεκτό από τον Άρειο Πάγο ότι η ουσιαστική παροχή έννομης δικαστικής προστασίας δεν προϋποθέτει το προσβλητό της απόφασης ούτε με το κατεξοχήν ελεγκτικό ένδικο μέσο της αναίρεσης, ακόμα μάλιστα και όταν η αναίρεση αυτή αποτελεί το μοναδικό ένδικο μέσο κατά της απόφασης [4]. Δεν εμποδίζεται, συνεπώς, ο νομοθέτης να διευρύνει, να περιορίζει ή να αποκλείει με κανόνες γενικούς και αφηρημένους την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου για ορισμένες κατηγορίες πολιτικών υποθέσεων, αλλά και γενικά να προβεί σε πλήρη απάλειψη του δικαιώματος άσκησης συγκεκριμένων ενδίκων μέσων ή και όλων των ενδίκων μέσων από το δικονομικό χάρτη, αρκεί η κατάργηση αυτή να μην παραβιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση επώνυμες συνταγματικές αρχές (λ.χ. της ισότητας, άρθρο 4 Συντάγματος), καθώς και να μην αφοπλίζει παντελώς την αξίωση για αποτελεσματική και έγκαιρη προστασία στο πλαίσιο μιας χρηστής διαδικασίας [5].
Με βάση τις ανωτέρω παρατηρήσεις, ως ένδικα μέσα θα μπορούσαν να ορισθούν οι διαπλαστικού χαρακτήρα διαδικαστικές πράξεις, με τις οποίες εκείνος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον, ζητεί από το ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο και επιδιώκει την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση της δικαστικής απόφασης προς επανόρθωση των σφαλμάτων της. Η έννομη προστασία που παρέχουν είναι δευτερογενής, αφού δεν κρίνουν πρωταρχικά την εξώδικη συμπεριφορά των διαδίκων, όπως συμβαίνει με την πρωτογενή δικαστική προστασία και στρέφονται αμέσως εναντίον του περιεχομένου και του τρόπου διαμόρφωσης της κατ’ αρχήν έγκυρης δικαστικής απόφασης, με σκοπό την οριστική εξαφάνισή της ή τη μεταρρύθμισή της.
Εκτός από τα χαρακτηριστικά της ευθείας προσβολής δικαστικής απόφασης και της άσκησής του από πρόσωπο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον, το ένδικο μέσο πρέπει να αποδίδει ορισμένο σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο διάδικος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον δεν μπορεί να προσβάλει τη σχετική απόφαση, αν ο ίδιος δεν την θεωρεί λανθασμένη [6]. Η εξαφάνιση, επομένως, ή η μεταρρύθμιση της απόφασης ζητείται επειδή περιέχει, κατά τους ισχυρισμούς του διαδίκου, δικανική κρίση, η οποία είναι νομικά ή πραγματικά εσφαλμένη και όχι επειδή προέκρινε λύση μη σκόπιμη, μη συμφέρουσα, μη ενδεικνυόμενη ή δυσχερώς πραγματοποιήσιμη για το διάδικο [7]. Τέλος, τα ένδικα μέσα απευθύνονται είτε σε ανώτερο δικαστήριο είτε στο ίδιο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Εφόσον τα ένδικα μέσα βάλλουν κατά δικαστικών αποφάσεων, εισάγουν παρέκκλιση από τη γενική αρχή του δημοσίου δικαίου περί του κύρους των πολιτειακών πράξεων, ότι δηλαδή οι δικαστικές αποφάσεις θα πρέπει καταρχήν να παραμένουν απρόσβλητες. Φυσική δε συνέπεια αυτού, του γεγονότος δηλαδή ότι τα ένδικα μέσα παρίστανται ως εξαίρεση του ως άνω κανόνα, είναι αφενός μεν ο περιορισμένος αριθμός τους (numerous clausus), αφετέρου δε η αδυναμία διάπλασης μέσω της ιδιωτικής βούλησης ενδίκων μέσων μη προβλεπόμενων στο νόμο, καθώς και διαφοροποίησης των προϋποθέσεων ή των συνεπειών που συνεπάγονται κατά νόμον [8].
Ο ΚΠολΔ γνωρίζει (495 Ι) τέσσερα ένδικα μέσα: την ανακοπή ερημοδικίας, την έφεση, την αναψηλάφηση και την αναίρεση, εκ των οποίων έκτακτα είναι μόνο η αναψηλάφηση και η αναίρεση (539 Ι και 553 Ι). Ως έκτακτα ορίζονται τα ένδικα εκείνα μέσα που ασκούνται μετά την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης και αποβλέπουν στην ανατροπή του ήδη παραχθέντος από αυτήν δεδικασμένου. Η πρακτική αξία της διάκρισης των ενδίκων μέσων σε τακτικά και έκτακτα έγκειται στη διαπίστωση ότι τα έκτακτα ένδικα μέσα, ακριβώς επειδή οδηγούν στην ανατροπή του δεδικασμένου, επιτρέπονται για ορισμένους μόνο λόγους, που απαριθμούνται εξαντλητικά στα άρθρα 544, 559 και 560.
Μπενάκη Βικεντία – Άννα
Δικηγόρος Αθηνών
Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών
info@efotopoulou.gr
[1] Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα μέσα, 2007, σελ. 4 § 4 με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και σε νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου.
[2] ΒVerfGE15.280, Schumann στον τόμο RechtsmittelimZivilprozess, 1985, σελ. 268.
[3] Πρβλ. Κλαμαρή, Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας σελ. 295/296.
[4] ΟλΑΠ 8/2003, ΕλλΔνη 2003, 691, ΑΠ 622/1981, Δ. 1981, 943, με αντίθ. παρατήρηση Μπέη, ΑΠ 489/1991 ΕλλΔνη 1992, 82, ΑΠ 866/1995 ΕλλΔνη 1996, 1572. Αντίθετα Μαγκάκης-Μπέης γνμδ. Δ. 1980, 322 επ.
[5] Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα μέσα, 2007, σελ. 7.
[6] Βλ. Νίκα, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, σελ. 56, 57.
[7] Κεραμεύς, Ένδικα μέσα, σελ. 5.
[8] Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα μέσα, 2007, σελ. 13, Κεραμεύς, Ένδικα μέσα, σελ. 13-14.