Έννομο συμφέρον του νικήσαντος διαδίκου προς άσκηση έφεσης
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 516 §§ 1-2 ΚΠολΔ, «1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. 2. Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει έννομο συμφέρον», προκύπτει ότι κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, είναι το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος. Το έννομο συμφέρον προκύπτει, κυρίως, από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Κατά κανόνα βλάβη του διαδίκου υπάρχει, όταν απορρίπτονται, εν μέρει ή ολικά, οι προτάσεις του, (ήτοι η αγωγή, η ανταγωγή, οι ενστάσεις του), ή γίνονται δεκτές έναντι αυτού, εν μέρει ή ολικά, οι προτάσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη του εκκαλούντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του και η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να περιέχει κάποια διάταξη υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος. Κατ’ εξαίρεση και σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, έφεση μπορεί να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, είτε διότι έγινε δεκτή η αγωγή του κ.λπ. είτε διότι απορρίφθηκε η αγωγή κ.λπ. του αντιδίκου του, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, το οποίο κρίνεται με βάση την προσβαλλόμενη απόφαση και υπάρχει, όταν ο διάδικος βλάπτεται από τις αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, και, ιδίως, αν δημιουργείται από την απόφαση δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη. Ειδικότερα, η συνδρομή του έννομου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο που ασκείται το ένδικο μέσο, και υπάρχει, όταν ο διάδικος που νίκησε, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, ιδίως, αν δημιουργείται από αυτή δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει, έτσι, τα στοιχεία διατακτικού. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, όπως και ζητήματα που κρίθηκαν πλεοναστικά, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο τμήμα της απόφασης δεν είναι οι αιτιολογίες αλλά οι διατάξεις αυτής. Διαφορετικά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις εσφαλμένες αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Συνεπώς, κατ’ εξαίρεση μπορεί να προκαλείται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης ακόμη και από το διάδικο που νίκησε, προς αποτροπή αυτού, (βλ. ΑΠ 226/2014, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 653/2010 Νόμος). Οι αιτιολογίες της απόφασης έχουν συνέπειες διατακτικού, εάν (μεταξύ άλλων) η απόφαση έλυσε με παρεμπίπτουσα σκέψη κάποια προδικαστική έννομη σχέση σε βάρος του διαδίκου που νίκησε (είτε είναι ενάγων είτε εναγόμενος), οπότε ο διάδικος αυτός βλάπτεται και δικαιούται να προσβάλει την απόφαση, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 516 § 2 ΚΠολΔ, (βλ. ΑΠ 404/2010 Νόμος). Επιπλέον, η αιτιολογία καθεαυτή δημιουργεί δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος του διαδίκου, και όταν η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί, επειδή είναι αβάσιμη η ιστορική βάση της, ενώ απορρίφθηκε μετά από προβληθείσα ένσταση του διαδίκου, αφού στην περίπτωση αυτή η απόφαση υπολείπεται των προσδοκιών του διαδίκου και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ηττημένος ο διάδικος, ο οποίος βλάπτεται, γενικά, από το περιεχόμενο της απόφασης, οπότε με την άσκηση της έφεσης υφίσταται γι’ αυτόν η δυνατότητα να μεταβάλει υπέρ αυτού την απόφαση, εφόσον συντρέχει βάσιμη προς τούτο περίπτωση, (βλ. ΑΠ 920/2013 Νόμος, αντίθετα για την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ΑΠ 913/2010 Νόμος). Το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ένδικων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, της οποίας η ανάγκη ύπαρξης συνάγεται και από τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ένδικου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει το ανωτέρω άρθρο. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαραδέκτου, (βλ. άρθρα 68, 73, 532 ΚΠολΔ, ΑΠ 920/2013 Νόμος, ΑΠ 274/2003 ΕπΔικΠολ 2004. 51, ΑΠ 1459/2000 Δνη 2001.741, ΕφΝαυπλ 121/2011 Νόμος, ΕφΑθ 6188/2009, ΕφΘεσ 386/2011 Νόμος, ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΔωδ 246/2006 Νόμος, ΕφΑθ 4195/2004 ΝοΒ 53. 102 και Νόμος, ΕφΘεσ 2039/2003, ΕφΑθ 2903/2002 Αρμ 2003. 1809, ΕφΑθ 3743/1996 Νόμος, ΕφΛαρ 81/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ, 179/2015 ΜΕφΛαρ).
Λαμπρινή Σταμέλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr