Ένσταση «γενικού δόλου» – Υποχρέωση διαφώτισης και προστασίας στο πλαίσιο της σχέσης συνεργασίας που δημιουργείται ανάμεσα στην τράπεζα και στον πελάτη της σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη
Είναι γεγονός πως η νομοθεσία, που περιβάλλει τις τραπεζικές επιχειρήσεις, περιλαμβάνει σε μεγάλο βαθμό διατάξεις προστατευτικές τόσο του κοινωνικού συνόλου όσο και των συμφερόντων ειδικώς των πελατών των τραπεζών, κατά τρόπο που να υποθάλπεται η δημιουργία αμφίδρομων σχέσεων προσφοράς και ζήτησης εμπιστοσύνης μεταξύ τους.
Η σχέση εμπιστοσύνης είναι απόρροια της εφαρμογής των αρχών της καλής πίστεως (δηλαδή της συναλλακτικής ευθύτητος, που επιβάλλεται κατά την κοινή αντίληψη στο χρηστό και εχέφρονα άνθρωπο) και των συναλλακτικών ηθών (δηλαδή των τρόπων ενέργειας που συνηθίζονται στις συναλλαγές). Από τις αρχές αυτές επιβάλλονται ήδη γενικά οι υποχρεώσεις κυρίως διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με το περιεχόμενο μιας συμβάσεως, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους κατά τη σύναψη και διαμόρφωση του περιεχομένου της υπό κατάρτιση σύμβασης. Η δεύτερη αφορά τη λήψη μέτρων προστατευτικών των απολύτων εννόμων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Οι αρχές λοιπόν της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών δικαιολογούν και στηρίζουν νομοθετικά τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πελάτη και τράπεζας και τις από τη σύμβαση (ΑΚ 288) παρεπόμενες υποχρεώσεις των μερών από τη σχέση αυτή. Έτσι, την τράπεζα βαρύνει μια γενική υποχρέωση διαφυλάξεως των συμφερόντων των πελατών της, που εξειδικεύεται ιδίως σε υποχρέωση διαφύλαξης του τραπεζικού απορρήτου, υποχρέωση επιμελούς ακροάσεως και εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, υποχρέωση διαφώτισης, συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης του πελάτη ενόψει συγκεκριμένων κινδύνων και τέλος σε υποχρέωση παροχής πληροφοριών (βλ. Σ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο – Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων Ι, δ’ έκδ., σελ. 78-83, 191, 215, Ν. Ρόκας, Στοιχεία τραπεζικού δικαίου, έκδ. 2002, σελ. 35 επ.)
Περαιτέρω, η παράβαση των θεσπιζόμενων, με τις δημοσίας τάξης διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 ΑΚ, αρχών της καλής πίστης, δύναται να θεμελιώσει περιεχόμενο της ένστασης του «γενικού δόλου», με την οποία αποκρούεται η άσκηση του δικαιώματος, όταν αυτό ασκείται κατά τρόπο που αντιβαίνει στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η ένσταση αυτή μπορεί να αντιταχθεί και ως αντένσταση «γενικού δόλου» κατά ένστασης που προτείνεται, όταν η τελευταία αντιμάχεται την καλή πίστη και την ευθύτητα, όπως π.χ. κατά ένστασης παραγραφής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 288 αριθμ. 14, ΕφΑθ 7217/1991 δημ. Νόμος).
Εφαρμόζοντας τα ως άνω λεχθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, το Εφετείο Θεσσαλονίκης, διά της υπ’ αριθμ. 1083/2010 απόφασής του (δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αρμ 2011.1132, Ε7 2012.110) απέκρουσε την ένσταση παραγραφής της τραπεζικής κατάθεσης που προέβαλε η τράπεζα, κάνοντας δεκτή την αντένσταση γενικού δόλου που επικαλέστηκε ο πελάτης, λόγω παραβίασης των αρχών της καλής πίστης (200, 281, 288 ΑΚ), δεδομένου ότι η τράπεζα ουδέποτε τον ενημέρωσε σχετικά με τον κίνδυνο παραγραφής της τραπεζικής του κατάθεσης. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε τα κάτωθι: «η εναγομένη τράπεζα, την οποία ο ενάγων επέλεξε για την κατάθεση των χρημάτων του γνώριζε τόσο τον επιδιωκόμενο με αυτήν σκοπό του τελευταίου, ο οποίος συνίστατο στην για αόριστο χρόνο ασφαλή και προσοδοφόρα αποταμίευση των χρημάτων του και στην εξασφάλιση ενός οικονομικού αποθέματος για το μέλλον, με δυνατότητα οποτεδήποτε ανάληψης αυτού, όσο και το γεγονός ότι ο ενάγων είχε τη μόνιμη εγκατάσταση και εργασία του στην αλλοδαπή (Αυστραλία), με μειωμένη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τη δυνατότητα συχνής μετάβασης του στην Ελλάδα και στο τραπεζικό αυτής υποκατάστημα, όπως επίσης γνώριζε και τον κίνδυνο παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος για ανάληψη στο μέλλον του ποσού της κατάθεσης του. Όφειλε, συνεπώς, η εν λόγω εναγομένη, στα πλαίσια της εμπιστευτικού χαρακτήρα σχέσης που δημιουργήθηκε μεταξύ αυτής και του ενάγοντος – πελάτη της και ως μεγάλος τραπεζικός οργανισμός, με θέση οικονομικά πολύ πλεονεκτικότερη από εκείνη του ενάγοντος και με αυξημένη υποχρέωση προστασίας και πρόνοιας των συμφερόντων αυτού, να τον ενημερώσει με την παροχή συμβουλών προς αυτόν, κατά το χρόνο σύναψης της μεταξύ τους επίδικης σύμβασης, σχετικά με τον κίνδυνο παραγραφής, που σε κάθε περίπτωση διέτρεχε η αξίωση του, εξαιτίας της απουσίας του στο εξωτερικό, γνωστοποιώντας του ότι πρέπει να κινεί αυτόν, είτε με αναλήψεις είτε και με άλλες καταθέσεις είτε και με εντολές του προς αυτήν για μεταβολή αυτού, ώστε να μην κινδυνεύει να παραγραφεί, περιστάσεις που αυτός (ενάγων), κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ως μέσος συναλλασσόμενος, αγνοούσε. Όμως, η αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά της εναγομένης γίνεται ακόμη πιο ενεργής τον Ιανουάριο του 2003, όταν επισκέφτηκε το υποκατάστημα αυτής, όπως προειπώθηκε, ο ενάγων για πρώτη φορά μετά τον χρόνο συνάψεως της επιδίκου συμβάσεως, που και πάλι όχι μόνο δεν τον ενημερώνει για τον άμεσο πλέον κίνδυνο παραγραφής της αξιώσεώς του, αλλά αντιθέτως αφήνει σ’ αυτόν την εντύπωση ότι, προφανώς, θα βρεθεί αυτός (λογαριασμός) στα αρχεία της συγχωνευθείσης από αυτήν με απορρόφηση τραπεζικής εταιρίας, αφήνει δηλαδή σ’ αυτόν (ενάγοντα) να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είναι θέμα έρευνας και όχι απώλειας του λογαριασμού του. Έτσι, προτάσσοντας η εναγομένη τα δικά της συμφέροντα σε βάρος του ατομικού συμφέροντος του ενάγοντος – πελάτη της, ενεργεί ενάντια στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και γι’ αυτό η εν λόγω συμπεριφορά της υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν οι ως άνω αρχές».
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr