Έντυπο ενημέρωσης για διαμεσολάβηση και κήρυξη απαραδέκτου της συζητήσεως
Σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν.4640/2019 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 190/30.11.2019), όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 204/16.12.2019), «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα.» (ήτοι έως την 16.12.2019, ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4647/2019).
Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές, οι οποίες κατατέθηκαν από την 30.11.2019 και εντεύθεν, εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους, ανεξάρτητα από το αν οι αγωγές αυτές υπάγονται και στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (κατά τη διαδικασία του άρθρου 7 του νόμου αυτού), οπότε, στην τελευταία περίπτωση, επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με τις προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας. Επισημαίνεται, ότι η προσκόμιση του ως άνω ενημερωτικού εγγράφου, υπογεγραμμένου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο και τον εντολέα του, ανάγεται σε αυτοτελή προϋπόθεση για την παραδεκτή συζήτηση της αγωγής και πρέπει να προσκομιστεί με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της.
Παρά την ως άνω ρητή πρόβλεψη και θέσπιση της προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου ως προϋπόθεση για την παραδεκτή συζήτηση της συναφούς αγωγής, έχει υποστηριχθεί από μέρος της εθνικής Νομολογίας ότι η εν λόγω διάταξη τυγχάνει αντισυνταγματική. Στα πλαίσια δε του συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων, τα Δικαστήρια που υιοθετούν αυτήν την άποψη δεν εφαρμόζουν την ως άνω νομοθετική διάταξη στην εκάστοτε υπό κρίση υπόθεση, με αποτέλεσμα να μην κηρύσσουν το απαράδεκτο της συζητήσεως αγωγής, ακόμα και αν δεν έχει προσκομισθεί με τις προτάσεις του ενάγοντος το αργότερο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης το σχετικό έντυπο ενημέρωσης για τη δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και εξεύρεσης εξωδικαστικής λύσης.
Υπό την έποψη των προαναφερθέντων, το Ειρηνοδικείο Αθηνών, όπως προκύπτει δυνάμει των υπ’ αριθμ. 1034/2020 και 976/2020 αποφάσεών Του (ΤΝΠ NOMOS), υιοθέτησε την άποψη περί αντισυνταγματικότητας της ως άνω νομοθετικής διάταξης και εξ αυτού του λόγου δεν την εφάρμοσε στις δύο υπό κρίση υποθέσεις, υπογραμμίζοντας ότι «για το παραδεκτό συζήτησής της δεν απαιτείται το ενημερωτικό έντυπο του αρ. 3 παρ. 2 ν, 4640/2019», με το εξής σκεπτικό: «[…] Η ενημέρωση, κατά το αρ. 3 παρ. 2 εδ β’ του ως άνω νόμου που ορίζει ότι «Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής», περιβάλλεται νόμιμο, πανηγυρικό τύπο ιδιωτικού εγγράφου, το οποίο υποβάλλεται στο δικαστήριο μεταγενέστερης δίκης με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής, ή με τις προτάσεις, το αργότερο μέχρι τη συζήτηση, ως ειδικός όρος παραδεκτού της (Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 202 επ.). H κύρωση του απαραδέκτου αφορά σε όσες αγωγές κατατέθηκαν από 30.11.2019 και εντεύθεν (όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του αρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 ΦΕΚ Α` 204/16.12.2019). Δεδομένου, δε, ότι ως ελέχθη είναι δυνατή η καθιέρωση, εν γένει, προδικασίας διαμεσολάβησης ως τυπική προϋπόθεση δίκης, η συνταγματικότητα της διάταξης του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019, μόνο υπό το πρίσμα της ως άνω αρχής της αναλογικότητας μπορεί να νοηθεί (Ορφανίδης Γ., Εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών – Συμφιλίωση – Διαμεσολάβη,διαθ.εδώ:, με ημ. προσβ. 7.10.2020). Συνεπώς, η καθιέρωση υποχρεωτικής έγγραφης προδικασίας, που εισήχθη με το αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019 ως ειδικός όρος παραδεκτού συζήτησης επιγενόμενης αγωγής που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της εκούσιας διαμεσολάβησης και σκοπό έχει, κατά την αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου «να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης» αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης για την μη προσκόμιδη του ενημερωτικού εντύπου δεν είναι αναλογική, αλλά, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια προώθησης της εθελούσιας χρήσης του θεσμού της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου επίλυσης διαφοράς (ADR), ιδίως, αν ληφθεί υπόψη ότι ο συμβιβασμός, που, κατ΄αποτέλεσμα, επιδιώκει ομοίως τη λύση της έριδας με αμοιβαίες υποχωρήσεις (εγγ. Νίκας Ν. Ο Δικαστικός Συμβιβασμός, Σάκκουλας, 1984), αποτελεί, ούτως ή άλλως, λειτουργική υποχρέωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου, κατ΄αρ. 37 παρ. 3 ΚΔ (ν. 4194/2013) και αρ. 7 περ. β΄ του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως εγκρίθηκε με την από 4.1.1980 απόφαση του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου ..και δημοσιεύτηκε στον Κώδικα Νομικού Βήματος στον τόμο του 1986, κυρίως, όμως, διότι, η σχετική πλημμέλεια του εντολοδόχου Δικηγόρου να ενημερώσει τον εντολέα του για τη δυνατότητα εκούσιας διαμεσολάβησης της διαφοράς του, που αναπτύσσει την ενέργειά της, αποκλειστικά, στην εσωτερική τους σχέση της αμοιβόμενης Δικηγορικής εντολής, απολήγει να μεταθέσει τις συνέπειες του πταίσματος στο πρόσωπο του διαδίκου (Γιαννόπουλος Π., ό.π., σ. 203). Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη του αρ. 3 παρ. 2 ν. 4640/2019 ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011, ΑΠ 252/2018 δημ. ΤΝΠ Νόμος). […]».
Από την άλλη πλευρά, σημαντικό μέρος των εγχώριων Δικαστηρίων δεν θέτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας της ως άνω ρητής νομοθετικής διάταξης και μάλιστα κηρύσσει το απαράδεκτο της συζήτησης, όχι μόνο όταν δεν προσκομίζεται καθόλου σχετικό ενημερωτικό έγγραφο με τις προτάσεις του ενάγοντος το αργότερο κατά τη συζήτηση της εκάστοτε υπό κρίση υποθέσεως, αλλά και όταν προσκομίζεται μεν σχετικό έντυπο, αλλά η σύνταξη και υπογραφή του τοποθετείται χρονικά σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο από εκείνο της κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφου της αγωγής. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινούμενο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ενόψει της πλέον πρόσφατης υπ’ αριθμ. 1045/2021 αποφάσεώς Του (ΤΝΠ NOMOS), όχι μόνο δεν θέτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας, αλλά κηρύσσεται ως απαράδεκτη τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής για το έλασσον, ήτοι επειδή προσκομίσθηκε μεν σχετικό έντυπο ενημέρωσης για τη δυνατότητα προσφυγής στη διαμεσολάβηση, πλην όμως η ημερομηνία υπογραφής του ήταν μεταγενέστερη της κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφου της αγωγής.
Ειδικότερα, υπό την έποψη της συγκεκριμένης αποφάσεως επισημαίνεται ότι: «[…]Όπως προκύπτει, όμως, από την παραδεκτή στο παρόν στάδιο επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 Ν. 4640/2019 διαδικασία, η οποία είναι αναγκαία για το παραδεκτό της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, καθώς πρόκειται για αστική υφιστάμενη διαφορά, τα διάδικα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέσουν το αντικείμενο αυτής, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, και η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 19η-2-2020, καταλαμβανόμενη, ως εκ τούτου, από το πεδίο εφαρμογής της παραπάνω διάταξης, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, ο ενάγων προσκομίζει με τις προτάσεις του το ενημερωτικό έγγραφο περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, υπογεγραμμένο όμως μόνο από τον ίδιο και όχι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ενώ, επίσης, από το έγγραφο αυτό, στο οποίο ο ενάγων βεβαιώνει την 13η-10-2020 ότι έλαβε γνώση της ως άνω δυνατότητας, όπως και ότι έλαβε αντίγραφο αυτού, προκύπτει ότι η εν λόγω ενημέρωση έλαβε χώρα μετά την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι μετά την 19η-2-2020 και συγκεκριμένα την 13η-10-2020. Σύμφωνα, όμως, με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ήτοι πριν από την κατάθεση της αγωγής, το δε οικείο ενημερωτικό έγγραφο, το οποίο πρέπει να υπογράφεται τόσο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο όσο και από τον εντολέα του, δύναται μεν να προσκομιστεί το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης και επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης αυτής, θα πρέπει, όμως, να προκύπτει από αυτό ότι η έγγραφη ενημέρωση περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς έλαβε χώρα πριν την κατάθεση της αγωγής και όχι σε μεταγενέστερο αυτής χρονικό σημείο. Η αποδοχή, άλλωστε, της τελευταίας αυτής δυνατότητας θα ήταν αντίθετη όχι μόνο στο γράμμα της εν λόγω διάταξης, αλλά και στον προφανή σκοπό της, που είναι η ενημέρωση για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, πριν ο εν δυνάμει διάδικος καταθέσει την αγωγή του, ώστε να αποτραπεί η προσφυγή του στο δικαστήριο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής. Παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν ορίζεται, διότι, κατά την προκρινόμενη άποψη, η άσκησή της δεν επιτρέπεται κατά μη οριστικών αποφάσεων, όπως είναι η παρούσα (βλ. Πανταζόπουλος Στ. στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (2020), άρθρ. 501 αριθ. 2, σελ. 34, Ν.Νίκας: Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας Β’ έκδοση 2016, Κεφ. ΚΔ’, σ. 768). […].
Ως καθίσταται φανερό εν όψει των προαναφερθέντων η ως άνω ρητή νομοθετική διάταξη έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο πολύπλευρης ερμηνείας και αμφισβήτησης επί τη βάσει της συμβατότητας ή αντιθέσεώς της προς την συνταγματικώς προβλεπόμενη και προστατευόμενη αρχή της αναλογικότητας. Κάθε αρμόδιο Δικαστήριο συνεπώς, από το κατώτερο μέχρι το ιεραρχικώς ανώτερο, δύναται ενόψει του συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των Νόμων, να κρίνει τη συμβατότητα ή μη της εν λόγω διάταξης και της δυνάμει αυτής θεσπιζόμενης προσκόμισης του ενημερωτικού εντύπου διαμεσολάβησης ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της συζητήσεως της υπό κρίση κάθε φορά αγωγής, προβαίνοντας σε εφαρμογή της ή μη αντιστοίχως.
Ιωάννης Μπάλλιας, δικηγόρος Αθηνών
e-mail: info@efotopoulou.gr