Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Επιμέλεια και διατροφή ανηλίκου. Βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Κριτήρια προσδιορισμού του

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1510 παρ. 1 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος, από 16-9-2021 του ν. 4800/2021, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, την ασκούν από κοινού και εξίσου και περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το πρόσωπο ή τη περιουσία του, πρόκειται δε για δικαιώματα προσωποπαγή (αναπαλλοτρίωτα), που, όμως, την άσκησή τους, είναι δυνατόν να τη στερηθεί (ολικά ή μερικά) ο γονέας με δικαστική απόφαση. Η δε επιμέλεια του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1518 παρ. 1 ΑΚ, περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, την μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και το προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1513 ΑΚ, εάν υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των συζύγων ή διαζύγιο, εξακολουθούν οι γονείς να ασκούν εκ του νόμου από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια (συνεπιμέλεια), εκτός απ’ τις συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα (άρθ. 1516 ΑΚ), τις οποίες ασκεί ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο κατόπιν άτυπης ενημέρωσης του άλλου γονέα (βλ. σχετ. Βαλτούδης, Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία στο νέο Οικογενειακό Δίκαιο, ΕλΔ 2021.999 επ., Λέκκας, Η επιμέλεια του παιδιού κατά τον ΑΚ μετά το ν. 4800/2021, Μ Ράμμου, Η καθιέρωση του θεσμού της συνεπιμέλειας, ΕλΔ 2021.1115, Μ. Σταθόπουλος, Η νέα ρύθμιση της συνεπιμέλειας, ΕλΔ 2021.961).

Εξάλλου, η έννοια του όρου «εξίσου» δεν έχει την έννοια της «ισόχρονης» κατανομής της διαμονής του τέκνου στις οικίες και των δύο γονέων, η οποία άλλωστε εξαρτάται από συγκεκριμένους βιοτικούς ή και συγκυριακούς παράγοντες και η οποία ούτε και υπό το καθεστώς της έγγαμης συμβίωσης είναι δεδομένη, αλλά σημαίνει την εξακολούθηση της κοινής τους ευθύνης στην ανατροφή του τέκνου τους, η οποία εκφράζεται με την ισότιμη συμμετοχή τους στις κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την επιμέλεια του ανηλίκου, τη διοίκηση της περιουσίας του, την εκπροσώπησή του σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν το ίδιο ή την περιουσία του και την εν γένει επίλυση των καθημερινών προβλημάτων του (1510 παρ. 1 εδ. β’ σε συνδυασμό με 1512 ΑΚ- βλ. σχετ. Χρηστίδου, ο.π.). Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μετά το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, προβλέπει το άρθρο 1514 παρ. 2 ΑΚ ότι αν αυτή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου υπάρχει δυνατότητα διαφορετικής ρύθμισης εκ μέρους του δικαστηρίου. Τέτοιες περιπτώσεις ενδεικτικά αναφέρει ο νόμος στις περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα, ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της, ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου.

Οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινή μέριμνα μπορεί να είναι είτε ανυπαίτιοι για τον έναν ή και τους δύο γονείς (πχ παντελώς διαφορετικές απόψεις σε θέματα διαπαιδαγώγησης, μεγάλη απόσταση του τόπου διαμονής των δύο γονέων, έντονη επαγγελματική απασχόληση του ενός γονέα, μακροχρόνια απουσία του ενός γονέα), είτε υπαίτιοι (λ.χ. πλήρης αποδόμηση των μεταξύ των μερών σχέσεων χωρίς να υφίσταται καμία πρόθεση και δυνατότητα συνεννόησης, χρησιμοποίηση της άσκησης της επιμέλειας ως πρόσχημα για την εκδήλωση αισθημάτων εκδίκησης του άλλου γονέα, ψευδείς καταγγελίες εγκλημάτων κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας του τέκνου, κοκ, [βλ. σχετ. Λέκκα, ο.π., αριθμ. 452 επ., Ράμμου, ο.π., Χρηστίδου, ο.π.]). Στις περιπτώσεις αυτές καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, και εν τέλει και επί αποτυχίας αυτής, αποφασίζει το δικαστήριο. Κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 1514 το Δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει διάφορες λύσεις: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ` ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, και γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Ειδικότερα, στη σχετική δίκη το Δικαστήριο έχει τις ακόλουθες δυνατότητες: Καταρχήν, εάν, παρά τα εκτιθέμενα στην αγωγή περί διαφωνίας, αποδεικνύεται ότι οι σχέσεις των γονέων δεν είναι αποδομημένες και ότι υπάρχει δυνατότητα σύμπραξης στα περισσότερα, τουλάχιστον, από τα κατ’ ιδίαν ζητήματα επιμέλειας του τέκνου τους, το δικαστήριο μπορεί να διατηρήσει την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, ρυθμίζοντας παράλληλα τα ζητήματα αυτά (Χρηστίδου, όπ., σελ. 13). Στην περίπτωση αυτή δεν αλλάζει ο φορέας της γονικής μέριμνας που είναι και οι δύο γονείς, αλλά διευκρινίζονται επιμέρους ζητήματα, όπως π.χ. είναι η ρύθμιση της διαμονής του ανηλίκου, η οποία μπορεί να ορίζεται εναλλασσόμενη (ΕφΘεσ 848/2022, ΜΠΑ 12827/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή να ανατίθεται και μόνο στον ένα γονέα. Αντίθετα, εάν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί ένα ελάχιστο επίπεδο συνεννόησης μεταξύ των γονέων, είτε διότι οι διαπροσωπικές τους σχέσεις είναι σε τέτοιο βαθμό τεταμένες, ώστε να αποκλείεται κάθε επικοινωνία για τα ζητήματα επιμέλειας του τέκνου τους, είτε ότι διαφωνούν για τα περισσότερα από τα ζητήματα της επιμέλειας, τότε προφανώς δε μπορεί να λειτουργήσει η από κοινού άσκηση της επιμέλειας, οπότε προκρίνονται οι υπόλοιπες λύσεις. Σχετικά, υπάρχει η δυνατότητα κατανομής στην άσκησή της, ως τέτοια δε πρέπει να νοηθεί ο διαμερισμός της από κοινού άσκησης της επιμέλειας, είτε με βάση το χρονικό, είτε με βάση το λειτουργικό κριτήριο. Στην κατανεμημένη επιμέλεια δεν υπάρχει κοινή επιμέλεια (δηλαδή συναπόφαση με ρύθμιση των ειδικότερων διαφωνιών), αλλά μερική επιμέλεια και από τους δύο γονείς. Κάθε δηλαδή γονέας αποφασίζει μόνος του για το κομμάτι της επιμέλειας που του έχει ανατεθεί (είτε χρονικά, είτε λειτουργικά), όσον αφορά πάντοτε τα τρέχοντα ζητήματα επιμέλειας, διαχείρισης ή επείγοντα, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ενημερώσει προηγουμένως τον άλλο γονέα, διότι η υποχρέωση αυτή, όπως ελέχθη, βαρύνει μόνο την από κοινού επιμέλεια (Χρηστίδου, ο.π., σελ. 7-8). Έτσι, στην πραγματικότητα στην κατανεμημένη (μερική) επιμέλεια τρέχουν ταυτόχρονα δύο επιμέρους επιμέλειες και από τους δύο γονείς, οι οποίοι, επειδή οι καταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί δεν τους επιτρέπουν να συναποφασίσουν, είναι υποχρεωμένοι απλά να παρέχουν στον άλλο γονέα πληροφορίες για το πρόσωπο και την περιουσία του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1519 παρ. 3 ΑΚ. Η κατανομή της επιμέλειας στους δύο γονείς μπορεί να είναι, είτε λειτουργική, είτε χρονική.

Στη λειτουργική κατανομή της επιμέλειας, η άσκηση των βασικών λειτουργιών της γονικής μέριμνας, και συγκεκριμένα η επιμέλεια του προσώπου, η διοίκηση της περιουσίας, η εκπροσώπηση ή η παροχή στέγης, είτε στο σύνολό τους, είτε υποσύνολα αυτών, κατανέμεται μεταξύ των γονέων. Αντίθετα, στη χρονική κατανομή, η επιμέλεια ανατίθεται εξ ολοκλήρου σε κάθε γονέα κατά τακτά χρονικά διαστήματα, όπως ανά εβδομάδα, ανά δεκαπενθήμερο ή και ανά μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, αλλά και άρρυθμα (Βαλτούδης, ο.π., αριθμ. 13, Απ. Γεωργιάδης, Οικογενειακό Δίκαιο, σελ. 638, Λέκκας, ο.π., αριθμ. 454, Χρηστίδου, ο.π., σελ. 8). Δεν αποκλείεται βέβαια και συνδυασμός των παραπάνω δυνατοτήτων, δηλαδή ταυτόχρονη χρονική και λειτουργική κατανομή.

Η χρονική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας προϋποθέτει την τακτική μετεγκατάσταση του τέκνου στην οικία και των δύο γονέων, για τον πρόσθετο λόγο ότι στην ελληνική πραγματικότητα η διατήρηση της πρώην οικογενειακής κατοικίας, αποκλειστικά προς όφελος του τέκνου, με ταυτόχρονη μετακίνηση των γονέων σε άλλους χώρους διαμονής και εναλλαγή αμφοτέρων ανά χρονικά διαστήματα στο ένα και μοναδικό σπίτι που μένει το τέκνο, εμφανίζει ελάχιστη πρακτική αξία, κυρίως λόγω της ανάγκης ύπαρξης και συντήρησης τριών διαφορετικών κατοικιών. Εξάλλου, η λύση αυτή της χρονικής κατανομής μπορεί να επιλέγεται εφόσον από τη συχνή μεταβολή του τόπου διαμονής του ανηλίκου δεν υφίσταται υπέρμετρη διασάλευση της ψυχικής του ηρεμίας, ήτοι προϋποθέτει τέκνα μετά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία και να υπάρχει σχετική εγγύτητα κατοικιών, ώστε να μην διαταράσσεται το σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού και παράλληλα ειλικρινή πρόθεση του γονέα που διαμένει πιο μακριά απ’ τη σχολική μονάδα, να αναλάβει τη μεταφορά του τέκνου σ’ αυτήν. Ο τρόπος αυτός κατανομής της άσκησης της επιμέλειας εξασφαλίζει την από κοινού συμμετοχή των γονέων στην άσκησή της και την ισόρροπη ανάπτυξη του παιδιού, που γίνεται δέκτης των διαφορετικών αντιλήψεων και τρόπων σκέψης των γονέων του, ενδέχεται όμως να δημιουργήσει και συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους, στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου, κατά τρόπο παραγωγικό και επίλυση των διαφορών τους με καταφυγή πρωτίστως στη διαμεσολάβηση και ως έσχατο μέσο στα δικαστήρια (Λέκκας, ο.π., αριθμ. 454. Βλ. και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ΑΠ 1016/2019, ΑΠ 1393/2017, ΑΠ 317/2015, ΕφΘεσ 14202/2020, ΕΑ 504/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η χρονική κατανομή της επιμέλειας, όπως και η εναλλασσόμενη διαμονή, δεν σημαίνουν απαραίτητα και ισόχρονη κατανομή αυτής, αλλά τέτοια που να συμβάλλει αποτελεσματικότερα στην προαγωγή του συμφέροντος του παιδιού (Κ. Φουντεδάκη, Το δίκαιο των σχέσεων γονέων και παιδιών – Οι αλλαγές που επέφερε στον ΑΚ ο Ν 4800/2021, σελ. 32 επ., Γ. Λέκκα, ό.π., σελ. 163 επ., Γ. Βαλμαντώνη, Η προσαρμογή ελληνικού οικογενειακού δικαίου στις σύγχρονες ευρωπαϊκές νομοθεσίες, με την καθιέρωση του κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων, ΕλλΔνη 2021, σελ. 1075, Χρηστίδου, ο.π, σελ. 14 επ.). Τέλος, παρέχεται φυσικά στο Δικαστήριο και η δυνατότητα της αποκλειστικής ανάθεσης της άσκησης της επιμέλειας στον ένα γονέα. Η δυνατότητα αυτή πρέπει να επιλέγεται αρχικά σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει ότι ο άλλος γονέας είναι αδιάφορος ή παντελώς ακατάλληλος να ανταποκριθεί στα γονικά του καθήκοντα. Επίσης, στις περιπτώσεις εκείνες που θα ήταν δυνατή η αφαίρεσή της από τον ένα γονέα, λόγω κακής άσκησης (1532 ΑΚ). Τούτο μπορεί να συμβεί ιδίως: α) όταν, σε προγενέστερο χρόνο, ο ένας γονέας υπαίτια δεν συμμορφώθηκε σε αποφάσεις και διατάξεις εισαγγελικών αρχών που αφορούσαν το τέκνο ή σε προϋπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση της γονικής μέριμνας, β) όταν τούτος διαταράσσει τη συναισθηματική σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του ή προκαλεί διάρρηξη της σχέσης του τέκνου με αυτούς, γ) όταν υπαίτια έχει παραβεί τους όρους της συμφωνίας ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, δ) όταν κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης ή και στο πλαίσιο ασφαλιστικών μέτρων, είχε κάνει κακή άσκηση της γονικής μέριμνας ή είχε παραλείψει υπαίτια την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας που του χορηγήθηκε με την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, ε) όταν αδικαιολόγητα αρνήθηκε στο παρελθόν να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο του από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, και στ) όταν καταδικάστηκε, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Τέλος, η λύση της αποκλειστικής ανάθεσης στον ένα γονέα της επιμέλειας είναι η προκρινόμενη και όταν υπάρχει αποδόμηση των προσωπικών σχέσεων των γονέων, ώστε να μη μπορεί να εφαρμοστεί η από κοινού επιμέλεια και ταυτόχρονα είναι αδύνατη και η εφαρμογή της κατανεμημένης επιμέλειας (Χρηστίδου, ο.π., σελ. 16 επ.,). Αν η άσκηση της γονικής μέριμνας μοιραστεί ανάμεσα στους γονείς, λόγω διάστασής τους, ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί η επιμέλεια αποφασίζει μόνος του για τα καθημερινά θέματα του τέκνου, δεν μπορεί, όμως, κατ’ άρθρο 1519 ΑΚ να αποφασίζει μόνος του για θέματα που επηρεάζουν καίρια τη ζωή του τέκνου, ήτοι για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για σημαντικά ζητήματα της υγείας του, καθώς και για ζητήματα που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, για τα οποία απαιτείται κοινή απόφαση των γονέων, διότι η κρίση για σημαντικά ζητήματα παραμένει στο πυρήνα της γονικής μέριμνας, που εν προκειμένω ανήκει και στους δύο (Βαλτούδης, ο.π., αριθμ. 19 επ., Μ. Σταθόπουλος, ο.π.. Πρβλ. υπό το προισχύσαν δίκαιο ΑΠ 1321/1992, Αρμ.48.340, ΕφΘεσ 564/2008, Αρμ 2008.1836). Η νομοτεχνική διάρθρωση των κανόνων της γονικής μέριμνας μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης ή του διαζυγίου ως κανόνας (η από κοινού άσκηση)-εξαίρεση (η κατανομή της άσκησης/ανάθεση της άσκησης στον ένα γονέα) δεν δίδει απόλυτο κανονιστικό προβάδισμα στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας έναντι της άσκησης απ’ τον ένα γονέα, ούτε θεσπίζεται αντίστοιχη νομοθετική επιταγή (Λέκκας, ο.π., αριθμ. 451, ΑΠ 155/2022, δημ. Νόμος. Πρβλ. και Βαλτούδη, ο.π., αριθμ. 18, όπου δίνει το «νομοθετικό» προβάδισμα στη συνεπιμέλεια, κυρίως όμως με τη μορφή της χρονικής κατανομής της άσκησής της). Η κρίση του δικαστηρίου στηρίζεται στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, το οποίο πρέπει να προάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση από την ουσιαστική συμμετοχή και των δυο γονέων στην ανατροφή και στη φροντίδα του (άρθ. 1511 παρ. 1 εδ. α ΑΚ. Βλ. και Κώνστα, Το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου και η ρυθμιστικός του ρόλος μετά τις τροποποιήσεις στο Οικογενειακό Δίκαιο, ΕλΔ 2021.1061, Χρηστίδου, οπ., σελ. 11 επ., ΑΠ 155/2022, δημ. Νόμος και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ΑΠ 1286/2018, ΑΠ 121/2011, ΑΠ 1736/2007, ΕφΑΘ 218/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, στην παρ. 2 του άνω άρθρου, ως γενικός κατευθυντήριος άξονας στην κρίση του δικαστηρίου, ορίζεται η ανάγκη ουσιαστικής συμμετοχής και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου τους και αντίστροφα, η αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς. Επίσης, στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου, ως έτερος γενικός κατευθυντήριος άξονας ορίζεται ότι η δικαστική κρίση θα πρέπει να διαπνέεται από σεβασμό στην ισότητα και προς τους δύο γονείς, χωρίς να προκαταλαμβάνεται και να προβαίνει σε διακρίσεις σχετικές με το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη φυλή, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία καθενός γονέα. Ταυτόχρονα το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο (άρθρο 1511 παρ. 2 ΑΚ), ενώ ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του (άρθρο 1511 παρ. 4 ΑΚ). Το συμφέρον του παιδιού προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες διαβιώνει το παιδί, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητας του παιδιού, δηλαδή κυρίως στη ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, συναισθηματική και ψυχολογική ασφάλεια και σταθερότητα, διανοητική πρόοδο, κοινωνική ένταξη και αποδοχή, υπευθυνότητα, κοινωνική συνείδηση και ανεξαρτησία του παιδιού. Επίσης, το παιδί εξελίσσεται και μαζί του εξελίσσονται οι ανάγκες του και αναπροσδιορίζεται το συμφέρον του. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 155/2022, ΑΠ 952/2007, δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό, επίσης, των ίδιων ως άνω διατάξεων συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν, η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 535/2022, ΑΠ 1218/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 1514 παρ. 3 τελ. Εδ. Α.Κ., ουσιώδους σημασίας είναι και η ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διάκρισης (ΑΠ 822/2022, AΠ 1473/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κριτήριο για την καταλληλότητα ή μη του γονέα να του ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων ακόμα και κατ’ αποκλεισμό του άλλου γονέα μπορεί να αποτελέσει και ο τρόπος άσκησης αυτής μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Έτσι, εάν για παράδειγμα ένας γονέας, ενώ ισχύει η εκ του νόμου πρόβλεψη της συνεπιμέλειας, μολονότι δεν συντρέχει λόγος κατεπείγοντος, λαμβάνει επανειλημμένα πρωτοβουλίες για τη ζωή του παιδιού, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του άλλου γονέα, αν επανειλημμένα δεν ενημερώνει τον άλλο γονέα για ζητήματα που αφορούν το παιδί (π.χ. ζητήματα υγείας, εθισμό στη χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών κ.λ.π.), αν παραπείθει δολίως το παιδί ως προς το ό,τι ο άλλος γονέας είναι επικίνδυνος για τη σωματική ή ψυχική υγεία του, ή αν, ενώ με προσωρινή διαταγή ή απόφαση ασφαλιστικών μέτρων έχει την αποκλειστική επιμέλεια του ανηλίκου, παρεμποδίζει αδικαιολόγητα την επικοινωνία των τέκνων με τον άλλο γονέα, τούτο συνιστά κακή και καταχρηστική άσκηση της γονικής μέριμνας, που λαμβάνεται υπόψη στα πλαίσια του άρθρου 1514 ΑΚ και που είναι δυνατόν να επισύρει ακόμη και τις συνέπειες του άρθρου 1532 ΑΚ (ως «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον γονέα» κατά την έννοια του 1532 παρ. 2 περίπτ. β` ΑΚ ή, εφόσον υπάρχει σχετική, έστω και προσωρινή, δικαστική κρίση, ως υπαίτια παράβαση από τον άλλο γονέα της συμφωνίας ή δικαστικής απόφασης για την επιμέλεια και επικοινωνία του παιδιού κατά την έννοια του 1532 παρ. 2 περίπτ. α και γ` ΑΚ). Κι αυτό, γιατί η συστηματική και κατ’ επανάληψη παρεμπόδιση της συμμετοχής του άλλου γονέα στην από κοινού άσκηση της επιμέλειας ή της επικοινωνίας του με το τέκνο του μπορεί να οδηγήσει σε αποκοπή του τέκνου από τον γονέα με τον οποίο αυτό δε διαμένει μαζί, κατάσταση που συνιστά γονική αποξένωση και οδηγεί σε δομικές ανισορροπίες και σε τελική ανάλυση στη συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού (βλ. Χριστίνα Σταμπέλου, σχόλια κάτω από την ΠΠΑ 124/2021, ΕφΑΔ & ΠολΔ 2021, σελ. 193, Δεμερτζή Κ., Γονική Αποξένωση: μια προσέγγιση από την άποψη της θεωρίας των διαπραγματεύσεων, ΕφΑΔΠολΔ 2010.384 επ.. , Χρηστίδου, ο.π., σελ. 12, ΕφΠειρ 298/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1520 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ν. 4800/2021, προβλέπεται ότι ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση.

Με την ως άνω ρύθμιση δηλώνεται πανηγυρικά ότι η επικοινωνία συνιστά δικαίωμα και παράλληλα και υποχρέωση του δικαιούχου γονέα. Η ως άνω αναφορά του νόμου σε υποχρέωση ερμηνεύεται ως αναγνώριση του λειτουργικού χαρακτήρα του δικαιώματος της επικοινωνίας, έχει συμβολικό και κατευθυντήριο ρόλο για τους γονείς και δεν εισάγει αγώγιμη αξίωση για εξαναγκασμό του γονέα σε επικοινωνία. Για την εφαρμογή του άρθρου 1520 ΑΚ σημασία έχει μόνο το γεγονός ότι ο γονέας μένει χωριστά από το τέκνο ανεξάρτητα από το αν ασκεί από κοινού με τον άλλο γονέα την επιμέλεια. Επίσης, προβλέπεται ως ειδική υποχρέωση του γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο, η διευκόλυνση και η προώθηση της επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα, η οποία νοείται ως η εμφύσηση στο παιδί καλών αισθημάτων για τον άλλο γονέα και η καλή συνεργασία προκειμένου να καθοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας.

Επισημαίνεται ότι η επικοινωνία περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή του γονέα με το τέκνο, όσο και τη διαμονή του τέκνου στην οικία του. Καθίσταται έτσι σαφές ότι η επικοινωνία δεν περιλαμβάνει μόνο τη διαμονή του παιδιού στην οικία του γονέα, αλλά και άλλες μορφές επαφής, με φυσική παρουσία (λ.χ. ο γονέας δειπνεί με το παιδί ή το συνοδεύει σε δραστηριότητες) ή όχι (λ.χ. βιντεοκλήση, απλή τηλεφωνική επικοινωνία). Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του νέου άρθρου 1520 Α.Κ. «Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου.» Με την ως άνω ρύθμιση επιχειρείται η οριοθέτηση ενός ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα που δεν διαμένει, γεγονός το οποίο συμβάλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και της ψυχικής υγείας του ανήλικου.

Έτσι, ο εύλογος χρόνος επικοινωνίας τεκμαίρεται μαχητά, από μόνη τη γονεϊκή ιδιότητα ενός προσώπου, ότι πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον «στο ένα τρίτο (1/3) του «συνολικού χρόνου» του παιδιού». Το τεκμήριο είναι μαχητό, με συνέπεια ο άλλος γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο να δύναται να αποδείξει ότι αυτός ο χρόνος επικοινωνίας δεν είναι ο προσήκων για το συμφέρον του παιδιού και πρέπει να μειωθεί λόγω των ειδικών συνθηκών διαβίωσης, όπως οι σχολικές υποχρεώσεις, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του. Ομοίως ο γονέας που αιτείται μικρότερο χρόνο επικοινωνίας από το 1/3 που προβλέπει το άρθρο 1520 ΑΚ έχει το βάρος απόδειξης ότι τούτο είναι δικαιολογημένο, με βάσει τις συνθήκες διαβίωσης και το συμφέρον του τέκνου (λ.χ. ηλικία, ειδικές ανάγκες, σχολικές υποχρεώσεις), όχι όμως και του δικαιούχου γονέα (λ.χ. επαγγελματικές ενασχολήσεις, φόρτος εργασίας, νέα οικογένεια, παιδί από άλλη σχέση), ο οποίος πρέπει, κατ` αρχήν, να του αφιερώνει το 1/3 του συνολικού του χρόνου, άλλως στοιχειοθετείται, κατά περίπτωση, κακή άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας και του δικαιώματος της γονικής μέριμνας, λόγω του λειτουργικού τους χαρακτήρα.

Όμως, η αυστηρή τυπική λειτουργία του νόμιμου μαχητού τεκμηρίου, που θα επέβαλλε το βάρος απόδειξης, για το εύρος και το περιεχόμενο της επικοινωνίας, αποκλειστικά στους διαδίκους γονείς, δεν συνάδει με τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου και τη σταθερή προσήλωσή του προς συμφέρον του παιδιού, ιδίως όταν η ρύθμιση των εν λόγω ζητημάτων γίνεται ετερόνομα από το δικαστήριο και όχι αυτόνομα από τους γονείς. Υποστηρίζεται, λοιπόν, σχετικώς ότι οι λόγοι που αφορούν το συμφέρον του τέκνου και επιβάλλουν μεγαλύτερο ή μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, μπορούν να εξειδικεύονται μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι πρόκειται στην ουσία για εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου, η οποία, ως τέτοια, μπορεί και πρέπει να εξειδικευτεί μέσω των αποδείξεων και με εφαρμογή των διδαγμάτων της κοινής πείρας.

Προς υποστήριξη της ως άνω θέσης συνηγορεί όχι μόνον ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του συστήματος του οικογενειακού δικαίου, αλλά και η γραμματική διατύπωση του άρθρου 1520 Α.Κ.: «ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας». Η διατύπωση αυτή του νέου άρθρου αντιπαραβάλλεται διαζευκτικός προς το αίτημα του γονέα, άρα περιλαμβάνει και τη δυνατότητα του δικαστηρίου να ρυθμίσει ex officio την επικοινωνία διαφορετικά, όταν επιβάλλεται από το συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Άλλωστε και στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4800/2021 αναφέρεται ότι η καθιέρωση του ανωτέρω τεκμηρίου στοχεύει «στη δημιουργία μιας υπαρκτής βάσης διαλόγου μεταξύ των γονέων» και δεν διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη για θέσπιση ενός αυστηρού νομικού τεκμηρίου προς αντιστροφή του βάρους απόδειξης υπέρ του δικαιούχου γονέα. Η ως άνω θέση προκρίνεται ως ορθότερη διότι το συμφέρον του τέκνου κατά το άρθρο 1511 ΑΚ αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα σταθερό γνώμονα για την εφαρμογή του άρθρου 1520 ΑΚ, εκτός της εξουσίας διάθεσης των διαδίκων γονέων, όταν το δικαστήριο καλείται να ρυθμίσει ετερόνομα την επικοινωνία, σε περίπτωση που οι γονείς διαφωνούν ως προς το εύρος και τους όρους της ή σε περίπτωση που η συμφωνία των γονέων δεν είναι νόμιμη. Άλλωστε, η στάθμιση και αξιολόγηση των συμφερόντων των γονέων και του τέκνου μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική ad hoc διευθέτηση του χρόνου και τρόπου επικοινωνίας από αυτή που προτείνουν στο Δικαστήριο οι διάδικοι γονείς ή τεκμαίρεται ex ante και in abstracto ως ωφέλιμη από το άρθρο 1520 παρ. 1 εδ.γ` ΑΚ. Το συμφέρον του τέκνου, ως κριτήριο για τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, που εξειδικεύεται από το δικαστήριο ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, συνεκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν με βάση αξιολογικά κριτήρια, αντλούμενα από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και παιδοψυχιατρικής. Σύμφωνα δε με το νέο αναθεωρημένο πλαίσιο για τις σχέσεις γονέων – τέκνων, που θεσπίστηκε με τον ν. 4800/2021, για την εξειδίκευση του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα του τέκνου, καθώς και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθέναν από αυτούς, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους δεσμούς του τέκνου με καθέναν από τους γονείς, τυχόν συμφωνίες των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας (άρθρο 1514 παρ.3 ΑΚ), την ικανότητα και πρόθεση καθενός γονέα να σέβεται τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά του γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, τη συμμόρφωση του κάθε γονέα με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, με δικαστικές αποφάσεις, με εισαγγελικές διατάξεις και με προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα (άρθρο 1511 παρ.2 εδ. β` ΑΚ). Περαιτέρω, ο υπολογισμός του ενός τρίτου (1/3) του χρόνου του συνολικού χρόνου του παιδιού πρέπει κατά κανόνα να ερμηνευτεί ως το ένα τρίτο (1/3) της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κ.ο.κ.), χωρίς να ενδιαφέρει ο στενός εννοιοκρατικός και μαθηματικός υπολογισμός του 1/3 εκ του συνόλου των ημερών ενός έτους (Βαλτούδης, ο.π., αριθμ. 30 επ.). Στη συνέχεια της παρ. 1 εξειδικεύεται η έννοια της επικοινωνίας: αυτή περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή του γονέα με το τέκνο, όσο και τη διαμονή του τέκνου στην οικία του. Καθίσταται έτσι σαφές, ότι η επικοινωνία δεν περιλαμβάνει μόνο τη διαμονή του παιδιού στην οικία του γονέα, αλλά και άλλες μορφές επαφής, με φυσική παρουσία (λ.χ. ο γονέας δειπνεί με το παιδί ή το συνοδεύει σε δραστηριότητες) ή όχι (λ.χ. βιντεοκλήση, απλή τηλεφωνική επικοινωνία).

Ωστόσο, η επικοινωνία χωρίς φυσική παρουσία δεν προσμετράται για τον υπολογισμό του 1/3, όπως ρητά προβλέπεται στο 3ο εδάφιο της παρ. 1. Στο σημείο αυτό θα πρέπει άλλωστε να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν το άρθρο 1520 παρ. 1 εδ. α ΑΚ κάνει λόγο για κατά το δυνατό ευρύτερη επικοινωνία στην οποία περιλαμβάνεται και η διαμονή στην οικία του δικαιούχου (κάτι που αφορά τον τόπο της επικοινωνίας), οι λέξεις όμως «κατά το δυνατό» υποδηλώνουν αυτό που είναι και αυτονόητο: ότι η διαμονή στην οικία του δικαιούχου συνήθως είναι επιθυμητή από αυτόν, δεν είναι όμως πάντα απεριόριστα δυνατή. Η επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα βέβαια δεν πρέπει να διαταράσσει την «καθημερινότητα» του παιδιού (1520 παρ. 1 εδ. γ` ΑΚ). Αυτό σημαίνει ότι ο γονέας που επιδιώκει διευρυμένη επικοινωνία έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να υλοποιήσει το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του παιδιού, που έχει συμφωνηθεί από τους δύο γονείς ή οριστεί από το δικαστήριο. Πλην, όμως, η μέριμνα να μη διαταραχθεί η σχολική τους φοίτηση και καθημερινότητα δεν θα πρέπει να οδηγεί στη λύση τα παιδιά να διαμένουν όλες τις εργάσιμες ημέρες με τον έχοντα την επιμέλεια γονέα και όλα τα Σαββατοκύριακα και διακοπές με τον άλλο γονέα, με αποτέλεσμα μεγάλες στρεβλώσεις στην ανάπτυξη της σχέσης τους με καθένα από τους δύο. Τούτο δε διότι θα βιώνουν μία απολύτως διχοτομική κατάσταση, όπου ο περιορισμένος χρόνος τους με τον έχοντα την επιμέλεια γονέα (λόγω σχολείου, μελέτης, εξωσχολικών δραστηριοτήτων, και ταυτόχρονα εργασίας και οικιακών δραστηριοτήτων του γονέα) θα χαρακτηρίζεται από υποχρεώσεις και όρια ενώ ο ποιοτικός χρόνος που θα περνούν με τον άλλο γονέα θα έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την ευχαρίστηση. Πηγή: 25/2024 ΕΦ ΑΘΗΝ.

Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί