Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Αίτημα επίδειξης εγγράφων κατ’ άρθ. 450 – 451 ΚΠολΔ – Προϋποθέσεις παραδεκτής και σύννομης προβολής αυτού

Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο μπορεί να ζητήσει την επίδειξη, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον. Η επίδειξη του εγγράφου μπορεί να ζητηθεί και με τις προτάσεις για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 414/2016), όχι όμως και με τη προσθήκη σε αυτές μετά τη συζήτηση της έφεσης. Και τούτο διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4335/2015, και εφαρμόζεται και στη κατ’ έφεση δίκη κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η μετά τη συζήτηση της έφεσης προσθήκη στις προτάσεις των διαδίκων περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ. 2 του ίδιου Κώδικος, και κατά συνέπεια δεν είναι παραδεκτή η με την προσθήκη υποβολή νέου αιτήματος που κατά νόμο μπορούσε να υποβληθεί και με τις προτάσεις, όπως είναι το αίτημα προς επίδειξη εγγράφων.

Εξάλλου, σε περίπτωση άρνησης του κατόχου του εγγράφου να το επιδείξει δεν τεκμαίρεται ότι το αντικείμενο της απόδειξης αποδείχθηκε, αλλά το Δικαστήριο κρίνει ελευθέρως εάν αυτό πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ή όχι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 366 του ΚΠολΔ, στην οποία παραπέμπει ρητώς η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 452 του ΚΠολΔ (ίδετε σχετ. ΑΠ 835/1987). Προσέτι, η παράλειψη του Δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου θεμελιώνει τον ανωτέρω από τον αριθμό 9 περ. γ΄ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η αίτηση επίδειξης ήταν παραδεκτή και σύννομη, ήτοι α) εφόσον υποβλήθηκε με παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις στο Δικαστήριο της ουσίας, β) με αυτή γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο του αιτούντος, γ) προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και δ) εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ίδετε σχετ. ΑΠ 414/2016, ΑΠ 808/2015, ΑΠ 1045/2004). Ως εκ τούτου, αν το Δικαστήριο της ουσίας παραλείψει να αποφανθεί επί απαράδεκτης, αόριστης ή μη νόμιμης αίτησης για επίδειξη εγγράφου δεν υποπίπτει στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 περ. γ Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, ήτοι δεν αφήνει αίτηση αδίκαστη (ΑΠ 414/2016, ΑΠ 1625/2014).

Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, ο Άρειος Πάγος, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1180/2017 αποφάσεώς του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποφάνθηκε ότι το εκεί κρινόμενο αίτημα επίδειξης εγγράφων είχε υποβληθεί για πρώτη φορά μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και συγκεκριμένα με την προσθήκη στις προτάσεις της εκεί αναιρεσείουσας, ενώ δεν είχε υποβληθεί προφορικά από την τελευταία κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, έκρινε ότι το αίτημα επίδειξης εγγράφων δεν είχε υποβληθεί παραδεκτώς ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, εφόσον υποβλήθηκε για πρώτη φορά μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Πέραν τούτου, η προρρηθείσα απόφαση έκρινε ότι το ως άνω αίτημα ήταν και αόριστο, αφού «[…] σε αυτό δεν γινόταν ρητή επίκληση της κατοχής των ανωτέρω εγγράφων από την εφεσίβλητη Τράπεζα, ούτε μνεία τυχόν υπάρχουσας επιχειρησιακής πρακτικής συνισταμένης στην υπογραφή των εκκαθαριστικών μισθοδοσίας και του βιβλίου αδειών από το προσωπικό της εφεσίβλητης Τράπεζας κατά την σε αυτό πληρωμή των αποδοχών του και κατά τη λήψη της αδείας του αντιστοίχως, λαμβανομένου υπόψη ότι τόσο κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν. 1082/1980, όσο και κατά τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945, όπως αυτές ίσχυαν την επίδικη χρονική περίοδο των ετών 2001 έως 2005, η υπογραφή του εργαζομένου κατά την πληρωμή των αποδοχών του ή κατά τη λήψη από αυτόν της ετήσιας αδείας του δεν αποτελούσαν κατά νόμο στοιχείο των εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας που μπορούσε άλλωστε να εκδοθεί και μηχανογραφικά, ούτε του βιβλίου αδειών […]». Επομένως, με τις ως άνω σκέψεις κρίθηκε ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε κατά νόμο υποχρέωση να αποφανθεί επί του πιο πάνω αιτήματος επίδειξης εγγράφων και κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος αναίρεσης κρίθηκε απορριπτέος.

Αγγελική Πολυδώρου, δικηγόρος

email: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί