Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου – Ποιες ενστάσεις δύνανται να προβληθούν από τον υποσχεθέντα έναντι του τρίτου

Βάσει της αρχής της σχετικότητας, η ενοχή που παράγεται από τη σύναψη μιας σύμβασης δεσμεύει κατ’ αρχήν μόνο τους συμβαλλομένους/μέρη και δεν παράγει δικαιώματα ή υποχρεώσεις για αμέτοχους τρίτους, είναι res inter alios acta[1]. Ωστόσο, η αρχή αυτή κάμπτεται ως προς την παραγωγή δικαιωμάτων για τρίτους με το πλέγμα των διατάξεων 410-415 ΑΚ. Η κάμψη αυτή χωρεί χάριν της αρχής της αυτονομίας της βούλησης του προσώπου και του καρπού αυτής, ήτοι της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ), για την εξυπηρέτηση των αναγκών των σύγχρονων συναλλαγών.

Έτσι, αναγνωρίζεται και ρητά ρυθμίζεται στα άρθρα 410 επ. ΑΚ η σύμβαση υπέρ τρίτου, ήτοι η σύμβαση στην οποία τα μέρη συμφωνούν ότι κάποιο έννομο αποτέλεσμα-συνέπεια θα επέλθει στο πρόσωπο του τρίτου. Στη σύμβαση υπέρ τρίτου διακρίνουμε: αυτόν που δεσμεύεται (υποσχεθείς) να προβεί σε κάποια παροχή (που μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη) προς τον τρίτο τον αντισυμβαλλόμενο που δέχεται την υπόσχεση του πρώτου για παροχή (δέκτης της υπόσχεσης) και τον τρίτο στον οποίο οι δύο πρώτοι συνομολογούν να γίνει η καταβολή της παροχής. Η σχέση που συνδέει τον υποσχεθέντα με το δέκτη της υπόσχεσης ονομάζεται σχέση κάλυψης, ενώ η σχέση μεταξύ του τρίτου και του δέκτη της υπόσχεσης, σχέση αξίας. Με κριτήριο το εάν γεννάται στο πρόσωπο του αμέτοχου τρίτου άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα να απαιτήσει ο ίδιος την παροχή προς εαυτόν, οι συμβάσεις υπέρ τρίτου διακρίνονται σε γνήσιες και μη γνήσιες[2].

Ειδικότερα, γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άλλως τέλεια ή δικαιωματική), η οποία συνιστά και το αντικείμενο της ρύθμισης των άρθρων 410 επ. ΑΚ, συνάπτεται όταν ο τρίτος αποκτά άμεσο, αυτοτελές και αυθύπαρκτο δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα την παροχή. Η μετακίνηση της περιουσιακής ωφέλειας, στην περίπτωση αυτή, από τον υποσχεθέντα στον τρίτο επέρχεται απευθείας, χωρίς τη διέλευσή της από την περιουσία του δέκτη της υπόσχεσης. Η κτήση του δικαιώματος του τρίτου είναι αυτοδίκαιη, ήτοι χωρίς δικαιοπρακτική δήλωση αυτού[3]. Συνεπώς, εκτός από το δικαίωμα του δέκτη της υπόσχεσης να απαιτήσει την καταβολή προς τον τρίτο, υφίσταται και ένα ανεξάρτητο δικαίωμα του τρίτου να απαιτήσει ο ίδιος κατευθείαν την καταβολή της παροχής από τον υποσχεθέντα, υπό την έννοια ότι το περί ου ο λόγος δικαίωμα γεννιέται αμέσως στο πρόσωπό του (411 ΑΚ). Το δικαίωμα αυτό υφίσταται παράλληλα με το δικαίωμα του δέκτη της υπόσχεσης, χωρίς ωστόσο να έχουμε ενεργητική εις ολόκληρον οφειλή, καθώς ο δέκτης της υπόσχεσης μπορεί να απαιτήσει την καταβολή της παροχής μόνο προς τον τρίτο και όχι προς τον εαυτό του. Ο τρίτος δε θεωρείται ειδικός διάδοχος του δέκτη της υπόσχεσης, αλλά δικαιούχος ιδίω ονόματι[4]. Σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται συμβαλλόμενος, ούτε υπεισέρχεται στη θέση του δανειστή, ακόμη και μετά τη σύμφωνα με το 412 ΑΚ δήλωσή του ότι θα ασκήσει το δικαίωμά του. Υπέχει θέση «οιονεί δανειστή» από σύμβαση, οπότε και δικαιούται να αξιώσει τη συμφωνηθείσα παροχή. 

Όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των τριών ως άνω μερών[5], λεκτέα τα ακόλουθα: α) Εν πρώτοις, αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ υποσχεθέντος και δέκτη της υπόσχεσης, αυτοί συνδέονται με τη σύμβαση υπέρ τρίτου, η οποία περιέχει και την αιτία (causa) για την οποία ο υποσχεθείς καταβάλλει στον τρίτο. Η καταβολή γίνεται στον τρίτο, γιατί ο υποσχεθείς «καλύπτεται» από τη συμβατική σχέση του προς το δέκτη της υπόσχεσης, η οποία έτσι καλείται σχέση κάλυψης (όρος γερμανικής προέλευσης: Deckungsverhältnis). Η σχέση κάλυψης μπορεί να είναι επαχθής δικαιοπραξία (συνήθως αμφοτεροβαρής σύμβαση) ή χαριστική: Ο υποσχεθείς καταβάλλει στον τρίτο, επειδή πήρε ή θα πάρει αντάλλαγμα από το δέκτη της υπόσχεσης ή επειδή θέλει να προβεί σε ελευθεριότητα προς αυτόν. Ενόψει των ως άνω, τις σχέσεις υποσχεθέντος και δέκτη της υπόσχεσης τις ρυθμίζει η σύμβαση κάλυψης, που είναι η ίδια η σύμβαση υπέρ τρίτου, ήτοι μια κανονική υποσχετική σύμβαση, η οποία απλώς περιέχει τον πρόσθετο όρο ότι η παροχή του ενός δε θα γίνει στον αντισυμβαλλόμενο αλλά σε τρίτον. Ο δέκτης της υπόσχεσης έχει και αυτός από τη σύμβαση, παράλληλα με τον τρίτο, αξίωση εκπλήρωσης κατά του υποσχεθέντος. Μπορεί να ζητήσει, όμως, την καταβολή μόνο στον τρίτο, και όχι στον εαυτό του. β) Όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ δέκτη της υπόσχεσης και τρίτου, η αιτία για την οποία ο τρίτος, καίτοι ξένος προς τη σύμβαση υπέρ τρίτου, δικαιούται να εισπράξει από τον υποσχεθέντα, εντοπίζεται στη σχέση του τρίτου προς το δέκτη της υπόσχεσης. Η σχέση αυτή θα είναι συνήθως σύμβαση (επαχθής ή χαριστική), βάσει της οποίας ο δέκτης της υπόσχεσης όφειλε στον τρίτο. Ο τελευταίος, δηλαδή, είχε μία απαίτηση, μία «αξία» κατά του δέκτη της υπόσχεσης. Κατά τούτο, η σχέση τους καλείται σχέση αξίας (Valutaverhältnis). γ) Τέλος, εν αντιθέσει προς τις δύο ανωτέρω διμερείς σχέσεις, ως ήδη ελέχθη υποσχεθείς και τρίτος δε συνδέονται με απευθείας συμβατική σχέση, αλλά ο τρίτος υπέχει θέση οιονεί δανειστή. Το άμεσο και αυτοτελές δικαίωμα του τρίτου (εννοείται στη γνήσια σύβαση υπέρ τρίτου) κατά του υποσχεθέντος να ζητήσει την παροχή αντλείται από τη σύμβαση υπέρ τρίτου και δικαιολογείται με τη σχέση αξίας.

Ενόψει των ανωτέρω, αφ’ ης στιγμής το δικαίωμα του τρίτου ερείδεται και πηγάζει αποκλειστικά από τη σύμβαση μεταξύ υποσχεθέντος και δέκτη της υπόσχεσης, φυσικό είναι να μην μπορεί ο υποσχεθείς να αντιτάξει κατά του τρίτου όλες τις ενστάσεις που τυχόν έχει κατά του δέκτη της υπόσχεσης, παρά μόνο εκείνες που θεμελιώνονται στη σύμβαση[6]. Τούτο το βασικό κανόνα διατυπώνει η διάταξη του άρθρου 414 ΑΚ, η οποία αφορά στη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου και ορίζει ότι «Αυτός που υποσχέθηκε έχει το δικαίωμα να αντιτάξει και απέναντι στον τρίτο ενστάσεις από τη σύμβαση». Με τον όρο «ενστάσεις εκ της συμβάσεως» πρέπει να νοηθούν όλα τα μέσα αμύνης (γνήσιες και καταχρηστικές ενστάσεις) που απορρέουν υπέρ του υποσχεθέντος κατά του δέκτη της υπόσχεσης από τη σύμβαση[7]. Ειδικότερα, σαν «ενστάσεις εκ της συμβάσεως» πρέπει να θεωρηθούν: α) η ένσταση ακυρότητας (ένεκα αντιθέσεως στα χρηστά ήθη, εικονικότητας, ελλείψεως τύπου ή δικαιοπρακτικής ικανότητας κ.λπ.[8]), β) η ένσταση ακυρωσίας της σύμβασης ένεκα πλάνης, απάτης ή απειλής, γ) η ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (374 ΑΚ), εφόσον ο δέκτης της υπόσχεσης δεν κατέβαλε τη συμφωνηθείσα αντιπαροχή[9] ο τρίτος όμως μπορεί να καταβάλει αυτός τα οφειλόμενα (317 ΑΚ) και έτσι να εξουδετερώσει την ένσταση, δ) η ένσταση επισχέσεως (326 ΑΚ), εφόσον υπάρχει συνάφεια της απαιτήσεως για την οποία ασκείται με τη σύμβαση υπέρ τρίτου, ε) η ένσταση μείωσης του τιμήματος (540 ΑΚ), στ) η ένσταση ανυπαίτιας αδυναμίας παροχής (336, 380 ΑΚ) ή αδυναμίας παροχής από πταίσμα του δέκτη της υπόσχεσης (381 ΑΚ) ή ακόμη και του ίδιου του τρίτου, ζ) η ένσταση υπερημερίας του δέκτη της υπόσχεσης, η) η ένσταση υπαναχώρησης του υποσχεθέντος (η δήλωση της υπαναχώρησης, όμως, γίνεται προς το δέκτη της υπόσχεσης και αντισυμβαλλόμενο του υποσχεθέντος), θ) η ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος (300 ΑΚ) του δέκτη της υπόσχεσης, ασφαλώς δε και του ίδιου του τρίτου. Προσέτι, ο υποσχεθείς έχει δικαίωμα προβολής κατά του τρίτου ενστάσεων που έχει προσωπικά ο ίδιος εναντίον του τρίτου (λ.χ. προβολή σε συμψηφισμό κατά της αξιώσεως του τρίτου προς παροχή, ιδίας ομοειδούς κατ’ αντικείμενο και ληξιπρόθεσμης ανταπαίτησης που έχει ο υποσχεθείς κατά του τρίτου).

Τουναντίον, δεν είναι «εκ της συμβάσεως» και, άρα, δεν μπορούν να προταθούν κατά του τρίτου, αφενός οι ενστάσεις που είναι σχετικές με το πρόσωπο του δέκτη της υπόσχεσης και αφετέρου οι ενστάσεις που απορρέουν από τις ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ του δέκτη της υπόσχεσης και του τρίτου (ήτοι από τη σχέση αξίας)[10]. Έτσι, δεν μπορούν να αντιταχθούν κατά του τρίτου από τον υποσχεθέντα λ.χ.: α) η ένσταση συμψηφισμού με ανταπαίτηση του υποσχεθέντος κατά του δέκτη της υπόσχεσης, β) οι ενστάσεις από άλλη σύμβαση με το δέκτη της υπόσχεσης, μεταγενέστερη της σύμβασης υπέρ τρίτου (όπως για παράδειγμα σύμβαση αφέσεως, συμβιβασμού, χορήγησης προθεσμίας για την εκπλήρωση της παροχής), γ) η ένσταση καταβολής στο δέκτη της υπόσχεσης, δ) η ένσταση δεδικασμένου, το οποίο επέτυχε ο υποσχεθείς κατά του δέκτη της υπόσχεσης.

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Ι. Κ Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Σχόλια – Νομολογία, Ενοχικό Δίκαιο, Άρθρα 287-495, Τόμος Τρίτος, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 2006, σελ. 668 επ. (Εισαγωγικές Παρατηρήσεις για τη σύμβαση υπέρ τρίτου και σε βάρος τρίτου).

[2] Το άρθρο 411 ΑΚ εισάγει ερμηνευτικό κανόνα υπέρ της μη γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου. Συγκεκριμένα, ο υπέρ ου (τρίτος) αποκτά το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή απευθείας από αυτόν που υποσχέθηκε, αν αυτό προκύπτει από τη θέληση των μερών που έχουν συμβληθεί ή συνάγεται από τη φύση και το σκοπό της σύμβασης. Συνεπώς, σε περίπτωση αμφιβολίας, ο τρίτος δεν αποκτά τέτοιο δικαίωμα και η σύμβαση μεταξύ των μερών είναι μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου.

[3] Βλ. Α. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Ερμηνεία-Νομολογία Αστικού Κώδικα (Κατ’ άρθρο), Τόμος Β΄, Γενικό Ενοχικό, Άρθρα 287-495, Αθήνα 2003, σελ. 457 επ. (υπό άρθρο 410).

[4] Βλ ΑΠ 7637/1988, ΕΕΝ 1989, σελ. 386, ΕφΘεσσ 465/1979, Αρμ 1980, σελ. 594, ΕφΑθ 5798/1979, ΕΔΠ 1982, σελ. 60, ΑΠ 907/1977, ΝοΒ 26, σελ. 373.

[5] Βλ. Μ. Π. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σελ. 561 επ..

[6] Βλ. Α. Σ. Γεωργιάδη – Μ. Π. Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο – Νομολογία – Βιβλιογραφία, Τόμος ΙΙ, Γενικό Ενοχικό, Δίκαιο & Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, 1979, σελ. 442 επ. (υπό άρθρο 414).

[7] Βλ. ΑΠ 685/1966, ΝοΒ 15, σελ. 627.

[8] Βλ. ΕφΘεσσ 927/1979, Αρμ 1980, σελ. 22, ΕφΑθ 227/1956, ΝοΒ 4, σελ. 222.

[9] Βλ. ΕφΠατρ 1072/1997, ΑχΝομ 1998, σελ. 76, ΕφΑθ 1690/1980, Αρμ 35, σελ. 370, ΠρΛαρ 203/1973, ΑρχΝ 24, σελ. 476, ΠρΑθ 7009/1958, ΑρχΝ 10, σελ. 70, ΠρΘεσσ 8/1955, ΝοΒ 3, σελ. 260.

[10] Βλ. ΕφΑθ 7627/1975, ΝοΒ 24, σελ. 632, ΑΠ 685/1966, ΝοΒ 15, σελ. 627.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί