Η αυτοδύναμη προστασία της νομής (ΑΚ 985): έννοια και προϋποθέσεις – Πότε στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα της «αυτοδικίας» (331 ΠΚ);
Σύμφωνα με το άρθρο ΑΚ 985 § 1 «Ο νομέας έχει δικαίωμα να αποκρούσει με τη βία κάθε διατάραξη ή απειλούμενη αποβολή από τη νομή. Περαιτέρω, κατά την § 2 του άρθρου αυτού «Ο νομέας κινητού, από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα, έχει δικαίωμα να το ξαναπάρει με τη βία από το δράστη που συλλαμβάνεται ή καταδιώκεται επ’ αυτοφώρω, ενώ κατά την § 3 «Ο νομέας ακινήτου, από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα έχει δικαίωμα να το ξαναπάρει με τη βία αμέσως μετά την αποβολή». Τέλος, κατά την § 4 του ως άνω άρθρου «Τα ίδια δικαιώματα έχει ο νομέας που προσβλήθηκε και κατά των διαδόχων κατά των οποίων αντιτάσσεται το επιλήψιμο της νομής».
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα:
1ον) Ότι το πρόσωπο, του οποίου η νομή επί πράγματος προσβάλλεται με διατάραξη ή με απειλούμενη αποβολή, έχει το λεγόμενο δικαίωμα υπεράσπισης της νομής ή δικαίωμα άμυνας (§ 1), ήτοι το δικαίωμα του νομέα να αποκρούσει με τη βία την γενόμενη προσβολή της νομής του, με σκοπό να διατηρήσει τη νομή που υπήρχε πριν επέλθει η τελικώς αποκρουόμενη προσβολή.
2ον) Ότι ο έχων τη νομή κινητού ή ακινήτου, από τον οποίο αφαιρέθηκε η νομή του κινητού ή ακινήτου παράνομα, έχει το λεγόμενο δικαίωμα αποκατάστασης της νομής ή δικαίωμα αυτοδικίας (§§ 2, 3), ήτοι το δικαίωμα του νομέα να ξαναπάρει από το δράστη -με τη χρήση βίας- το κινητό πράγμα που του αφαίρεσε παράνομα ή να (αντ)εκβάλει τον καταπατητή από το ακίνητο, απορρίπτοντας τα πράγματα που ενδεχομένως εισκόμισε σε αυτό, με σκοπό την αυτοδύναμη ανάκτηση της προσωρινώς απολεσθείσας νομής του.
Η αναγνώριση στο νομέα των δικαιωμάτων υπεράσπισης και αποκατάστασης της νομής του έχει ως προϋπόθεση την σε κάθε περίπτωση τήρηση του αναγκαίου για την επίτευξη του εκάστοτε σκοπού μέτρου βίας. Μόνον όταν η χρήση βίας γίνεται μέσα στα όρια και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, δεν αποτελεί παράνομη πράξη και συνεπώς δεν κολάζεται ποινικά, μήτε και γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, κατά το άρθρο ΑΚ 914. Έτσι, το δικαίωμα αυτοδύναμης προστασίας της νομής επί κινητών και επί ακινήτων συνιστά λόγο άρσης του αδίκου / παρανόμου της κατά περίπτωση τελούμενης άδικης πράξης (π.χ. των πράξεων που τιμωρούνται στα άρθρα 330 ΠΚ και 331 ΠΚ), ως αποτελούσης ενάσκηση δικαιώματος (βλ. άρθρο 20 ΠΚ), ότι δηλαδή παρόλο που, κατ’ αρχήν, κάθε μορφής βία στις μεταξύ των προσώπων σχέσεις είναι πράξη αντικειμενικώς άδικη / παράνομη, ειδικά στην περίπτωση της αυτοδύναμης ανάληψης της νομής, η χρησιμοποιούμενη βία δεν είναι τελειωτικά άδικη / παράνομη, καθόσον αίρεται ο άδικος / παράνομος χαρακτήρας αυτής, και συνεπώς δεν κολάζεται ποινικά, ούτε και γεννά υποχρέωση αποζημίωσης (βλ. ΠΛΗΜΜΣΥΡ 3/1994 ΤΝΠ Νόμος).
Περαιτέρω, το δικαίωμα υπεράσπισης της νομής ή δικαίωμα άμυνας του άρθρου ΑΚ 985 § 1 δεν πρέπει να συγχέεται με το γενικότερο δικαίωμα άμυνας του άρθρου ΑΚ 284, και το δικαίωμα αποκατάστασης της νομής ή δικαίωμα αυτοδικίας του άρθρου ΑΚ 985 §§ 2, 3 δεν πρέπει να συγχέεται με το γενικότερο δικαίωμα αυτοδικίας του άρθρου ΑΚ 282. Τα δικαιώματα υπεράσπισης και αποκατάστασης της νομής του ΑΚ 985 δεν συμπίπτουν με τα γενικότερα δικαιώματα άμυνας και αυτοδικίας των ΑΚ 282 – 284, αλλά είναι άλλοτε ευρύτερα και άλλοτε αυστηρότερα απ’ αυτά. Έτσι, το ειδικότερο δικαίωμα υπεράσπισης της νομής του ΑΚ 985 § 1 είναι ευρύτερο από το γενικότερο δικαίωμα άμυνας του άρθρου ΑΚ 284, διότι το πρώτο έχει ως μόνη προϋπόθεση την ύπαρξη απλώς αντικειμενικής προσβολής της νομής, διατάραξης δηλαδή ή απειλούμενης αποβολής, με την έννοια της ΑΚ 984, και όχι κατ’ ανάγκη την ύπαρξη επίθεσης παρούσας και άδικης, είναι δε αδιάφορο αν η προσβολή οφείλεται σε ανθρώπινη ενέργεια ή σε τυχαίο γεγονός ή αν ο προσβολέας ενήργησε με δόλο, με καλή πίστη ή από πλάνη. Αυτό σημαίνει ότι ο νομέας ακινήτου έχει το κατ’ άρθρο ΑΚ 985 § 1 δικαίωμα να διώξει από το ακίνητό του π.χ. τα ζώα του γείτονα που έχουν εισβάλλει σε αυτό, καίτοι δεν υπάρχει ανθρώπινη ενέργεια και συνεπώς επίθεση, με την έννοια του ΑΚ 284. Επίσης, το κατ’ άρθρο ΑΚ 985 §§ 2,3 δικαίωμα αποκατάστασης της νομής δεν προϋποθέτει, όπως η αυτοδικία του άρθρου ΑΚ 282, να μη μπορεί να φθάσει εγκαίρως η βοήθεια της αρχής και να υπάρχει κίνδυνος από την αναβολή να ματαιωθεί ή να καταστεί ουσιωδώς δυσχερής η πραγμάτωση της αξίωσης. Απ’ την άλλη, το δικαίωμα αποκατάστασης της νομής υποβάλλεται σε αυστηρούς χρονικούς περιορισμούς, απαιτώντας για τα μεν κινητά αυτόφωρη πράξη (ΑΚ 985 § 2 σε συνδυασμό με 242 ΚΠΔ), ήτοι την ενέργεια του νομέα κατά την στιγμή της αφαίρεσης του πράγματος ή αμέσως μετά από αυτή, κατά την καταδίωξη του δράστη ένεκα της αφαίρεσης, για τα δε ακίνητα την παραχρήμα (αμέσως) μετά την αποβολή, ενέργεια του νομέα (ΑΚ 985 § 3) [1], κάτι το οποίο δεν απαιτείται στο δικαίωμα υπεράσπισης της § 1, αφού το τελευταίο μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε για όσο χρόνο διαρκεί η διατάραξη ή η απειλή αποβολής και μέχρι να πραγματωθεί η απειλή αυτή (ΑΠ 82/1966 ΝοΒ14, 863). Αν π.χ. ο προσβολέας άρχισε πριν από ένα μήνα να σκάβει παράνομα στο κτήμα του νομέα κάποιο αυλάκι για να διέλθουν μέσα από αυτό σωλήνες, ο νομέας μπορεί οποτεδήποτε να εκβάλει τον προσβολέα, ανεξαρτήτως του πόσος καιρός έχει περάσει από την έναρξη της διατάραξης, αφού ο νόμος δεν θέτει χρονικά όρια στην άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης.
Αποτελεί, πάντως, κοινή προϋπόθεση τόσο των δικαιωμάτων του ΑΚ 985 όσο και των δικαιωμάτων των ΑΚ 282 – 284, το χρησιμοποιούμενο μέσο αφενός μεν να είναι το στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβεβλημένο, αφετέρου δε να μη χρησιμοποιείται πέρα από όσο είναι αναγκαίο. Με άλλα λόγια, πρέπει η υπεράσπιση της νομής να είναι εκείνη που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (πρβλ. ΑΚ 284), καθώς και η προσπάθεια αποκατάστασης της νομής να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την αποτροπή του κινδύνου μέτρο (πρβλ. ΑΚ 283).
Σημειωτέον ότι, του νόμου μη διακρίνοντος, το δικαίωμα της αυτοδύναμης προστασίας της νομής έχει κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, όπως είναι το Δημόσιο, οι Δήμοι και οι Κοινότητες [2].
Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 του ΠΚ (αυτοδικία), όποιος ασκεί αυτογνωμόνως, ήτοι αυθαίρετα αξίωση σχετική με δικαίωμα που -ή το έχει πραγματικά ή από πεποίθηση- το οικειοποιείται, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αυτοδικίας, απαιτείται άσκηση αξιώσεως κατά τρόπο αυθαίρετο και κατά παράλειψη της νομίμου δικαστικής οδού, αναφορικά με αμφισβητούμενο δικαίωμα που μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά και το οποίο πραγματικά έχει ή από πεποίθηση οικειοποιείται ο δράστης (βλ. ΑΠ 591/2013 ΤΝΠ Νόμος).
Ως αυθαίρετη επιδίωξη / άσκηση αμφισβητούμενης αξίωσης νοείται η εκτέλεση οποιασδήποτε υλικής πράξης που τείνει στην ικανοποίηση αξίωσης κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, με την οποία ρυθμίζεται η ανακύψασα αμφισβήτηση. Το έγκλημα αυτό της αυτοδικίας στρέφεται κατά της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου, που παρά τη θέλησή του εξαναγκάζεται να πράξει, να παραλείψει ή να ανεχθεί οτιδήποτε απορρέει από την αυθαίρετη ενέργεια, η οποία στρέφεται εναντίον του. Συνέπεια τούτων είναι ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος είναι και η εναντίωση του παθητικού υποκειμένου (παθόντος), στην ενάσκηση του δικαιώματος, από την οποία (εναντίωση) ανακύπτει διένεξη / αμφισβήτηση, προς επίλυση της οποίας μπορούσε και έπρεπε ο αυτοδικών να προσφύγει στη δικαστική αρχή. Απαιτείται, δηλαδή, για την εφαρμογή της άνω διάταξης, να είχε ανακύψει προηγουμένως μεταξύ του αυτοδικούντος και του παθόντος τέτοια αμφισβήτηση. Αν δεν υπάρχει τέτοια διένεξη και αμφισβήτηση, τότε δεν υπάρχει και το έγκλημα της αυτοδικίας (βλ. ΑΠ 213/2012, ΑΠ 2205/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1931/2004 ΠοινΔνη 2005, 534, ΑΠ 1581/1986 ΝοΒ 1987, 53, ΠΠΡΑΘ 1711/2016 ΤΝΠ Νόμος).
Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι ενεργεί αυθαίρετα, καθώς και στη βούληση πραγμάτωσης της ενέργειας αυτής, περαιτέρω δε και στην πεποίθηση ότι το δικαίωμα το οποίο προβάλει και του οποίου την ικανοποίηση επιδιώκει, ανήκει σ’ αυτόν (ΑΠ 1297/2009 ΠοινΧρ Γ, σελ. 377, ΑΠ 1491/2005 ΠοινΧρ ΝΣΓ, σελ. 306, ΑΠ 1670/2005, ΠΠΡΑΘ 1711/2016 ΤΝΠ Νόμος). Κοινό χαρακτηριστικό και περιεχόμενο και των δύο αναφερόμενων στη διάταξη αυτή λόγων -σε έναν από τους οποίους μόνο μπορεί να στηρίζεται η αποδοκιμαζόμενη από τον ουσιαστικό ποινικό νόμο ενέργεια του δράστη- είναι η πεποίθηση τούτου, ότι είναι δικαιούχος του δικαιώματος, από το οποίο ασκεί ο ίδιος την αξίωση, πεποίθηση που υπάρχει αναμφίβολα τόσο στην πρώτη περίπτωση, που ο δράστης έχει το δικαίωμα πραγματικά, όσο και στη δεύτερη περίπτωση, που αυτός από πεποίθηση το οικειοποιείται, δηλαδή και όταν ανήκει στο δράση το δικαίωμα και όταν δεν ανήκει (ΑΠ 213/2012, ΑΠ 1670/2005, ΠΠΡΑΘ 1711/2016 ΤΝΠ Νόμος) [3].
[Βιβλιογραφική Πηγή: Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, Αθήνα 1991, § 22, σελ. 201 επ.]
Μπενάκη Βικεντία – Άννα
Δικηγόρος Αθηνών
Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών
info@efotopoulou.gr
[1] Όταν η αποβολή από το ακίνητο έγινε κατά την απουσία του νομέα ή εν αγνοία του, ως αφετηρία του «αμέσως μετά την αποβολή» πρέπει να ληφθεί το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ο νομεύς πληροφορήθηκε την αποβολή (βλ. ΕΦΑΘ 1815/1986 ΕλλΔνη 27, 830).
[2] Στην περίπτωση μάλιστα του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου η δυνατότητα αυτοδύναμης προστασίας επιβάλλεται να αναγνωρίζεται κατά μείζονα λόγο, αφού από την προσβολή της νομής αυτών επί πραγμάτων, όπως είναι οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια, δεν βλάπτονται μόνο τα ίδια, αλλά και αόριστος αριθμός άλλων προσώπων, και δη εκείνων που τα χρησιμοποιούν. Εξάλλου, η νομή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης προστατεύεται όπως και η νομή οποιουδήποτε ιδιώτη, δηλαδή με τις αγωγές περί νομής και άλλα ένδικα βοηθήματα, μεταξύ των οποίων και του άρθρου 985 ΑΚ. Η κατ’ εξαίρεση δε προστασία της νομής των ΟΤΑ επί των κοινοχρήστων (και) με ειδικούς νόμους δεν αποκλείει την προστασία της νομής με τις παραπάνω διατάξεις του ΑΚ, μεταξύ των οποίων και του άρθρου ΑΚ 985 (βλ. ΑΠ 1534/2010 ΤΝΠ Νόμος/ΧΡΙΔ 2011/595, όπου παραπομπή σε Γεωργ. Σταθ. ΑΚ αρθρ. 969 αριθ. 55, 987-988 αριθ. 62).
[3] Η παραδοχή από το δικαστήριο, διαζευκτικά, ότι ο δράστης ενήργησε όπως ενήργησε, ασκώντας αυθαίρετη αξίωση σχετικά με δικαίωμα που το είχε πραγματικά ή που δεν το έχει, αλλά το οικειοποιείται από πεποίθηση, δεν περιέχει αντίφαση, ούτε δημιουργεί έλλειψη νόμιμης βάσης, ώστε να θεωρηθεί ότι δεν υπάρχει η οφειλόμενη στην περίπτωση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εξαιτίας έλλειψης ειδικότερου καθορισμού του λόγου, στον οποίο αποδίδεται από το δικαστήριο η ενέργεια του δράστη (ΑΠ 213/2012 ΤΝΠ Νόμος).