Η κατάσχεση της κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό
- Το Τεκμήριο του Άρθρου 4 του ν. 5638/1932
Κατά το άρθρο 4 του ν. 5638/1932 κατάσχεση της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων, αυτή τεκμαίρεται αμαχήτως, ότι ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη.
Ο δανειστής δεν υπεισέρχεται στην εσωτερική ή εξωτερική σχέση, αλλά απλώς επιλαμβάνεται της κεφαλικής μερίδας του οφειλέτη του κατά της τράπεζας[1].Με τη διάταξη αυτή έχουμε ex lege μετατροπή της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής σε διαιρετή κατ’ ίσα μέρη ενοχή μεταξύ των συνδικαιούχων (480ΑΚ).Αν δεν υπήρχε η ειδική αυτή ρύθμιση και ίσχυαν κανονικά οι διατάξεις περί ενεργητικής ενοχής εις ολόκληρον τα πράγματα θα είχαν εντελώς διαφορετικά. Η κατάσχεση θα ενεργούσε υποκειμενικά (492ΑΚ) και αν ο επισπεύδων δανειστής εισέπραττε όλο το υπόλοιπο της κατάθεσης παρά το γεγονός ότι στον οφειλέτη του ανήκε λιγότερο ποσοστό κατά την εσωτερική μεταξύ συνδικαιούχων σχέση, θα ακολουθούσε αναγωγή για το επιπλέον κατασχεθέν ποσό από τους λοιπούς συνδικαιούχους. Οι υπόλοιποι συνδικαιούχοι, βέβαια, θα μπορούσαν εκμεταλλευόμενοι την αρχή της προλήψεως να αναλάβουν αυτοί πρώτοι όλο το ποσό της κατάθεσης, οπότε ο κατασχών θα είχε ως μοναδική λύση να προβεί σε κατάσχεση στα χέρια των συνδικαιούχων.[2]
Η ισχύς του αμάχητου τεκμηρίου εκτείνεται στις σχέσεις μεταξύ κατασχόντος και τράπεζας, κατασχόντος και συνδικαιούχων και τέλος κατασχόντος και οφειλέτη πάντως σε καμία περίπτωση στις μεταξύ συνδικαιούχων σχέσεις, όπου διατηρείται το δικαίωμα αναγωγής (493ΑΚ).[3] Αμφισβήτηση κρατεί ως προς τη συνταγματικότητα του αμάχητου χαρακτήρα του τεκμηρίου, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε κάθε περίπτωση αμάχητου τεκμηρίου, αφού η ουσιαστική απαγόρευση και η κατά το νόμο θεμελιωμένη αδυναμία αποδείξεως της αστάθειας του, προβληματίζει για το πόσο συμβιβάζεται ή όχι με το άρθρο 20Σ.Ως αμάχητο τεκμήριο νοείται η συναγωγή ορισμένων έννομων συνεπειών από ορισμένα υποθετικά πραγματικά στοιχεία που δε χρειάζονται ούτε μπορούν ν’ αποδειχθούν ή ανταποδειχθούν καθεαυτά αλλά προκύπτουν κατά το νόμο αναμφισβήτητα από την ύπαρξη άλλων αποδεικνυόμενων πραγματικών στοιχείων. Προβλήματα συνταγματικότητας δε δημιουργεί το τεκμήριο καθεαυτό που στα όρια της κοινής ή συναλλακτικής πείρας είναι συχνό και εύλογο και αποτελεί απλώς αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά η ουσιαστική απαγόρευση απόδειξης της αστάθειας του στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Σύμφωνα με αποφάσεις κυρίως του ΣτΕ,[4] όπου η απαγόρευση αυτή εν όψει του επίδικου αντικειμένου αναφέρεται στην πραγματική αδυναμία πλήρους αποδείξεως και αποσκοπεί στην αποφυγή της διαιωνίσεως των δικαστικών ερίδων το τεκμήριο συμβιβάζεται με το άρθρο 20 παρ.1 Σ. Όπου, όμως, η απόδειξη είναι γενικά δυνατή, η απαγόρευση της δικαστικής προσβολής του τεκμηρίου ματαιώνει εκ των προτέρων τη δικαστική προστασία και είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 20Σ.
Είναι πρόδηλο πως στην περίπτωση μας με τη θέσπιση του τεκμηρίου αυτού επιδιώκεται ο συγκερασμός αντικρουόμενων συμφερόντων και συγκεκριμένα των συμφερόντων των δικαιούχων από τη μία πλευρά, αφού αποχωρίζεται το ποσό που αναλογεί στο συνδικαιούχο οφειλέτη του δανειστή, αφήνοντας το υπόλοιπο απρόσβλητο από τους δανειστές και των συμφερόντων των δανειστών από την άλλη, αφού δε γεννώνται έτσι, αμφισβητήσεις σχετικά με την αναλογία συνδικαιούχου-οφειλέτη. Εφόσον, λοιπόν, η συλλογιστική θέσπισης του τεκμηρίου σχετίζεται με την αποφυγή μακροχρόνιας δικαστικής έριδας και εφόσον τις περισσότερες φορές πράγματι υπάρχει αδυναμία πλήρους αποδείξεως, όταν επίδικο αντικείμενο είναι το ποσοστό της κατάθεσης που ανήκει σε κάθε συνδικαιούχο, πληρούνται τα κριτήρια που έχουν τεθεί από το τα ανώτατα δικαστήρια για τη συνταγματικότητα των αμαχήτων τεκμηρίων και έτσι θα πρέπει το εν λόγω τεκμήριο αν και αμάχητο να θεωρηθεί σύμφωνο με το αρ. 20Σ.
Ενδιαφέρον γεννά η δυνατότητα επιβολής δεύτερης κατάσχεσης από τον ίδιο ή άλλο δανειστή του ίδιου οφειλέτη και το που επιβάλλεται αυτή. Η απάντηση έγκειται κατά την κρατούσα και μάλλον ορθότερη γνώμη στη διακριτική ευχέρεια των συνδικαιούχων. Αν δεν προβούν σε ανάληψη της κατάθεσης και εκκαθάριση των μεταξύ τους σχέσεων μετά την πρώτη κατάσχεση, η κατάθεση συνεχίζει να υφίσταται κανονικά, το τεκμήριο μπορεί να ισχύσει και πάλι και η μερίδα του οφειλέτη-συνδικαιούχου κινδυνεύει και πάλι να κατασχεθεί. Υπάρχει, βέβαια, και αντίθετη λιγότερο υποστηρίξιμη άποψη,[5] κατά την οποία μετά την επιβολή της πρώτης κατασχέσεως ο κοινός λογαριασμός κλείνει αυτομάτως και δεν υπάρχει δυνατότητα επιβολής νέας κατασχέσεως σε αυτόν. Η πρώτη άποψη παρουσιάζει τον κίνδυνο ατέρμονης εφαρμογής του τεκμηρίου και κατά λογική συνέπεια αέναης επιβολής κατασχέσεων, κάτι που ξεπερνά ίσως τη βούληση και την πραγματική στοχοθεσία του νομοθέτη. Η δεύτερη άποψη παρουσιάζει ακόμη περισσότερα προβληματικά σημεία σε σχέση με την πρώτη, καθώς με το αυτόματο κλείσιμο του λογαριασμού θα λέγαμε πως παρέχει ένα είδος υπερπροστασίας τόσο στους λοιπούς μη οφειλέτες συνδικαιούχους, οι οποίοι, όμως, δεν τη χρειάζονται, μιάς και θα μπορούσαν μετά την επιβολή της πρώτης κατάσχεσης ν’ αναλάβουν όλο το ποσό της κατάθεσης, αν φοβούνταν νέα κατάσχεση, όσο και στον καθού οφειλέτη συνδικαιούχο, αφού τον προστατεύει σε υπερβολικό ίσως βαθμό από μελλοντικές κατασχέσεις. Ίσως ορθότερη λύση λοιπόν, καταληκτικά, δεδομένων των μειονεκτικών σημείων και των δύο θεωριών, θα ήταν μία μέση προσέγγιση των πραγμάτων και μία συνετή και λελογισμένη χρησιμοποίηση του τεκμηρίου, όσες φορές είναι πραγματικά απαραίτητο με βάση την αληθινή βούληση του νομοθέτη και την in concreto εκτίμηση των περιστάσεων και των ιδιαιτεροτήτων της εκάστοτε μεμονωμένης περίπτωσης.
Όσον αφορά στη δυνατότητα κατάσχεσης των δανειστών των λοιπών συνδικαιούχων, σύμφωνα με την κρατούσα βέβαια άποψη περί συνέχισης ύπαρξης του λογαριασμού, μετά την επιβολή της πρώτης κατάσχεσης το ποσό που ήδη κατασχέθηκε τίθεται εκτός δυνατότητας κατάσχεσης γι’ αυτούς, ενώ ελεύθερο παραμένει το εναπομείναν ποσό, στο οποίο και πάλι κατά την επικρατέστερη θεωρία, θα εφαρμοστεί το αμάχητο τεκμήριο. Εν συνεχεία, ζήτημα που αξίζει να θιγεί καθότι έχει διχάσει και τη νομολογία αποτελεί το αν η εξαίρεση της αμαχήτως τεκμαιρόμενης ισομερούς μερίδας των λοιπών συνδικαιούχων από τη δυνατότητα επιβολής κατάσχεσης του δανειστή του οφειλέτη συνδικαιούχου καθιερώνει ειδική μορφή ακατασχέτου ή όχι. Ο επισπεύδων δανειστής, ως γνωστόν, δε δικαιούται να προβεί στην κατάσχεση του συνόλου της καταθέσεως, αφού κατ’ αμάχητο τεκμήριο αυτή ανήκει σ’ όλους τους συνδικαιούχους κατ’ ίσα μέρη αλλά μόνο του μέρους της κατάθεσης που αναλογεί στον καθού οφειλέτη. Κατ’ αποτέλεσμα, το υπόλοιπο μέρος της καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό εκφεύγει της δυνατότητας κατασχέσεως του επισπεύδοντος δανειστή όχι λόγω του ότι το εν λόγω κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη του έχει καταστεί ακατάσχετο, αλλά διότι τούτο τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη.[6]Έχει διατυπωθεί και αντίθετη άποψη, την οποία υιοθέτησε και η νεότερη νομολογία κατά την οποία, η διάταξη του άρθρου 4 του ν. 5638/1932 καθιερώνει ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς το δανειστή.[7]
Έπειτα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα αν για τη δέσμευση, κατάσχεση και δήμευση περιουσιακών στοιχείων ως διοικητική κύρωση κατά διαφόρων εγκλημάτων, όπως αυτό της φοροδιαφυγής (άρθρο 14 ν.2523/1997) ή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος )(άρθρο 46 παρ.1 ν.3691/2008) εφαρμόζεται και πάλι το τεκμήριο του άρθρου 4, αν το περιουσιακό στοιχείο είναι η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό. Στην περίπτωση της φοροδιαφυγής δεσμεύεται κατά το γράμμα του νόμου το 50% της κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, κάτι που ερμηνευτικά θα πρέπει να θεωρήσουμε, εφαρμόζοντας κατά την ορθότερη άποψη και εδώ το αμάχητο τεκμήριο του άρθρου 4 πως σημαίνει δέσμευση του 50% του ισομερούς μεριδίου του φοροδιαφεύγοντος-καταθέτη και πως δεν έχει επίπτωση στα μερίδια των υπολοίπων συνδικαιούχων. Στην περίπτωση κατάσχεσης και δήμευσης της κατάθεσης στα πλαίσια της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, το αμάχητο τεκμήριο καταρχήν εφαρμόζεται κανονικά και τα μερίδια των λοιπών μένουν ανέπαφα. Αν όμως τα μερίδια των υπολοίπων αποκτήθηκαν από το δράστη-συνδικαιούχο από επαχθή ή χαριστική αιτία εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, τότε η κατάσχεση κατ’ εξαίρεση επεκτείνεται και σ’ αυτά (άρθρο 46 παρ.1 εδ.β ν.3691/2008), όχι λόγω της κάμψης του τεκμηρίου του άρθρου 4 που συνεχίζει να ισχύει αλλά λόγω της ύπαρξης αυτοτελούς αξίωσης του δανειστή έναντι των ίδιων των συνδικαιούχων εξαιτίας της κτήσης από αυτούς του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου εν γνώσει του αδικήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ισχύσουν σωρευτικά και οι διατάξεις περί αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος (394ΠΚ).
- Το Νομολογιακά Καθιερωμένο Ακατάσχετο των Τραπεζικών Καταθέσεων, η Μεταστροφή της Νομολογίας και ο Νέος Νόμος
Με αφορμή το ν.δ. 1059/1971 περί απορρήτου των καταθέσεων[8] καθιερώθηκε νομολογιακά και το ακατάσχετο των καταθέσεων. Κομβικής σημασίας ήταν η απόφαση ΟλΑΠ 1224/1975 κατά την οποία το απόρρητο συνεπάγεται το ακατάσχετο, απαγορεύεται στην τράπεζα η δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια της ως τρίτης , η παράλειψη δήλωσης από την πλευρά της δεν ισοδυναμεί με αρνητική δήλωση (985 παρ.3 ΚΠολΔ) και τέλος δεν επιτρέπεται ν’ ασκηθεί κατ’ αυτής η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ. Τη θέση αυτή ακολούθησαν οι ΟλΑΠ 1526/1991 και 3/1993, η οποία μάλιστα τόνισε συγκεκριμένα για την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό ότι το τεκμήριο του άρθρου 4 έχει σιωπηρώς καταργηθεί. Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, η απαγόρευση κατασχέσεως δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 20Σ, διότι δεν καθιστά λιγότερο λυσιτελή τη δικαστική προστασία και διότι, αν για τόσα χρόνια που εφαρμοζόταν το ακατάσχετο ο νομοθέτης είχε εντοπίσει αντισυνταγματικότητα στη νομολογιακή ερμηνεία, θα είχε προβεί σε αυθεντική ερμηνεία του διατάγματος με βάση το άρθρο 77Σ, κάτι το οποίο δε συνέβη. Και στις δύο αυτές αποφάσεις, βέβαια, υπήρξε ισχυρή μειοψηφία που υποστήριξε πως με το ν.δ. 1059/1971 δε δημιουργήθηκε και ακατάσχετο των τραπεζικών καταθέσεων με βασικά επιχειρήματα πρώτον, πως τα ακατάσχετα ορίζονται από το νόμο, αποτελούν εξαίρεση και πρέπει να ερμηνεύονται στενά, αφού δυσχεραίνουν ή και αποκλείουν την παροχή έννομης προστασίας στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης αντίθετα στο άρθρο 20 παρ.1 Σ, δεύτερον, πως τα ακατάσχετα θεσπίζονται για λόγους προστασίας προσώπων που χρήζουν προστασίας ή για τη στήριξη θεσμών και κάτι τέτοιο δε μπορούμε να το επικαλεστούμε στις καταθέσεις και τρίτον, πως στόχος του ν.δ. 1059/1971 ήταν η προσέλκυση καταθέσεων προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, όχι όμως και η υπόθαλψη μέσω αυτών κακόπιστων οφειλετών.
- Μεταστροφή της Νομολογίας
Με την απόφαση ΕφΔωδ 287/1996 διατυπώθηκε για πρώτη φορά η άποψη πως το ν.δ. 1059/1971 καθιέρωσε μόνο το απόρρητο και όχι και το ακατάσχετο των καταθέσεων. Η απόφαση ΑΠ 785/1999 με την οποία αναιρέθηκε η προηγούμενη, υιοθέτησε την πρωτοποριακή στάση πως κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί όχι μόνο από την τράπεζα αλλά από οποιοδήποτε τρίτο δανειστή και ξεκαθάρισε, επίσης πως το άρθρο 4 του ν.5638/1932 δεν καταργήθηκε σιωπηρά από το ν.δ. 1059/1971.
Η απόφαση ΟλΑΠ 19/2001 επιβεβαίωσε τη θέση αυτή υπογραμμίζοντας μάλιστα πως η κατάσχεση εις χείρας τραπεζών επιτρέπεται, η δήλωση της τράπεζας ως τρίτης είναι υποχρεωτική δικονομικά και με αυτή δεν επηρεάζεται το απόρρητο των καταθέσεων, αφού το απόρρητο δεν υφίσταται στο μέτρο που για την ικανοποίηση του δικαιώματος του επισπεύδοντος δανειστή πρέπει η κατάθεση ν’ αποκαλυφθεί γιατί στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα αυτό κατισχύει(άρθρο 20Σ).
Όσα καθιερώθηκαν νομολογιακά ήρθε να επικυρώσει (γιατί η νομολογία είναι μεν σημαντική δεν προσφέρει όμως την ασφάλεια δικαίου του νόμου) η ρύθμιση του άρθρου 24 του ν.2915/2001 σύμφωνα με την οποία : το απόρρητο κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Αυλων Τίτλων του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής .Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή. Η διάταξη αυτή αφορά, όπως γίνεται δεκτό, όχι μόνο την περίπτωση της αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία επιβάλλεται με βάση οποιονδήποτε εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904ΚΠολΔ) αλλά και τη συντηρητική κατάσχεση, η οποία επιβάλλεται με βάση δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής (άρθρα 707 επ. και 724 ΚΠολΔ).
Από το κείμενο του νόμου δεν είναι σαφές αν η υποχρέωση της τράπεζας για παροχή πληροφοριών γεννάται με την επίδοση κατασχετηρίου εγγράφου ή αν η τράπεζα υποχρεούται ακόμα και πριν την επίδοση αυτού να παράσχει πληροφορίες στον εξοπλισμένο με εκτελεστό τίτλο δανειστή, ο οποίος βέβαια αποδεικνύει το δικαίωμα του δι’ εγγράφων.
Κατά την κρατούσα στη θεωρία συσταλτική ερμηνεία, ο κατασχών πρέπει να επιδίδει το κατασχετήριο, όπου προσδιορίζει με σαφήνεια την κατάθεση στην τράπεζα προκειμένου να μπορεί να προβεί στην κατάσχεση ή να πληροφορηθεί κάτι γι’ αυτή, ορθότερο όμως, και πλέον νομολογιακά κατοχυρωμένο (Μον.Πρωτ.Τρικ. 738/2002) είναι πως ο δανειστής επιδεικνύοντας απλώς τον εκτελεστό τίτλο του μπορεί να ζητά πληροφορίες για την κατάθεση. Η ευρύτερη αυτή προσέγγιση καλύπτει και άλλες περιπτώσεις αναζήτησης πληροφοριών, όπως από το δικαιούχο διατροφής ή το νόμιμο μεριδούχο στη περίπτωση του άρθρου 117ΕισΝΑΚ.
Περαιτέρω, έχει επισημανθεί πως η διατύπωση «άρση» του απορρήτου που χρησιμοποιείται στο άρθρο 24 τον ν.2915/2001 δίνει την εντύπωση πως προηγουμένως το απόρρητο ίσχυε στην περίπτωση της κατάσχεσης στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης, κάτι που όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού στο πρώτο εδάφιο της ίδιας διάταξης αναφέρεται ότι το απόρρητο δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης, άρα είναι πρόδηλο πως ο όρος άρση χρησιμοποιήθηκε μόνο για να διασαφηνιστεί το αυτονόητο, ότι δηλ. πέραν του ποσού στο οποίο αφορά η κατάσχεση η τράπεζα δε μπορεί να παράσχει καμία πληροφορία. Πρακτική συνέπεια της ερμηνευτικής φύσεως του άρθρου 24 είναι πως προγενέστερες του νόμου κατασχέσεις είναι νόμιμες, εκτός αν έχει εκδοθεί αντίθετη αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Εν συνεχεία, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 τέθηκε με στόχο το συγκερασμό των αντικρουόμενων συμφερόντων παροχής αποτελεσματικής έννομης προστασίας απ’ τη μία πλευρά και προστασίας της ιδιωτικότητας και της επαγγελματικής εχεμύθειας απ’ την άλλη, επομένως η τυχόν άρση του απορρήτου θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας και οι πληροφορίες που παρέχονται από την τράπεζα στον τρίτο θα πρέπει να είναι αυστηρά τόσες, όσες χρειάζονται για την ικανοποίηση του δικαιώματος του. Έτσι, σε περίπτωση επιβολής κατάσχεσης, η τράπεζα θ’ αναφέρει στη δήλωση της (985ΚΠολΔ) απλώς το ποσό της κατάθεσης που αναλογεί στον καθού η εκτέλεση, κατ’ εφαρμογή του αμαχήτου τεκμηρίου του άρθρου 4 του ν. 5638/1932, σιωπόντας ως προς τον αριθμό των συνολικών δικαιούχων και ως προς το συνολικό ποσό της καταθέσεως, αφού γι’ αυτά τα στοιχεία δεσμεύεται από το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται αστικές και ποινικές κυρώσεις εις βάρος της τράπεζας.[9]
- Η Κατάσχεση στα Χέρια της Τράπεζας ως Τρίτης
Για την κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης εφαρμόζονται τα άρθρα 87-94 του ν.δ. της 17ης Ιουλίου 1923, που διατηρήθηκαν σιωπηρά σε ισχύ με τον ΕισΝΚΠολΔ μέσω της μη κατάργησης τους, καθώς και τα αρ. 982 επ. ΚΠολΔ. Το άρθρο 90 του ν.δ. ορίζει ότι η κατάσχεση επιτρέπεται να γίνει μόνο στο κατάστημα ή υποκατάστημα, όπου υπάρχει η κατάθεση, η διάταξη όμως αυτή δε μπορεί να ισχύσει[10] λαμβανομένων υπ’ οψη και των τεχνολογικών εξελίξεων στον τομέα της επικοινωνίας, που επιτρέπουν την on-line σύνδεση όλων των υποκαταστημάτων μίας τράπεζας και την άμεση κυκλοφορία πληροφοριών μεταξύ αυτών. Τούτο γίνεται δεκτό και στην πρόσφατη νομολογία (ΜονΠρωτΤρικ 738/2002), όπου κατά τη δικαστική κρίση δε θεωρείται αναγκαίος ο προσδιορισμός στο κατασχετήριο και του συγκεκριμένου υποκαταστήματος, όπου έγινε η κατάθεση και αρκεί η επιβολή της κατάσχεσης να γίνει στο κεντρικό κατάστημα της τράπεζας.[11] Τα απαιτούμενα στοιχεία του κατασχετηρίου αναγράφονται στα άρθρα 118 και 983 ΚΠολΔ και περιλαμβάνουν το αντικείμενο της κατάσχεσης, δηλ. τη χρηματική απαίτηση και την αιτία της οφειλής (ότι πρόκειται για κατάθεση), ενώ δεν απαιτείται αναφορά της μορφής της κατάθεσης, του αριθμού λογαριασμού, του υποκαταστήματος, όπου υπάρχει η κατάθεση κλπ.
Με την επίδοση του κατασχετηρίου η τράπεζα υποχρεούται να προβεί στη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ σε 8 ημέρες από την επίδοση και στη συνέχεια σε 8 ημέρες από την επίδοση του κατασχετηρίου στον οφειλέτη να καταβάλει το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση (988 παρ.1ΚΠολΔ) λόγω της ex lege εκχώρησης, αν η δήλωση είναι καταφατική.
5. Συμψηφισμός και Επίσχεση
Τέλος, κρατούσα και ορθή άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει την εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρου 4 και στο συμψηφισμό και την επίσχεση. Εφόσον ο δανειστής ενός από τους συνδικαιούχους δεν επιτρέπεται να κατάσχει το μέρος της καταθέσεως που αναλογεί στους λοιπούς συνδικαιούχους του λογαριασμού δε μπορεί, ούτε να συμψηφίσει την απαίτηση του κατά ενός συνδικαιούχου προς την απαίτηση αυτών κατά της τράπεζας. Για τον ίδιο λόγο, το δικαίωμα επίσχεσης που ασκεί ο δανειστής ενός συνδικαιούχου δε μπορεί να επεκτείνεται και στα μερίδια των λοιπών, μη οφειλετών συνδικαιούχων, κατά των οποίων μη έχοντας αξίωση δε μπορεί ν’ αντιτάξει συμψηφισμό (327ΑΚ).Ο περιορισμός αυτός ισχύει κανονικά και όταν ο επιδιώκων το συμψηφισμό είναι η τράπεζα, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό.
Κατά την αντίθετη μη κρατούσα όμως άποψη, η δήλωση συμψηφισμού προς τον οφειλέτη-συνδικαιούχο επιδρά αντικειμενικά (491ΑΚ) και σε βάρος των λοιπών συνδικαιούχων (441ΑΚ).Αυτή την ιδιαιτέρως αυστηρή για τους λοιπούς συνδικαιούχους άποψη διατύπωσε η απόφαση ΕφΔωδ 287/1996, την αναίρεσε όμως, ορθώς η απόφαση ΑΠ 758/1999, η οποία εστίασε στο ότι το άρθρο 4 του ν.5638/1932 πρέπει να ισχύσει ως ειδικότερο του άρθρου 491ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά και μόνο εφόσον δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του ν. 5638/1932 περί κοινού λογαριασμού.
Τέλος, για την πληρότητα του λόγου θα πρέπει ν’ αναφέρουμε πως πέραν του νόμιμου-μονομερούς συμψηφισμού υπάρχει δυνατότητα διαφορετικής πρόβλεψης και παράκαμψης του τεκμηρίου ισομοιρίας στο συμβατικό-εκούσιο συμψηφισμό, που μπορεί να καταρτιστεί δυνάμει της ελευθερίας των συμβάσεων (361ΑΚ).Τη δυνατότητα αυτή του συμβατικού συμψηφισμού εκμεταλλεύονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι τράπεζες, ως κατά τεκμήριο διαπραγματευτικά ισχυρότερα μέρη των συμβάσεων και συνηθίζουν να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό τον προδιατυπωμένο όρο περί ανέκκλητης εντολής στην τράπεζα να χρεώνει τον κοινό λογαριασμό με οποιαδήποτε ανταπαίτηση της κατά οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους[12].
[1]Βλ.Ρόκα,Κ., Μελέται εμπορικού δικαίου, β τόμος, Αθήναι, 1971, σελ. 572 και Παμπούκη, Κ.,Τραπεζικαί πιστωτικαί συμβάσεις, 1962, σελ. 319 και Μητροπούλου, Σοφία, Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός στο ελληνικό δίκαιο-Συγκριτική επισκόπηση αλλοδαπών δικαίων, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 118.
[2]Βλ. Παμπούκη,Κ.,Τραπεζικαί πιστωτικαί συμβάσεις,1962, σελ.318 και ιδίου Παρατηρήσεις στην ΕφΘεσ 3918/1996, ΕπισκΕΔ 1997, σελ. 461.
[3]Βλ. Μητροπούλου, Σοφία, Ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός στο ελληνικό δίκαιο-Συγκριτική επισκόπηση αλλοδαπών δικαίων, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 119.
[4]1095/87 ΣτΕ, το Σ 1987, σελ. 313,314, Π.Δαγτόγλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα σελ.1442επ.
[5]Βλ. Παμπούκη,Κ.,Τραπεζικαί πιστωτικαί συμβάσεις, 1962, σελ. 320, ο οποίος θεωρεί λήξασα την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό μετά την κατάσχεση.
[6] ΑΠ 769/2004, Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.
[7] ΑΠ 785/1999, ΕΕμπΔ 1999, σελ.477 και κατόπιν αυτής ΜΠρΤρικ 361/2007 Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΜπρΘεσ 20409/2005, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.
[8] Το απόρρητο των καταθέσεων ως ειδική έκφανση του γενικού τραπεζικού απορρήτου αφενός αποτελεί πτυχή της υποχρέωσης τήρησης επαγγελματικής εχεμύθειας (371ΠΚ) απ’ την πλευρά των τραπεζών και αφετέρου συνάδει με την ολοκληρωμένη προστασία της προσωπικότητας (57ΑΚ) και της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής (άρθρα 2,5,9 Σ) των πελατών των τραπεζών. Στόχος του ν.δ. 1059/1971 που προέβη στην πρόβλεψη του ήταν πέραν της απαγόρευσης παροχής πληροφοριών σε μη νομιμοποιούμενους τρίτους για την προστασία των δικαιωμάτων που προαναφέρθηκαν και η πρόκληση αύξησης των αποταμιεύσεων στον ελληνικό τραπεζικό χώρο και κατ’ αποτέλεσμα η χρηματοδότηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
[9] Για το ότι η παραβίαση του ειδικού τραπεζικού απορρήτου του ν.δ. 1059/1971 συνεπάγεται αστικές και ποινικές κυρώσεις βλ. ΑΠ 1275/2003, ΕφΑθ 1597/2007
[10]Βλ. Πελλένη-Παπαγεωργίου, Ανθή, Η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό-Τα ζητήματα αστικού και δικονομικού δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 2005, σελ. 143.
[11] Η θέση μάλιστα αυτή της νομολογίας δικαιώνει εν μέρει όσους δε δέχονταν τη διατήρηση σε ισχύ των διατάξεων των άρθρων 87 επ. ως εξ αντιδιαστολής συναγόμενης μέσω της μη ρητής κατάργησης των άρθρων αυτών από το νομοθέτη του ΚΠολΔ. Κύριο επιχείρημα τους ήταν πως πρόκειται για αναχρονιστικές και ατελείς ρυθμίσεις, κάτι που επειδή σε μεγάλο βαθμό ήταν ορθό, όντως δημιούργησε προβλήματα στη συνέχεια.
[12] Βλ. Πελλένη-Παπαγεωργίου, Ανθή, Η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό-Τα ζητήματα αστικού και δικονομικού δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν.Σάκκουλας, Αθήνα, 2005, σελ. 141-142.
Λυδία Ζωγοπούλου, δικηγόρος