Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Η νομική φύση της σύμβασης τραπεζικής κατάθεσης

Χαρακτηριστικό της τραπεζικής κατάθεσης είναι ότι η τράπεζα αποδέχεται ξένα χρήματα ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια, κατά κανόνα πελατών της, για φύλαξη με την υποχρέωση απόδοσής τους κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο ή όποτε της ζητηθεί, αποκτά δε την εξουσία να χρησιμοποιεί τα κατατεθέντα χρηματικά ποσά (806 και 830 ΑΚ)[1].

Από απόψεως νομικού χαρακτηρισμού, η σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης συνιστά, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη και την πάγια νομολογία[2], μορφή ανώμαλης παρακαταθήκης, εμπίπτει δηλαδή στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 830 παρ. 1 ΑΚ, το οποίο προβλέπει ότι «Η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί. Σχετικά όμως με το χρόνο και τον τόπο της απόδοσης ισχύουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι διατάξεις για την παρακαταθήκη». Επομένως, επί τραπεζικής κατάθεσης έχει, κατά την 830 παρ. 1 ΑΚ, εφαρμογή η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθέμενων χρημάτων.

Στη θεωρία, πάντως, επιχειρείται μία διαφοροποίηση μεταξύ της νομικής φύσεως της καταθέσεως όψεως και εκείνης της προθεσμιακής κατάθεσης[3]: Κατά τα ευρέως υποστηριζόμενα, οι καταθέσεις όψεως δε συνιστούν συμβάσεις δανείου, έστω και αν κατά πλάσμα δικαίου εφαρμόζονται επ’ αυτών, κατά την 830 παρ. 1 ΑΚ, οι διατάξεις για το δάνειο («λογίζεται ως δάνειο»). Αντιθέτως, όσον αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις, υποστηρίζεται ότι πρόκειται για συμβάσεις έντοκου δανείου. Η διαφοροποίηση αυτή εξηγείται εκ του ότι στις προθεσμιακές καταθέσεις προέχει για τον καταθέτη η απόδοση του τόκου, σε αντίθεση με τις καταθέσεις όψεως, στις οποίες ο καταθέτης δεν αποβλέπει τόσο στον τόκο που είναι μικρός ή και ανύπαρκτος, όσο στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων του και τη δυνατότητα άμεσης ανάληψής τους.

Νομολογιακά, ωστόσο, δε φαίνεται να υιοθετείται η ανωτέρω διαφοροποίηση, αφού για τη νομική φύση των συμβάσεων τραπεζικής κατάθεσης, είτε όψεως είτε επί προθεσμία, γίνονται αδιακρίτως δεκτά τα κάτωθι[4]: «Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 830 παρ. 1 ΑΚ, έχουν εφαρμογή, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθεμένων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία, που ορίστηκε για τη φύλαξή του».

Στη θεωρία έχει, επίσης, υποστηριχθεί η άποψη ότι τραπεζική κατάθεση είναι η σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (καταθέτης) παραχωρεί προσωρινά σε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό οργανισμό αγοραστική δύναμη προς χρήση και συγχρόνως προς εξασφάλισή της. Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δάνειο, επειδή τείνει και σε εξασφάλιση της κατατιθεμένης αγοραστικής δυνάμεως, ούτε όμως ως ανώμαλη παρακαταθήκη, επειδή τείνει και σε πίστωση της τράπεζας. Γι’ αυτό, κατά την εν λόγω άποψη, η κατάθεση αποτελεί ιδιόρρυθμη, μεικτή σύμβαση, που απαρτίζεται από στοιχεία τόσο της συμβάσεως δανείου, όσο και της συμβάσεως ανώμαλης παρακαταθήκης, αφού από το ένα μέρος ο καταθέτης προβαίνει σε παρόμοια με το δάνειο παροχή χρημάτων, από το άλλο δε η τράπεζα παρέχει εξασφάλιση της αξίας των χρημάτων, που αποτελεί χαρακτηριστική παροχή της συμβάσεως ανώμαλης παρακαταθήκης.

Τέλος, έχει υποστηριχθεί πληθώρα άλλων απόψεων γύρω από τη νομική φύση της τραπεζικής κατάθεσης και ιδίως ότι αποτελεί ιδιαίτερο είδος δανείου ή παρακαταθήκης ή ιδιόμορφη απλώς σύμβαση ή ιδιαίτερη επώνυμη σύμβαση. Η θεωρητική αυτή διαφοροποίηση δε φαίνεται πάντως να έχει πρακτική σημασία, ενόψει της ενδοτικής ρυθμίσεως της 830 ΑΚ, των τραπεζικών συνηθειών και των ιδιαίτερων ρητρών στις ατομικές συμβάσεις και τους Γ.Ο.Σ. των τραπεζών[5].

 

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. Ν. Ρόκα, Χ. Γκόρτσο, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, Δημόσιο & Ιδιωτικό Τραπεζικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σελ. 213-215, Σ. Δ. Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Ε΄ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 217-220, Β. Α Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα (κατ’ άρθρο), Τόμος Γ΄, Ημίτομος Γ΄, Ειδικό Ενοχικό, Άρθρα 741-946, Αθήνα 2006, σελ. 469-471, Χ. Τσενέ, Ζητήματα ευθύνης των τραπεζών από τη σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης, ΔΕΕ 10/2015, σελ. 969-989 (970-971).

[2] Βλ. ΑΠ 378/2011, ΧρΙΔ 2011 με παρατ. Χριστακάκου, ΑΠ 929/2009, ΧρΙΔ 2010, 99, ΑΠ 844/2006, ΑΠ 93/2005, ΕλΔ 2005, 1484, ΑΠ 1623/1995, ΔΕΕ 1996, 390 με παρατ. Χρυσάνθη, ΑΠ 4/2000, ΕΕμπΔ 2000, 715, ΕφΠειρ 83/2011, ΔΕΕ 2011, 697.

[3] Βλ. υποσημ. 1.

[4] Βλ. ενδεικτικά από νεότερη νομολογία ΑΠ 980/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 116/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 83/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 353/2013, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 2390/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 378/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.

[5] Βλ. Σ. Δ. Ψυχομάνη, όπ.π. (υποσημ. 1), σελ. 218-219.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί