Ορισμένο της κατ’ άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης στην αναγκαστική εκτέλεση
Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 979 ΚΠολΔ, μέσα σε δώδεκα εργάσιμες μέρες, αφότου επιδοθεί η πρόσκληση μετά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού προς τον υπερ ου η εκτέλεση,
προς εκείνον κατά του οποίου στράφηκε η εκτέλεση και προς τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα κατάταξης. Η προθεσμία της ως άνω ανακοπής είναι τριακονθήμερη για το Δημόσιο, όπως και για το ΙΚΑ.
Η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης αποτελεί το εισαγωγικό δικόγραφο δίκης περί την εκτέλεση. Σε αυτό πρέπει να γίνεται επίκληση και εξειδίκευση της απαίτησης, της οποίας ζητείται η κατάταξη, κατά το είδος και το ποσό της, όπως επίσης, αν προσβάλλεται προνομιακή κατάταξη του ανακόπτοντος, να αναφέρονται και όσα περιστατικά θεμελιώνουν το προνόμιο (ΑΠ 172/1994, ΝοΒ 1999.947).
Η αναφορά και εξειδίκευση της απαιτήσεως στο δικόγραφο της ανακοπής είναι αναγκαία ανεξάρτητα από τον θεμελιωτικό λόγο του αιτήματός της, αφού μόνο έτσι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να ερευνήσει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής και στον καθ’ ού να αμυνθεί. Είναι, επομένως, αναγκαία, ακόμη και αν ο λόγος της ανακοπής συνίσταται στην απλή άρνηση της απαιτήσεως ή της σειράς και της τάξεως κατατάξεως (προνομίου) του ή των καθ’ ών (Εφ Θες 1210/1995, ΑρχΝ 1995.397, 398). Η αποβολή του καθ’ ού από τον πίνακα κατάταξης προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την ύπαρξη κατατακτέας απαιτήσεως του ανακόπτοντος. Η επίκλησή της δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του προς άσκηση ανακοπής, που εδώ δρα νομιμοποιητικώς (Εφ Πειρ 985/1990ΕΝΔ 1992.285). Συμπλήρωση παρόμοιας ελλείψεως της ανακοπής, με συνέπεια τη θεραπεία της εντεύθεν αοριστίας της και του ερευνώμενου αυτεπαγγέλτως απαραδέκτου δεν επιτρέπεται να γίνει με άλλα έγγραφα, όπως: με τις προτάσεις (ΑΠ 1351/1998, αδημ.), με την αναγγελία του ανακόπτοντος (ΑΠ 1877/1983, ΕΕΝ 1984.788), με έγγραφα που κατατέθηκαν κατ’ άρθρο 972 Ι 4 στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και αποδεικνύουν την απαίτηση (ΑΠ 737/1985, ΕΝΔ 1986.54,55), με άλλα έγγραφα της ίδιας ή άλλης δίκης (ΑΠ 187/1987, αδημ.).
Αόριστη για παράδειγμα έχει κριθεί η ανακοπή, στην οποία δεν περιέχεται ένας τουλάχιστον λόγος θεμελιωτικός του αιτήματός της (ΑΠ 737/1985, ΕΝΔ 1986.54, 55) ή όταν δεν αναφέρεται η έννομη σχέση, από την οποία πηγάζει η αναγγελλόμενη απαίτηση (ΑΠ 1347/1995, αδημ.), το είδος της εμπράγματης ασφάλειας για κάθε μία από τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, ο τρόπος απόκτησης τους, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων του ανακόπτοντος, όπως και αν (και από πότε) οι απαιτήσεις είναι ληξιπρόθεσμες (ΑΠ 1178/1991).
Αμυγδαλιά Τσιάρα, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr