Ουσιώδη στοιχεία εικονικότητας δικαιοπραξίας. Ακυρότητα αυτής.
Από τις διατάξεις των άρθρων 138 και 180 του ΑΚ προκύπτει ότι δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Ειδικότερα, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά σκοπός αυτής είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Μάλιστα, εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης, όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Έτσι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 του ΑΚ) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαιτήσεως προγενέστερη της εικονικής εκποιήσεως. Η κατά τα ως άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 του ΑΚ, σε συνδυασμό με των άρθρων 68 και 70 του ΚΠολΔ. Έτσι οι τρίτοι, ιδίως δε οι δανειστές του δηλώσαντος, για τυχόν παραπλάνηση των οποίων καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία αυτή, έχουν συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση του ακινήτου που μεταβιβάσθηκε εικονικά, αφού τούτο δεν έπαψε να ανήκει στον τελευταίο, χωρίς να είναι αναγκαίο η απαίτησή τους να ανάγεται στο χρόνο καταρτίσεως της εικονικής δικαιοπραξίας ή της μεταγραφής αυτής ή σε προγενέστερο αυτού χρόνο, ούτε η καταρτισθείσα εικονική δικαιοπραξία να απέβλεπε στη ματαίωση ικανοποίησης της απαίτησής τους (βλ. ΑΠ 160/2013 ΧρΙΔ 2013 577, ΑΠ 1307/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1714/2007 ΕλλΔνη 50 1031, ΕφΔωδ 163/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2067/2012 Αρμ 2013 890). Εξάλλου, η προβολή της ακυρότητας λόγω εικονικότητας δεν υπόκειται, για οποιοδήποτε από τους νόμιμους τρόπους που μπορεί να προβληθεί, είτε με αναγνωριστική αγωγή είτε με ένσταση, σε χρονική οριοθέτηση, αφού πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα που δεν θεραπεύεται με το χρόνο και προσθέτως γιατί η αναγνωριστική αγωγή δεν παραγράφεται (άρθρο 247 ΑΚ, βλ. ΑΠ 1771/2007 ΕλλΔνη 48 1394) (130/2015 ΕΦ ΠΕΙΡ).
Έτσι, επί εικονικότητας συμβάσεως, ουσιώδη στοιχεία αποβαίνουν οι κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της γνώση και συμφωνία των συμβαλλομένων ότι η συναφθείσα σύμβαση τυγχάνει εικονική και δεν παράγει ως εκ τούτου έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δικαιοπραξίας αρκεί εν άλλοις λόγοις το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπούν πράγματι στην επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας (540/2014 ΠΠΡ ΠΑΤΡ).
Λένα Πολύζου
Δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr