Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Παραγραφή της αξίωσης προς αποζημίωση κατά του Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 140 παρ. 1 Ν. 4270/2014

Στην παρ. 1 του άρθρου 91 του Κώδικα περί Δημοσίου Λογιστικού (ν.δ. 321/1969, Α΄ 205) ορίζεται ότι: «Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, είναι πέντε ετών, εφ’ όσον υπό ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής», στο δε άρθρο 93 του ιδίου Κώδικα ότι «η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους, καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις». Εξάλλου, στο άρθρο 90 παρ. 1 του Ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α` 247/1995), που ίσχυσε από 1-1-1996 (άρθρο 119) ορίζεται ότι «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής»,  και στο άρθρο 91 του ίδιου νόμου ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής».

 Ήδη πλέον, στο άρθρο 140 παρ. 1 Ν. 4270/2014 – δυνάμει του οποίου καταργήθηκαν, από ενάρξεως ισχύος αυτού (01/01/2015), οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 108 του ανωτέρω ν. 2362/1995 (άρθρο 177 παρ. 1 περ. α΄ ν. 4270/2014) – προβλέπεται ότι «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α΄ 170), παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής», και στο άρθρο 141 εδ. α΄ αυτού ότι «Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού».

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η παραγραφή των αξιώσεων στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα αυτά από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνων του Δημοσίου, είτε έχει ως αντικείμενο την καταβολή αποζημιώσεως για θετική ζημία ή για ζημία λόγω διαφυγόντος κέρδους είτε έχει ως αντικείμενο την ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρχίζει, για όλες τις ανωτέρω επιμέρους αξιώσεις, από το τέλος του οικονομικού έτους (το οποίο κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν.Δ. 321/69 αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου ημερολογιακού έτους), εντός του οποίου γεννήθηκε κάθε μία από αυτές και κατέστη δικαστικά επιδιώξιμη, καθ’ όσον όλες οι μερικότερες αυτές αξιώσεις έχουν, κατ’ αρχήν, ως γενεσιουργό αιτία την αδικοπραξία των οργάνων του Δημοσίου. Δεδομένου, όμως, ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία δεν έχει ως θεμελιωτικό στοιχείο της την ύπαρξη υλικής ζημίας, για την έναρξη της παραγραφής της αξιώσεως αυτής δεν αρκεί η τέλεση της αδικοπραξίας, αλλά απαιτείται να συντελεσθεί και η ηθική βλάβη, όπως αυτή περιγράφεται από τον ζημιωθέντα, οπότε γεννάται και είναι δικαστικά επιδιώξιμη η σχετική αξίωση[1].

Η αξίωση προς αποζημίωση γεννάται όχι από τότε που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, αλλά από τότε που επήλθε η ζημία εξαιτίας αυτού, ή, κατά την παραστατική έκφραση του Γ. Μπαλή, «αφ’ ης η πράξις ήρξατο αναδίδουσα επιζημίους συνεπείας»[2]. Έτσι, όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, σε περίπτωση που οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται αμέσως μετά τη διάπραξη της παράνομης πράξεως ή της παραλείψεως, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκάλεσε τις επιζήμιες συνέπειες[3].

Για την αφετηρία της παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων από αποζημίωση κατά του Δημοσίου δεν ασκεί επιρροή η γνώση από τον παθόντα της ζημίας και του υποχρέου σε αποζημίωση κατά τα οριζόμενα στη γενική διάταξη του άρθρου 937 Α.Κ.. Η έλλειψη, εξάλλου, της ανωτέρω γνώσεως του ζημιωθέντος, ως πραγματικό γεγονός, δεν επάγεται αδυναμία δικαστικής επιδίωξης της αξίωσης και, συνεπώς, δεν εμποδίζει την έναρξη της παραγραφής, καθόσον τέτοια αδυναμία συντρέχει μόνο όταν η άσκηση της οικείας αγωγής αποκλείεται από λόγους νομικούς[4].

Τέλος, σημειούται ότι κατά το άρθρο 144 εδ. δ΄ Ν. 4270/2014 «Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια» (έτσι και τα άρθρα 96 εδ. γ΄ ν.δ. 321/1969, 94 εδ. δ΄ Ν. 2362/1995). Η διάταξη αυτή περί αυτεπάγγελτης έρευνας της παραγραφής από τα δικαστήρια που ισχύει υπέρ του δημοσίου έχει θεσπισθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν αντίκειται στην κατοχυρούμενη στο άρθρο 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, ούτε στα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια του δικαστηρίου δε στερεί τους αντιδίκους του δημοσίου από τη δυνατότητα να προβάλουν, καθ’ υποφορά, ενόψει του (εκ του νόμου) γνωστού σε αυτούς αυτεπαγγέλτου της λήψεως υπόψη της παραγραφής, όλες τις αντενστάσεις που τους παρέχει το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο για την απόκρουση της παραγραφής. Τέλος, η περί ης ο λόγος διάταξη δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, οι οποίες επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας, αφού οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στην κατάργηση περιουσιακών (και ενοχικών) δικαιωμάτων, αλλά όχι στο ζήτημα της αυτεπάγγελτης ή μη λήψεως υπόψη της παραγραφής από το δικαστήριο[5].

Εμμανουέλα Μανωλιδάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

[1] Βλ. ΣτΕ 2412/2009, Α.Π. 401/2008, ΣτΕ 1696/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[2] Βλ. Ν. Σοϊλεντάκη, Η αγωγή στη Διοικητική Δικονομία, Δίκαιο & Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2004, σελ. 280 επ..

[3] Βλ. ΣτΕ 1396/2014, ΣτΕ 2506/2014, ΣτΕ 1800/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[4] Βλ. Β. Μωυσίδη, Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία – Νομολογία, Ε΄ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 478 επ. (υπό άρθρο 75), ΑΠ 178/1996, ΔΔικ 1996, σελ. 954, ΟλΑΠ 24/2003, ΕΔΚΑ 2003, σελ. 618, ΣτΕ 2829/2005, ΕΔΚΑ 2006, σελ. 136.

[5] Βλ. Β. Μωυσίδη, όπ.π. (υποσημ. 4), σελ. 484 επ. (υπό άρθρο 75), ΑΠ 1371/2002, ΟλΑΠ 11/2003, ΑΠ 1938/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 22/2005, ΕΔΚΑ 2005, σελ. 374.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί