Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Παράνομη προσβολή δικαιώματος της προσωπικότητας – ειδικότερα η εικόνα του ανθρώπου ανήκει όχι στο κοινό αλλά μόνο σε εκείνον που παριστάνει και γι’ αυτό η από άλλον αποτύπωση, με φωτογράφηση ή άλλον τρόπο, ή η προβολή αυτής δημοσίως, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζομένου αποτελεί καθεαυτή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, νοούμενη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1, 2) σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ, σε περίπτωση που η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας υπήρξε και υπαίτια, το Δικαστήριο μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη του προσβληθέντος, ιδίως με την πληρωμή χρηματικού ποσού, ή με δημοσίευμα ή με οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις.

Από τις ανωτέρω, δε, διατάξεις προκύπτει ότι καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνον ως προς την αξίωση άρσεως της προσβολής και παραλείψεώς της στο μέλλον, ενώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, με την επιδίκαση ορισμένου χρηματικού ποσού, με δημοσίευμα ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο κρίνεται αναγκαίο και πρόσφορο κατά τις περιστάσεις,  απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Προσβολή, δε, της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από απόψεως έννομης τάξεως μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά.

Ενόψει, δε, της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για τη διακρίβωση της υπάρξεως προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.) δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι ώστε η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Η εικόνα, δε, του ανθρώπου ανήκει όχι στο κοινό αλλά μόνο σε εκείνον που παριστάνει και γι’ αυτό η από άλλον αποτύπωση, με φωτογράφηση ή άλλον τρόπο, ή η προβολή αυτής δημοσίως, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζομένου αποτελεί καθεαυτή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή του δικαιώματος επί της ιδίας εικόνας, χωρίς να απαιτείται να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητάς του, όπως το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, ή η υπόληψή του. Αν συμβεί, όμως, και το εικονιζόμενο πρόσωπο εμφανίζεται κάτω από συνθήκες που παραβιάζουν το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, με την αποκάλυψη στοιχείων της, όπως η κατάσταση της υγείας του, ή που μειώνουν την υπόληψή του, όπως όταν συνοδεύεται με δυσμενείς κρίσεις, εκτιμήσεις ή συμπεράσματα, που είναι αληθή μεν, αλλά ελλιπή, και σχετίζονται με την προσωπική κατάσταση του εικονιζομένου, δημιουργούν, δε, εσφαλμένες εντυπώσεις και αρνητικό κλίμα εις βάρος του, τότε προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητάς του (εικόνα, απόρρητο ιδιωτικού βίου, υπόληψη), και η προσβολή είναι σημαντικότερη. Αν, περαιτέρω, η προβολή της εικόνας, ή η αποκάλυψη στοιχείων του ιδιωτικού βίου του απεικονιζομένου γίνεται από πρόσωπο που συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία του τύπου, γίνεται, δε, κατ’ αυτήν τη λειτουργία, η οποία, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 14 παρ. 1 και 2) είναι ελεύθερη, εφόσον ο απεικονιζόμενος δεν αποτελεί πρόσωπο που ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, το παράνομο της προσβολής της προσωπικότητάς του, με την αποτύπωση ή έκθεση της εικόνας και τη δημοσιοποίηση στοιχείων του ιδιωτικού βίου του, αίρεται με τη ρητή ή σιωπηρή οικεία συναίνεση ή έγκρισή του, ή εφόσον συντρέχουν λόγοι που θεμελιώνονται στην ανάγκη προστασίας δικαιολογημένου συμφέροντος.

Περαιτέρω η εικόνα του προσώπου, άλλως το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας, που αποτελεί έκφανση της προσωπικότητας, προστατεύεται απόλυτα. Το άτομο εμφανίζεται δημόσια μόνον όταν και όπου θέλει, έτσι και η εικόνα του δεν ανήκει στο κοινό αλλά μόνον στο πρόσωπο το οποίο την παριστάνει. Κατ` αρχήν δεν επιτρέπεται η λήψη της εικόνας ενός προσώπου (φωτογράφηση, κινηματογράφηση, προβολή), η παρουσίαση της φωτογραφίας του σε τρίτους και η αναπαραγωγή ή η διάθεση της στο κοινό είτε με έκθεση σε κοινή θέα (ΜΠΘες 34697/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνη η αποτύπωση ή εμφάνιση ή προβολή της εικόνας κάποιου, χωρίς τη συναίνεση του (ή σε περίπτωση ανηλίκου προσώπου, χωρίς τη συναίνεση του προσώπου που ασκεί, κατά το άρθρο 1510 ΑΚ, τη γονική μέριμνα του ανηλίκου), προσβάλλει αυτοτελώς την προσωπικότητα του, δηλαδή το δικαίωμα του επί της ίδιας της εικόνας και δεν απαιτείται να προσβάλλεται συγχρόνως και άλλο αγαθό της προσωπικότητας του εικονιζόμενου, όπως η τιμή του με την κατά μειωτικό τρόπο εμφάνιση της φυσιογνωμίας του ή το απόρρητο της ιδιωτικής ζωής του με την εμφάνιση σκηνών απ` αυτήν. Αν συμβεί και το εικονιζόμενο πρόσωπο εμφανίζεται κάτω από συνθήκες που μειώνουν την τιμή και την υπόληψη του, ή που παραβιάζουν το απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής, τότε προσβάλλονται περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικότητας και η προσβολή είναι σημαντικότερη (ΑΠ 195/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2002 ΕλλΔνη 2003.1357, ΑΠ 411/2002 ΕλλΔνη 2002.1692, ΕφΑθ 2221/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4430.2003 ΕλλΔνη 2003.1664, ΕφΘεσ 2/2006 ο.π., ΕφΠειρ 805/2000 ΕπισκΕμπΔ 2001.953).

Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 57 και 59 είναι: α) προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, β) η προσβολή να είναι παράνομη, όπως είναι η προσβολή που γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με την άσκηση δικαιώματος το οποίο όμως είτε είναι, από την άποψη της εννόμου τάξεως, μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ 3 του Συντάγματος, οπότε ο προσβαλλόμενος δικαιούται, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη – αντίθετα υπαιτιότητα απαιτείται μόνο για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης είτε με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως είτε με δημοσίευμα ή με άλλο επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέσο) να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον (ΑΠ 1573/2005 ΕλλΔνη 2006.840, ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006.187, ΑΠ 1252/2003 ΕλλΔνη 2005.486 ΑΠ 788/2000 ΕλλΔνη 2001.162, ΑΠ 167/2000 ΕλλΔνη 2000.771, ΕφΑθ 4786/2002 ΔΕΕ 2003.1003, ΕφΑθ 6277/1999 ΕλλΔνη 2000.1431, ΕφΑθ 1371/1997 ΔΕΕ 1997.997, ΕφΘεσ 3266/2000 Αρμ. 2004.50).

Εξάλλου, ο Νόμος 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεσή του, θεσπίσθηκε σε εκπλήρωση υποχρεώσεως του κοινού νομοθέτη, απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του.

Σύμφωνα, δε, με τις διατάξεις του ως άνω Ν. 2472/1997, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις τους με τους Ν. 3471/2006 και Ν. 3625/2007 και πριν από την αντικατάστασή τους με το Ν. 4139/2013 (ΑΠ 223/2002 ΕλλΔνη 2003.185, βλ. και ΑΠ 221/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια», ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα» (άρθρο 2), «1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. 2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται: α) από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών» (άρθρο 3), και «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του (άρθρο 5)».

Στα προσωπικά δεδομένα, όπως η έννοια αυτών προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 2 στοιχείο (α) του ανωτέρω νόμου, εντάσσονται και φωτογραφίες ενός προσώπου, οι δημοσιεύσεις δε τέτοιων φωτογραφιών στο διαδίκτυο, δηλαδή με ανάρτηση τους σε διαδικτυακούς τόπους (όπως στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης – διαδικτυακό τόπο επικοινωνίας «Facebook»), συνιστούν ιδιαίτερες και διακριτές μορφές επεξεργασίας και δη αυτών της «καταχώρισης» και της «διάδοσης» προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου που η φωτογραφία αφορά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του ίδιου άρθρου 2 στοιχείο (δ) του ίδιου νόμου.

Εξάλλου, και όσον αφορά το θέμα αν μέσω της δημοσίευσης προσωπικών δεδομένων σε διαδικτυακούς τόπους, υπάρχει επεξεργασία (διάδοση) των δεδομένων αυτών, έχει κριθεί σχετικώς ότι η έννοια της επεξεργασίας τέτοιων δεδομένων περιλαμβάνει κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιούνται με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων διαδικασιών και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καθώς και ότι η εργασία που συνίσταται στην αναγραφή, σε ιστοσελίδα του διαδικτύου, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί τέτοια επεξεργασία, και μάλιστα αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει. Ειδικώς για το θέμα του αυτοματοποιημένου ή μη της επεξεργασίας σ’ αυτήν την περίπτωση, πρέπει να τονιστεί ότι η αναγραφή στοιχείων σε ιστοσελίδα του Διαδικτύου προϋποθέτει, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες σήμερα τεχνικές και μηχανογραφικές διαδικασίες, την εκτέλεση μιας εργασίας τοποθετήσεως της σελίδας αυτής σε ένα διακομιστή του διαδικτύου (server), καθώς και τις αναγκαίες εργασίες για να μπορούν να έχουν πρόσβαση στη σελίδα αυτή τα πρόσωπα που συνδέονται με το διαδίκτυο, οπότε οι εργασίες αυτές πραγματοποιούνται, τουλάχιστον εν μέρει, κατά τρόπο αυτοματοποιημένο (βλ. σχετικώς Αποφάσεις Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα 44/2009 και 17/2008 ΤΝΠ-Νόμος με τις εκεί παραπομπές, ΜΠρΘες 1024/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 34697/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Όσον αφορά στην επεξεργασία (“διάδοση”) των προσωπικών δεδομένων, μέσω της δημοσιεύσεώς τους στο διαδίκτυο, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως έχει ήδη κρίνει το ΔΕΚ, η εργασία που συνίσταται στην αναγραφή, σε ιστοσελίδα του Διαδικτύου, δεδομένων προσωπικών δεδομένων πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί τέτοια επεξεργασία. Η σχετική εργασία πραγματοποιείται, εν μέρει, κατά τρόπο αυτοματοποιημένο, καθόσον η αναγραφή στοιχείων σε ιστοσελίδα του Διαδικτύου προϋποθέτει, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες σήμερα τεχνικές και μηχανογραφικές διαδικασίες, την εκτέλεση μιας εργασίας τοποθετήσεως της σελίδας αυτής σε ένα διακομιστή του Διαδικτύου (server), καθώς και τις αναγκαίες εργασίες για να μπορούν να έχουν πρόσβαση στη σελίδα αυτή τα πρόσωπα που συνδέονται με το Διαδίκτυο.

Συνεπώς, η εργασία, που συνίσταται στην αναφορά, επί ιστοσελίδας του Διαδικτύου, σε διάφορα πρόσωπα και στον προσδιορισμό τους, είτε με το όνομά τους, είτε με άλλα μέσα, συνιστά αυτοματοποιημένη, εν όλω ή εν μέρει, επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας 95/46 [ΔΕΚ, απόφ. Της 6.11.2003, υπόθ. C-101/2001, Lindqvist, Σκέψεις αρ. 25-27,. απόφ. 17/08 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ΔΙΜΕΕ 2008, 124, ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 2638/2008, ΑΠ 2079/2007, δημ. Νόμος).

Ενδιαφέρον προκαλεί για το σκεπτικό της η υπ’ αριθ. 1767/2015 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία έκρινε σχετικά με το «twitter» ότι: « […] Στην έννοια, δε, του τύπου, κατά την προρρηθείσα διάταξη, υπάγεται και η δημοσίευση, μέσω ηλεκτρονικού εγγράφου, στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας πραγματοποιείται μέσω διαδικτύου («internet»), να συνιστά δια του τύπου προσβολή και να εκδικάζεται κατά την ανωτέρω ειδική διαδικασία (ΑΠ 1652/2013 ΝοΒ 2014.616, ΕφΑθ 3071/2014, ΕφΔωδ 220/2013ΔιΜΕΕ 2014.198,ΕφΔωδ 36/2011, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 680/2009, δημ. ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 8962/2006ΕλλΔνη 2007.1518,ΠΠρΑθ 1465/2014, δημ., ΠΠρΑθ 6411/2013 ΕλλΔνη 2014.821, ΠΠρΑθ 6148/2013, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Α. Βαθρακοκοίλη, Διαδικασία διαφορών από προσβολές με δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσ/νίκη, έκδοση 2008, σ. 17). Επομένως, τέτοιου είδους προσβολή μπορεί να προκληθεί, πλην άλλων, και μέσω ιστολογίων («blogs»), ήτοι διαδικτυακών ημερολογίων, που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις («hyperlinks») και καταχωρίσεις απόψεων, έχουν, δε, ως «βασική μονάδα» τους, τις καταχωρίσεις και όχι τις εκάστοτε «σελίδες» (pages), όπως συμβαίνει με τους ιστότοπους (websites). Ο κάτοχος-διαχειριστής του διαδικτυακού ημερολογίου (blogger), ο οποίος μπορεί να είναι επώνυμος, ανώνυμος ή με ψευδώνυμο,  καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις του σε αυτό, για διάφορα ζητήματα, ενώ τα ιστολόγια είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστοτόπους, ιστοσελίδες και blogs και να επιτρέπουν στους χρήστες-αναγνώστες τους να απαντήσουν στις απόψεις του γράφοντος, ανακοινώνοντας στο ίδιο ιστολόγιο τα δικά τους σχόλια, που είναι, επίσης, αναγνώσιμα από όλους τους τρίτους χρήστες του διαδικτύου. Τα ιστολόγια συντηρούν οι χρήστες τους (bloggers), που ανταλλάσσουν απόψεις μέσω αυτών, ενώ αποτελούν διαδραστικά μέσα, τα οποία διαφέρουν από τις ιστοσελίδες, που διατηρούν στο διαδίκτυο τα μέσα ενημέρωσης, διότι η διαμόρφωση του περιεχομένου τους δεν αποφασίζεται μόνον από τους κατόχους-διαχειριστές τους, αλλά και από όλους τους χρήστες-αναγνώστες των ιστολογίων (πρβλ. Σ. Τάσση, Διαδίκτυο και ελευθερία έκφρασης – Το πρόβλημα των Blogs, ΔιΜΕΕ, 2006.518 επ.).    Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος-διαχειριστής μπορεί, με τη χρήση στοιχείων προσβάσεως, να επιλέξει ποιοι από τους χρήστες-αναγνώστες επιτρέπεται να αναρτήσουν δικά τους σχόλια στο ιστολόγιό του, εν τούτοις δεν είναι σε θέση να ελέγξει το αληθές ή όχι των χορηγούμενων από τον εκάστοτε αναγνώστη προσωπικών του δεδομένων, διότι είναι πολύ πιθανόν ο αναγνώστης να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο, οπότε είναι δυσχερέστατη η αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας (ΕφΘρακ 91/2012 ΔιΜΕΕ 2012.230). Εξάλλου, το «Twitter», το οποίο έχει τεθεί σε δημόσια διαδικτυακή χρήση ήδη από τον Ιούλιο του έτους 2006, αποτελεί μία διαδικτυακή πλατφόρμα κοινωνικής δικτυώσεως, που αποσκοπεί στην προώθηση του δημοσίου διαλόγου και στην ενημέρωση τόσο των ενεργοποιημένων χρηστών του, οι οποίοι διαθέτουν προσωπικό λογαριασμό σε αυτό, όσο και των εν γένει χρηστών του διαδικτύου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτού του ιστοχώρου, κάθε χρήστης του διαδικτύου δύναται να δημιουργήσει δωρεάν το δικό του προσωπικό λογαριασμό (προφίλ), χρησιμοποιώντας διακριτό όνομα χρήστη («username»), τον οποίο (λογαριασμό) μπορεί να διαμορφώσει με το περιεχόμενο που επιθυμεί, εκθέτοντας σε αυτόν διάφορες προσωπικές του πληροφορίες, όπως σύντομο βιογραφικό του, οπτικοακουστικό υλικό (εικόνες, φωτογραφίες και βίντεο) κ.λπ. Η εν λόγω, δε, διαδικτυακή πλατφόρμα λειτουργεί διαδραστικά μεταξύ των συνδεδεμένων μελών του, καθώς κάθε χρήστης μπορεί, ως ακόλουθος («follower») άλλου χρήστη, να παρακολουθήσει τη δραστηριότητα του τελευταίου, δια της διαδικτυακής αυτής υπηρεσίας. Δεν είναι απαραίτητο, όμως, για δύο χρήστες να ακολουθεί ο ένας τον άλλον. Έτσι, κάθε χρήστης ακολουθεί όποιους επιθυμεί και ακολουθείται από οποιονδήποτε. Περαιτέρω, οι συνδεδεμένοι χρήστες, μετά τη δημιουργία του προσωπικού τους λογαριασμού, δύνανται να προβαίνουν σε αναρτήσεις (δημοσιεύσεις) σύντομων κειμένων, που αποκαλούνται τουΐτς («tweets»), με μέγιστο όριο χαρακτήρων τους εκατόν σαράντα (140). Τα μηνύματα, ωστόσο, αυτά μπορούν να προβληθούν και να αναγνωσθούν και από μη συνδεδεμένους χρήστες του διαδικτύου, εφόσον ο κάτοχος του λογαριασμού έχει προεπιλέξει τη δημόσια προβολή τους. Επομένως, το Twitter, ως διαδικτυακό μέσο κοινωνικής δικτυώσεως («socialnetwork»), αλλά και ως υπηρεσία ιστολογίων σε μικρότερη κλίμακα, ένεκα της περιορισμένης εκτάσεως των αναρτήσεων σε αυτά («micro-blogging»), δίδει τη δυνατότητα σε κάθε συνδεδεμένο χρήστη του να δημιουργήσει το προσωπικό του ιστολόγιο, ενώ επιτρέπει σε αυτούς (χρήστες) να προβαίνουν σε σύντομες δημοσιεύσεις και να επικοινωνούν μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας απόψεις, σχόλια και πληροφορίες (περί των ανωτέρω, βλ. σχετικά τους ιστοτόπους: α) http://……………………,β) http://www……………………… γ) http://………………………………………….) […]».

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 και 2 του αυτού ως άνω Νόμου, ορίζεται ότι «1. Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός εάν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη».

Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η ρύθμιση του Ν. 2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ. 1,5 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β΄ και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 ΑΚ κ.λπ.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παρανόμων προσβολών της προσωπικότητας, εν σχέσει με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται -κατ’ αρχήν- απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του Νόμου (ΕφΑθ 2887/2010 ΕΕμπΔ 2010.950, ΜΕφΑθ 1437/2014 Αρμ 2014.1868,βλ. και Μ. Σταθόπουλο, μελέτη σε ΝοΒ 48.1επ.).

Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές ερμηνεύονται με βάση α) το σκοπό του Ν. 2472/1997, συνιστάμενο στη διασφάλιση του φιλελεύθερου και δικαιοκρατικού χαρακτήρα της τεχνολογικής αναπτύξεως και στην προστασία του ατόμου από την πληροφορική και ψηφιακή τεχνολογία, η οποία παρέχει θεωρητικώς και πρακτικώς απεριόριστες δυνατότητες συσσωρεύσεως και συσχετισμού πληροφοριών για όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημοσίας ζωής του ανθρώπου και επιτρέπει την παραγωγή, με βάση τις ιδιότητές του ως πολίτη, εργαζομένου, ασφαλισμένου, καταναλωτή κ.λπ., μιας ανάγλυφης εικόνας της προσωπικότητάς του, η οποία τον καθιστά διαφανή και, κατά τούτο, ελέγξιμο, αν όχι και χειραγωγήσιμο και β) υπό το φως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συναγομένων επαγωγικώς εκ των επιμέρους εκδηλώσεων της ζωής, της επιστήμης και της τέχνης και χρησιμοποιουμένων προς εξειδίκευση της αορίστου νομικής έννοιας «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

Επομένως, σε περίπτωση παραβιάσεως των παραπάνω, υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 και του ταυταρίθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ από τις οποίες, σε συνδυασμό και με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει : α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται, και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 637/2013 ΔιΜΕΕ2014.125, ΑΠ 174/2011 ΧρΙΔ 2012.510 ΑΠ 476/2009ΧρΙΔ2010.33, ΑΠ 1923/2006ΝοΒ 2007.367,ΕφΘεσ87/2013 Αρμ 2013.521, ΕφΑθ 6282/2011 ΔΕΕ 2012.581,ΕφΑθ 2887/2010ΕΕμπΔ 2010.950,ΕφΘεσ733/2009 ΔιΜΕΕ 2009.614, ΕφΑθ 3833/2003 ΝοΒ 2004.247, ΜΕφΑθ 1437/2014Αρμ 2014.1868).

Εξάλλου, στην περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου, ευνόητο είναι ότι μπορεί να παρασχεθεί και προσωρινή προστασία του δικαιώματος της προσωπικότητας, (βλ. σχετ. ΜΠρΘες 1024/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) στα πλαίσια της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (άρθρο 731 του ΚΠολΔ) με τη λήψη των αναγκαίων και κατάλληλων προς τούτο ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία να επιδιώκουν, προσωρινά, μέχρι τη διαπίστωση της προσβολής οριστικά κατά την κύρια διαγνωστική δίκη, την παύση της προσβολής και τη αποφυγή επανάληψης στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Με άλλα λόγια, το δικαστήριο στα πλαίσια της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, έχει εξουσία να διατάξει την προσωρινή παράλειψη πράξεων που προσβάλλουν απόλυτα δικαιώματα, όπως αυτό της προσωπικότητας, χωρίς να θίγεται η διάταξη 692 § 4 ΚΠολΔ που απαγορεύει την ικανοποίηση του δικαιώματος. Η αξίωση προς παράλειψη μελλοντικών προσβολών του κρίσιμου απόλυτου δικαιώματος, έχει από τη φύση της τόση διάρκεια, όση είναι η διάρκεια της ισχύος του δικαιώματος από το οποίο απορρέει. Συνεπώς, η αξίωση αυτή είναι μία διαρκής έννομη σχέση, η οποία όταν υπάρχει ανάγκη, μπορεί να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία χωρίς να κινδυνεύει να ματαιωθεί ο σκοπός της κύριας δίκης, αφού η υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας του ατόμου ισχύει στο διηνεκές (ΜΠρΑΘ 2925/2008, ΜΠρΘεσ 16790/2009 ΤΝΠ-Νόμος).

Κωνσταντίνα Β. Πουρνάρα

Δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί