Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Παράβαση καθήκοντος από υπάλληλο και από δικαστικό λειτουργό: υπ’ αριθμ. 6/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΠΟΙΝ)

Σύμφωνα με το άρθρο 259 (παράβαση καθήκοντος) του Νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019 με ισχύ από 1.7.2019) «Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη».

Κατά την κρατούσα στη νομολογία θέση, για τη στοιχειοθέτηση του ποινικού αδικήματος της παράβασης καθήκοντος, υποκείμενο του οποίου δύναται να είναι υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α’ του ΠΚ, απαιτούνται: α) πρόθεση του δράστη, δηλαδή δόλος που περιέχει τη θέληση παράβασης των καθηκόντων της υπηρεσίας, β) παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του, δηλαδή των καθηκόντων που ανατίθενται στον υπάλληλο, ως όργανο του κράτους, επιβάλλονται σ’ αυτόν από το νόμο ή καθορίζονται με διοικητική πράξη ή απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχουν στη φύση της υπηρεσίας του και αναφέρονται στην έκφραση από τον υπάλληλο της θελήσεως της πολιτείας και στην άσκηση της κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της έναντι των τρίτων και όχι απλώς η παράβαση των υποχρεώσεων που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ. και γ) σκοπός να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε τρίτον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή άλλον, αρκεί δε η επιδίωξη του σκοπού αυτού χωρίς να απαιτείται και επίτευξη του (ΟλΑΠ 262/1961). Εφόσον συντρέχουν τ’ ανωτέρω, κρίσιμο στοιχείο δεν είναι ο γενικός ή ειδικός χαρακτήρας των καθηκόντων που παραβιάζονται, ούτε πολύ περισσότερο η πηγή προέλευσης τους, αν δηλ. προκύπτουν από διάταξη νόμου, ακόμη και από το ίδιο το Σύνταγμα, από διοικητική πράξη ή οδηγίες ή από την ίδια τη φύση και την αποστολή της υπηρεσίας, αλλά η ύπαρξη συγκεκριμένης υπηρεσιακής ενέργειας τελούμενης κατά παράβαση των καθηκόντων, από την οποία απειλείται in concreto η πρόκληση βλάβης σε κάποια συγκεκριμένα κρατικά ή ατομικά έννομα αγαθά και συμφέροντα ή ο προσπορισμός παράνομου οφέλους στον υπάλληλο ή σε άλλον. Εκείνο δηλ. που έχει σημασία στο άρθρο 259 ΠΚ είναι αν η παράβαση του καθήκοντος θίγει άμεσα την υπηρεσιακή λειτουργία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγεί έτσι αντικειμενικά σε προσπορισμό (ιδίου ή ξένου) οφέλους ή σε βλάβη του κράτους ή άλλου· δεν ενδιαφέρει δηλαδή το είδος (γενικό ή ειδικό) του καθήκοντος αλλά μια οποιαδήποτε συγκεκριμένη “αντιυπηρεσιακή” ενέργεια, εφ’ όσον αυτή λειτουργεί ως μέσο για τον προσπορισμό οφέλους ή την πρόκληση βλάβης στα έννομα συμφέροντα άλλου (Ν. Μπιτζιλέκη, Υπηρεσιακά Εγκλήματα, 2001, σελ. 46, 47 και 49). Το έννομο αγαθό που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ και προσβάλλεται από την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται από αυτή είναι η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας και η λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να υπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως αλλά και όλων των ποινικών διατάξεων που προβλέπουν και τιμωρούν εγκλήματα, υποκείμενο των οποίων είναι υπάλληλος, θεωρούνται υπάλληλοι και οι κρατικοί λειτουργοί που κατά κανόνα είναι άμεσα όργανα του κράτους (βλ. και άρθρο 2 Ν. 3126/2003 στο οποίο αναφέρεται ρητώς ότι οι Υπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι). Οι κρατικοί λειτουργοί είναι όργανα του κράτους διάφορα των απλών υπαλλήλων και δεν είναι νοητή επ’ αυτών διάκριση μεταξύ απλού υπαλληλικού καθήκοντος και υπηρεσιακού καθήκοντος. Ως εκ τούτου, κατά την ερμηνεία των ποινικών διατάξεων που προβλέπουν ποινικά αδικήματα, υποκείμενο των οποίων είναι ο “υπάλληλος”, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιότητα αυτή, προκειμένου σε κάθε περίπτωση ιδία όμως σε σχέση προς τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ να προσδιορίζεται η έννοια, η φύση και το εύρος των καθηκόντων, η παράβαση των οποίων θα στοιχειοθετεί, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος.

Με βάση τ’ ανωτέρω, για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 259 και 13 περίπτ. α’ του ΠΚ υπάλληλοι θεωρούνται και οι δικαστικοί λειτουργοί στη φύση του λειτουργήματος των οποίων, ως αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας και αποστολής των, ενυπάρχει η αρχή της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας, η εφαρμογή της οποίας δεν συνιστά ένα απλό υπαλληλικό καθήκον αλλά ένα υπέρτατο υπηρεσιακό καθήκον που επιβάλλει στο δικαστικό λειτουργό να απέχει ακόμη και της εξώδικης έκφρασης γνώμης, όταν αυτή μπορεί να συναρτηθεί με συγκεκριμένη υπόθεση (σε σχέση με την αρχή της αμεροληψίας, βλ. Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. 2000, σελ. 650). Η ύπαρξη αντικειμενικού και αμερόληπτου δικαστού αποτελεί έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου αλλά και της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που απορρέουν από το Σύνταγμα. Δήλον ότι το καθήκον αυτό λειτουργεί τόσο στην περίπτωση που ο ίδιος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται μία υπόθεση όσο και στην περίπτωση που άλλος δικαστικός λειτουργός χειρίζεται υπόθεση και ο πρώτος παρεμβαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο προκειμένου να επιτύχει έκβαση της υποθέσεως υπέρ του ενός εκ των διαδίκων. Με άλλα λόγια, το ενυπάρχον στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού καθήκον της αμεροληψίας, αντικειμενικότητας και ουδετερότητας αποκλείει στο δικαστικό λειτουργό την υπό οποιαδήποτε μορφή παρέμβαση ή υπόδειξη σε άλλο δικαστικό λειτουργό προκειμένου να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη. Τα ανωτέρω ισχύουν προεχόντως στις περιπτώσεις που οι παρεμβάσεις ή υποδείξεις γίνονται από ιεραρχικά ανώτερο κατά βαθμό δικαστικό λειτουργό προς κατώτερο δικαστικό λειτουργό, δεν είναι δε αναγκαίο ο ιεραρχικά κατώτερος δικαστικός λειτουργός να υπηρετεί στην περιφέρεια που υπηρετεί ο ιεραρχικά ανώτερος δικαστικός λειτουργός. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 19 § 3 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών», όπως ισχύει), με την οποία ορίζεται ότι «Οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα». Το εύρος της διατάξεως αυτής εκτείνεται πέραν των προσώπων τα οποία κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου ασκούν εποπτεία, η οποία κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου συνίσταται στην επίβλεψη και έκδοση γενικών οδηγιών, ενόψει της χρήσεως, εκτός της λέξεως “οδηγία” και των λέξεων “σύσταση” ή “υπόδειξη”. Και τούτο διότι σκοπός θεσπίσεως της διατάξεως αυτής είναι να αποτρέπεται ο επηρεασμός της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας των κατώτερων δικαστικών λειτουργών κατά τον χειρισμό συγκεκριμένης ή συγκεκριμένων υποθέσεων. Ο επηρεασμός όμως αυτός δύναται να γίνει από τις “συστάσεις και υποδείξεις” οποιουδήποτε ανώτερου δικαστικού λειτουργού προς κατώτερο, προεχόντως δε οποιουδήποτε ανωτάτου δικαστικού λειτουργού προς κατωτέρους και όχι μόνον από τους ασκούντες, σύμφωνα με την § 1 του προρρηθέντος άρθρου, εποπτεία. Η διάταξη αυτή της § 3 του άρθρου 19 με την οποία οριοθετούνται τα καθήκοντα των δικαστικών λειτουργών και ιδία των ανωτάτων, προκειμένου να διασφαλίζεται η αμεροληψία και αντικειμενικότητα της κρίσης κατά τον χειρισμό υποθέσεων, αποτελεί συγχρόνως, σε περίπτωση παραβιάσεώς της, το θεμέλιο τελέσεως και του υπό του άρθρου 259 ΠΚ προβλεπομένου και τιμωρουμένου ποινικού αδικήματος της παράβασης καθήκοντος. Αυτό, βεβαίως, δεν ορίζεται ρητώς με τη διάταξη της § 3 του άρθρου 19 Ν. 1756/1987, αφού με το νόμο αυτό ρυθμίστηκαν τα θέματα τα αφορώντα μ.α. στην τέλεση πειθαρχικών αδικημάτων από τους δικαστικούς λειτουργούς. Ουδέν, εξάλλου, αποκλείει ή απαγορεύει η παραβίαση μιας διατάξεως να συνιστά πειθαρχικό αδίκημα για έναν υπάλληλο ή λειτουργό και συγχρόνως το θεμέλιο τελέσεως ποινικού αδικήματος και ιδία αυτού της παράβασης καθήκοντος.

Πέραν όμως τούτων, όπως εξετέθη, τα καθήκοντα του υπαλλήλου ή λειτουργού είναι δυνατόν να απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των Προϊσταμένων, προκειμένου δε περί δικαστικών λειτουργών, από ιδιαίτερες οδηγίες των ασκούντων την κατά το άρθρο 19 § 1 του Ν. 1756/1987 εποπτεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου σε σχέση προς τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Κατά τα διαλαμβανόμενα στις με αριθμούς 509/1997 και 13/2001 εγκυκλίους του τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου, κάθε επέμβαση στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστή και κάθε απόπειρα υπόδειξης προς αυτόν σχετικά με εκκρεμή δίκη, ανεξάρτητα από την προέλευσή της και τα κίνητρα του προσώπου που την επιχειρεί, αποτελεί αθέμιτη προσπάθεια επηρεασμού της δικαστικής κρίσης και προσβολή προς το πρόσωπο του δικαστή, θέτει υπό δοκιμασία τη δικαστική ανεξαρτησία και υπονομεύει τις εγγυήσεις αντικειμενικότητας και διαφάνειας αλλά και το ίδιο το κύρος της δικαιοσύνης και εντεύθεν ως απαγορευμένη συνιστά και αυτή το θεμέλιο τελέσεως του ποινικού αδικήματος της παράβασης καθήκοντος. Δεν είναι ανάγκη να σημειωθεί ότι οι συστάσεις ή υποδείξεις από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς προς τους κατωτέρους τους σε σχέση προς συγκεκριμένη ή συγκεκριμένες υποθέσεις, με σκοπό να παραβιασθεί η αντικειμενικότητα και αμεροληψία και να ευνοηθεί ένα από τα διάδικα μέρη, συνιστούν αναμφιβόλως αθέτηση υπηρεσιακής υποχρεώσεως, εμπίπτουν στο κύκλο των καθηκόντων των ως δικαστικών λειτουργών και δεν είναι ξένες με την άσκηση δημόσιας εκ μέρους των εξουσίας σε σχέση προς συγκεκριμένες υποθέσεις, εντεύθεν δε δεν συνιστούν αθέτηση απλού υπαλληλικού καθήκοντος, το οποίο έχει σχέση με την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας κλπ. και η ύπαρξη του οποίου δεν είναι νοητή με την έννοια και την αποστολή του κρατικού λειτουργού.

Εκ πάντων των ανωτέρω παρέπεται ότι η, κατά παράβαση των προρρηθέντων καθηκόντων, τα οποία ενυπάρχουν στη φύση του λειτουργήματος του δικαστικού λειτουργού και διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 19 § 3 Ν. 1756/1989 και τις ρηθείσες εγκυκλίους του Προέδρου του Αρείου Πάγου, παρέμβαση, με οποιονδήποτε τρόπο, στο δικαιοδοτικό έργο του δικαστικού λειτουργού προς επηρεασμό της κρίσης του υπέρ του ενός εκ των διαδίκων μερών από ανωτάτους ιδία δικαστικούς λειτουργούς, που έχουν ταχθεί, όπως άλλωστε και όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί, ως όργανα του κράτους να υπηρετούν την πολιτεία και τους πολίτες με χρηστότητα και καθαρότητα και να υλοποιούν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή του κράτους δικαίου, με σκοπό να προσπορίσουν στους ίδιους ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, όπως είναι η μεροληπτική και ευνοϊκή μεταχείριση ενός διαδίκου, περαιτέρω συνέπεια των οποίων είναι να τίθεται υπό δοκιμασία η δικαστική ανεξαρτησία και να υπονομεύεται το κύρος της δικαιοσύνης, στοιχειοθετεί πλήρως κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση το υπό του άρθρου 259 ΠΚ προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της παράβασης καθήκοντος.

Μπενάκη Βικεντία – Άννα

Δικηγόρος Αθηνών

Μ.Δ.Ε. Φιλοσοφίας Δικαίου Νομικής Αθηνών

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί