Πότε η λήψη ασφαλιστικών μέτρων δε συνιστά ικανοποίηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ
Σύμφωνα με τη διάταξη της § 4 του άρθρου 692 ΚΠολΔ “Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση”. Ο κανόνας αυτός (απόρροια του παρεπόμενου χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων) ισχύει και στην προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (ΜΠρΑΘ 10691/ 1998 ΝοΒ 1999.434, ΜΠρΑΘ 35061/1998 Αρμ. 1999.983), αφού αυτή δεν είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη δικαιώματος ή έννομης σχέσεως του ουσιαστικού δικαίου. Μάλιστα η ρύθμιση καταστάσεως αποτελεί την κύρια, αν όχι την αποκλειστική περίπτωση εφαρμογής του κανόνα, αφού στις λοιπές περιπτώσεις ασφαλιστικών μέτρων δεν ανακύπτει πρακτικά κίνδυνος ικανοποιήσεως του ασφαλιστέου δικαιώματος, με εξαίρεση μόνο την προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεως. Η εφαρμογή της § 4 αποτρέπει τη δημιουργία με τα ασφαλιστικά μέτρα ανεπανόρθωτων ή δυσχερώς αναστρέψιμων συνεπειών, που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της κύριας δίκης, δηλαδή συνεπειών που η ανατροπή τους μετά την αντίθετη οριστική κρίση (χωρίς πάντως αναδρομική ενέργεια, πρβλ. 698) δεν είναι αυτόματη και απαιτεί ενδεχομένως σημαντικές δαπάνες από τον ηττηθέντα στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ή εξαρτάται κυρίως από τη θέληση του αντιδίκου του. Συνήθως η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, που υπολείπεται της οριστικής ποιοτικά, ποσοτικά ή χρονικά, διασφαλίζει τον κανόνα της § 4. Γενικότερα δε η καταδίκη σε ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή πράξεως, που αποτελεί το περιεχόμενο εφάπαξ παροχής ή η ενεργοποίηση διαπλαστικού (ουσιαστικού) δικαιώματος (ΜΠρΑΘ 5611/1981 ΝοΒ 1981.734, ΜΠρΑΘ 15647/1983 ΝοΒ 1984.315) οδηγούν σε ικανοποίηση των αντιστοίχων ουσιαστικών δικαιωμάτων και συνεπώς σε ρύθμιση υπερβαίνουσα τα όρια των άρθρων 692 § 4 και 731-732 ΚΠολΔ (ΠΠρΑΘ 17/1984 Δ 1986.252, ΜΠρΑΘ 8147/1978 ΕΔΠολ 1978.179). Τα ασφαλιστικά μέτρα οδηγούν, άμεσα ή έμμεσα, στην απαγορευμένη από τη διάταξη του άρθ. 692 παρ. 4 ΚΠολΔ πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, όταν εξαντλούνται σε εφάπαξ ενέργειες, οι οποίες ματαιώνουν πρακτικά τον σκοπό της κύριας δίκης και την καθιστούν χωρίς ουσιαστικό αντικείμενο (Μπέης, τα όρια της προσωρινής δικαστικής προστασίας, αριθ. 1.2.3.8., 1.2.6., 1.2.7 και Πολ.Δικον. άρθ. 682, αριθ. 8, άρθ. 692, αριθ. 4 – ΜονΠρΑθ 12533/1989). Απόκλιση από τον απαγορευτικό κανόνα του άρθ. 692 παρ. 4 ΚΠολΔ μπορεί να γίνει μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν η άρνηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων δημιουργεί για τον αιτούντα αφόρητες συνέπειες που δεν μπορούν να επανορθωθούν και οι οποίες συγκρινόμενες με τις συνέπειες, που συνεπάγεται για τον αντίδικό του η λήψη σε βάρος του ασφαλιστικών μέτρων, είναι, με αντικειμενικά κριτήρια, πολύ βαρύτερες εν όψει και του πιθανολογούμενου αποτελέσματος της κύριας δίκης, ενώ σε κάθε περίπτωση ο απαγορευτικός κανόνας του άρθ. 692 παρ. 4 ΚΠολΔ δεν αποτελεί εμπόδιο για την προσωρινή επιδίκαση απαιτήσεων και τη προσωρινή ρύθμιση της νομής (Μπέης, Πολ.Δικον. άρθ. 692, αριθ. 4. 5, 4. 6 – Καργάδος. Η απαγόρευση ασφαλιστικών μέτρων για ιδιωτικές διαφορές στον τόμο: Η δραστικότητα της προσωρινής δικαστικής προστασίας, έκδοσης Κέντρου Δικανικών Μελετών, σ. 29-37, 13130/1997 ΜΠΑ).
Επιπλέον, απόκλιση από το δεσμευτικό κανόνα της § 4 του άρθρου 692 ΚΠολΔ μπορεί να γίνει επί προσβολών των απολύτων δικαιωμάτων, όπως της κυριότητας, η επείγουσα περίπτωση, δηλαδή η ανάγκη να ενεργοποιηθεί προσωρινά η εριζόμενη έννομη σχέση με τη θέση σε προσωρινή λειτουργία της εξουσίασης του κρίσιμου αντικειμένου, παρίσταται αυτόθροη όταν πιθανολογηθεί η ύπαρξη του ασφαλιστέου δικαιώματος καθώς και η προσβολή του, ακριβώς επειδή ο δικαιούχος πρέπει αμέσως να συνεχίσει την άσκηση του προσβληθέντος δικαιώματος του. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται αποδεικτική κρίση και περί της συνδρομής της επείγουσας περίπτωσης [βλ. εκτενέστερα Κ. Γεωργίου, Συνέπειες της προσβολής της φυσικής εξουσίασης επί του πράγματος (προσωρινή δικαστική προστασία της νομής και της κυριότητας, Ασφαλιστικά Μέτρα), 1995, § 2.1.2.1. σημ. 9 σ. 477 και ΕλλΔνη 34(1993). 1429/1430 σημ. No 9, τον ίδιο, ΕλλΔνη 38(1997). 16, ΜΠρΧαλκίδας 585/1991, Δ 23. 264, ΜΠρΧαλκίδας 21/1991, ΕιρΑργ 28/2007, ΝοΒ 55. 1940, contra ΠΠρΜυτ 75/2003, ΑρχΝ 54. 697). Πάντως και σε κάθε περίπτωση, εφόσον η προσβολή του δικαιώματος είναι διαρκής, τότε αντίστοιχα διαρκής θα είναι και η αξίωση του πληττομένου για λήψη ασφαλιστικού μέτρου, καθώς και η επείγουσα περίπτωση για παύση της προσβολής, αφού οι προσβλητικές πράξεις, τις οποίες συνεχώς διενεργεί ο καθ` ου, συνεχίζουν και επιτείνουν την βλάβη του αιτούντος (βλ. Κ. Γεωργίου, ό.π., 608/2009 ΜΠρΧαλκ). Τέλος, απόκλιση από τον κανόνα της παρ. 4 του άρθρου 692 ΚΠολΔ δικαιολογείται και στις περιπτώσεις που πιθανολογείται κίνδυνος σημαντικής προσβολής της αξίας του ανθρώπου, η οποία διασφαλίζεται συνταγματικώς (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ.) όπως π.χ. την κατεδάφιση του ετοιμόρροπου κτίσματος ή τοίχου αν απειλείται η ζωή ανθρώπου ή βλάβη της υγείας του (βλ. ΜΠρΘες 5731/2011, ο.π. με τις εκεί παραπομπές) ή κίνδυνος προσβολής της προσωπικότητας (βλ. ΜΠρΠατρ 2239/2010 ΕφΑδ 2011, 167, ΜΠρΘες 34697/2010 ΝΟΜΟΣ) ή κίνδυνος άλλων απόλυτων δικαιωμάτων, όπως της κυριότητας (βλ. ΜΠρΧαλκ 608/2009 ΕΠολΔ 2011, 227) ή της πνευματικής ιδιοκτησίας (βλ. ΜΠρΓιαν 451/2009 Αρμ 2010, 1152).
Λένα Πολύζου
Δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr