Προϋποθέσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων, όπως η ύπαρξη επικείμενου κινδύνου ματαίωσης ικανοποίησης του ασφαλιστέου δικαιώματος ή η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης που επιτάσσει την προσωρινή ρύθμιση έννομης σχέσης πριν ή διαρκούσης της κύριας δίκης Έννοια και όροι συνδρομής εκάστου των άνω όρων βασίμου της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ, η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση υπάρξεως επικειμένου κινδύνου, απειλούντος το επίδικο δικαίωμα και προς αποτροπή αυτού ή επί συνδρομής επειγούσης περιπτώσεως, που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλαχτικών μέτρων, πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Εν ανυπαρξία ή μη πιθανολόγηση των πραγματικών αυτών προϋποθέσεων δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση του κανόνος, σύμφωνα με τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά προσώπου ή της περιουσίας του διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως υπό τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας.
Ως επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων[1]. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται στην επείγουσα περίπτωση και στον επικείμενο κίνδυνο κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να καθορίζει εάν αφορούν στο επίδικο αντικείμενο ή τους διαδίκους, τούτο, δε, δεν διευκρινίσθηκε ούτε κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[2] και, συνεπώς, ενόψει της σιωπής του Νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί οι προϋποθέσεις αυτές να αναφέρονται και στις δύο περιπτώσεις[3].
Η ύπαρξη ή μη επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου για την αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά Νόμο αρμοδίου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση.
Επί το ειδικότερον, επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση, λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιασδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ). Από την άλλη μεριά, επικείμενος κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης και αναπότρεπτος, υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται από αυτόν, ενόψει και της βραδείας οριστικής επίλυσης της διαφοράς, είναι πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους, όπως όταν απειλείται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης όταν κάποτε ο αιτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της σχετικής κυρίας διαγνωστικής δίκης, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθούν τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή εγγυοδοσία (άρθρα 704 επ. ΚΠολΔ), προσημείωση υποθήκης (άρθρα 706 ΚΠολΔ), συντηρητική κατάσχεση (άρθρα 707 επ. ΚΠολΔ), δικαστική μεσεγγύηση (άρθρα 725 ΚΠολΔ) ή σφράγιση (άρθρο 737 ΚΠολΔ)[4]. Ωστόσο, μόνη η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Εξάλλου, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής καταστάσεως κάποιου προσώπου, γιατί υπό τοιαύτη εκδοχή θα δικαιολογείτο η λήψη ασφαλιστιών μέτρων και δη υπό την μορφή της προσημειώσεως υποθήκης ή της συντηρητικής κατασχέσεως επί πάσης εκκρεμούς αγωγής, ενόψει της ενδεχομένης, κατά την κοινή λογική, μεταβολής ή ελαττώσεως της περιουσιακής καταστάσεως του διαδίκου. Ειδικότερα, ως επικείμενος κίνδυνος, που μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη των συγκεκριμένων ασφαλιστικών μέτρων της συντηρητικής κατασχέσεως και της προσημειώσεως υποθήκης, νοείται η πιθανολόγηση ότι επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτελέσεως, όταν, κάποτε, ο αιτών (δανειστής) αποκτήσει εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης[5].
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αρ. 4 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτού κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς, δε, επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο, καθώς και τον επικείμενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση. Στα ασφαλιστικά μέτρα, η αξίωση αυτή του νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική για το λόγο ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη, λόγω της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η παράλειψη, της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση αόριστη και κατ’ ακολουθίαν απαράδεκτη[6].
Πιο συγκεκριμένα, για το ορισμένο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, πρέπει σε αυτήν να γίνεται, έστω και συνοπτικά, αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν τη συνδρομή του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης και δεν αρκεί η αναφορά στην στερεότυπη διατύπωση του νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση συγκεκριμένων, έστω και συνοπτικώ,ς περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, διαφορετικά είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της[7].
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] βλ. ΜΠρΗρακλ 384/2019, ΜΠρΘεσ 3706/2014, δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑΘ 449/2004 ΝοΒ 52, 831
[2] βλ. Νίκα σε Δ. 8, 623 επ.
[3] βλ. Βασ. Αντ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ. Δ`, 1996, υπό το άρθρο 682, αρ. 10
[4] βλ. ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π. και Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ. Δ, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, σελ. 24
[5] βλ. ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π., ΜΠρΑΘ 999/2019 αδημ., ΜΠρΑΘ 15200/2013, ΜΠρΘες/νίκης 3706/2014 ό.π., ΜΠρΑΘ 4705/2007, ΜΠΘεσ 19987/2005, όλες δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ
[6] βλ. ΕφΑΘ 1173/99 Δνη 42.764, ΜΠρΑΘ 20368/87 Δνη 29.580, Βασ. Αντ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνευτική-Νομολογιακή ανάλυση ΚΠολΔ, άρθρο 682 αριθ.. 10, 72
[7] βλ. ΜονΠρΑθ 240/2021 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1173/99 Δνη 42.764, ΜΠρΘες/νίκης 3706/2014 ό.π., ΜΠρΘεσ 15137/2012 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και Τζίφρα Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση 1985, σελ. 9, Βασ. Αντ. Βαθρακοκοίλη, ο.π. άρθρο 682, αριθμ. 10