Προϋποθέσεις νομιμοποίησης του Ελληνικού Δημοσίου σε αγωγή αποζημίωσης. Απαράδεκτη η αγωγής αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου λόγω έλλειψης νομιμοποίησης. Εν προκειμένω, οι επικαλούμενες παρανομίες αφορούν σε ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων Γενικού Νοσοκομείου και του Ε.Κ.Α.Β., τα οποία έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και, συνεπώς, υπέχουν αυτοτελή ευθύνη
Στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…» και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Τέλος, στο άρθρο 73 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97), ορίζεται ότι: «1. Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να περιέχει και : α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα. 2. …».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995). Εξάλλου, υπάρχει, ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία και τους οικείους κανονισμούς, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (Σ.τ.Ε. 116/2019, 1581/2018, 1414/2017, 2669/2015, 4133/2011 επτ., 2796/2006 επτ.). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικώς, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, ενόψει και των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε (Σ.τ.Ε. 2430/2018, 2202/2014, 1183, 1398/2013, 877/2013 επτ., 3839/2012 επτ., 322/2009 επτ., 334/2008 επτ., πρβλ. Α.Π. 425/2006). Τέλος, ορισμένη είναι η αγωγή με την οποία αποδίδεται με τρόπο σαφή και ορισμένο η παραβίαση συγκεκριμένης διάταξης νόμου ή ιδιαίτερου καθήκοντος ή υποχρέωσης συγκεκριμένων οργάνων του ελληνικού δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ενώ δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης η γενικόλογη αναφορά περί παραβίασης των καθηκόντων των ανωτέρω οργάνων (πρβλ. Σ.τ.Ε. 116/2019, 3141/2011, 8/2010).
Περαιτέρω, στο άρθρο 71 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου…» και στο άρθρο 72 ότι: «Η αγωγή ασκείται κατά του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που είναι υπόχρεο προς ικανοποίηση της κατά την παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου αξίωσης». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το Δικαστήριο δεν διαθέτει τη δικονομική ευχέρεια να μεταβάλει τον διάδικο κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή αποζημίωσης (Σ.τ.Ε. 2816/2015, Δ.Ε.Α. 2005/2019, 1704/2018, 511/2018, 6179/2017 κ.ά.
Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή αποδιδόταν παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, συνιστάμενη στην κακή οργάνωση του δημοσίου τομέα υγείας, κατά παράβαση των κανόνων της επιστήμης και της τέχνης και ιδίως του καθήκοντος οργάνωσης της ροής των ιατρικών πράξεων, λόγω παράλειψης εξασφάλισης «προληπτικού εξοπλισμού» και συντήρησης του εξοπλισμού αυτού, καθώς και παράλειψης εξασφάλισης των αναγκαίων φαρμάκων και τεχνικών μέσων. Στην κρινόμενη, όμως, αγωγή, δεν αναφέρονταν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν πράξεις ή παραλείψεις συγκεκριμένων οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου στις οποίες αυτά προέβησαν, κατά παραβίαση διάταξης νόμου ή παράλειψης ιδιαίτερου καθήκοντος, αλλά, αντιθέτως, αναφερόταν γενικώς η έλλειψη οφειλόμενης επιμέλειας, ιατρικού εξοπλισμού και αναγκαίων φαρμάκων, χωρίς να προσδιορίζεται ειδικώς ποιες ήταν οι ελλείψεις αυτές και πώς ήταν ικανές να επιφέρουν και επέφεραν το θάνατο του ….. . Με τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κρινόμενη αγωγή, παρίσταται αόριστη και για το λόγο αυτό απορριπτέα, καθώς δεν περιέχει τα οριζόμενα στο άρθρο 73 Κ.Δ.Δ. στοιχεία. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι με την κρινόμενη αγωγή αποδίδονταν παρανομίες στηριζόμενες σε ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων του Γενικού Νοσοκομείου – Κέντρου Υγείας ………….. (ελλείψεις εξοπλισμού, συντήρησης αυτού, αδυναμία υποδοχής ασθενών, έλλειψη των απαιτούμενων φαρμάκων) και του Ε.Κ.Α.Β. (άρνηση και καθυστέρηση διακομιδής), ήτοι σε ν.π.δ.δ, τα οποία, βάσει των όσων έγιναν δεκτά στην πέμπτη και έκτη σκέψη της παρούσας, έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και, συνεπώς, υπέχουν αυτοτελή ευθύνη για τις πράξεις και παραλείψεις των οργάνων τους (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1425/2005, 600/2005, 517/2003), έκρινε ότι κατά το μέρος αυτό το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δε νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη, και συνεπώς η κρινόμενη αγωγή, η οποία δεν στρέφεται κατά των προαναφερόμενων ν.π.δ.δ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το βασίμως προβαλλόμενο από αυτό λόγο, που, άλλωστε, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.
Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr