Προϋποθέσεις τέλεσης βασικού εγκλήματος της παρ. 1α’ του άρθρου 38 του Ν. 4624/2019 – Καλύπτονται νομοθετικά περιπτώσεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων τα οποία νομίμως έχει στην κατοχή ο δράστης – αυτουργός του αδικήματος (λ.χ. λόγω συγκατάθεσης του υποκειμένου τους ή λόγω επεξεργασίας αυτών για άλλον σκοπό), αλλά τα επεξεργάζεται για διαφορετικό σκοπό από αυτόν που συνήνεσε το υποκείμενό τους ή εν αγνοία του τελευταίου – Αρχείο προσωπικών δεδομένων αποτελεί και η με τη μαγνητοσκόπηση δια ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής συνεύρεσης δύο προσώπων, αφού το παραχθέν υλικό δεν χρειάζεται ομαδοποίηση ή ταξινόμηση, ενώ επεξεργασία αποτελεί και η αντιγραφή και η αποθήκευση αυτού και η μη διαγραφή του μετά τη λήψη του, όπως και το “μοντάρισμα”, προκειμένου να αποκοπούν συγκεκριμένες σκηνές
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν 2472/1997, “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24/10/1995, μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, αντικείμενο του νόμου αυτού, είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, ενώ, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου: “Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις“.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 1 και 2 του νόμου 4624/2019, ο οποίος ισχύει από 29 Αυγούστου 2019 και με τον οποίο καταργήθηκε ο ως άνω νόμος 2472/1997 (άρθρο 84 ν. 4624/2019), προβλέπεται ότι: “1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών· β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει, μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. 2. Όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».
Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού αδικήματος της παρ. 1α’ του άρθρου 38 N .4624/2019 απαιτείται η χωρίς δικαίωμα επέμβαση σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η μέσω της επέμβασης αυτής λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων. Ειδικότερα, η τέλεση του αδικήματος προϋποθέτει: α) την ύπαρξη συστήματος αρχειοθέτησης που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, κατ’ αναλογία του “αρχείου” που προέβλεπε o προϊσχύσας Ν. 2472/1997, β) την επέμβαση σε αυτό, γ) την ανυπαρξία δικαιώματος και δ) την με την επέμβαση αυτή γνώση από τον δράστη του περιεχομένου των δεδομένων. Η επέμβαση προϋποθέτει θετική ενέργεια, η οποία να έχει ως συνέπεια την λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα δηλαδή και με τους αναφερόμενους στο εδάφιο β’ τρόπους επεξεργασίας, ήτοι με την αντιγραφή, αφαίρεση, αλλοίωση, βλάβη, συλλογή, καταχώρηση, οργάνωση, διάρθρωση, αποθήκευση, προσαρμογή, μεταβολή, ανάκτηση, αναζήτηση πληροφοριών, συσχέτιση, συνδυασμό, περιορισμό. διαγραφή ή καταστροφή. Τέτοια ενέργεια αποτελεί, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4624/2019, η χωρίς δικαίωμα “εισβολή-εισχώρηση” απ’ έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης.
Είναι αυτονόητο, όμως, ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος απαιτείται η αυθαίρετη εισβολή σε σύστημα αρχειοθέτησης, καθώς μόνο η περαιτέρω χρησιμοποίηση του προϊόντος αυτής της εισβολής – επέμβασης δύναται να στοιχειοθετήσει αντικειμενικά την κατά νόμο έννοιά της, οπότε, αν δεν λάβει χώρα τέτοια “εισβολή” ή “είσοδος” και ο δράστης τυχόν γνώριζε τα δεδομένα αυτά από μόνος του ή χωρίς αυθαίρετη έρευνα, παρέμβαση ή διείσδυση, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική μορφή του αδικήματος (ΑΠ 96/2020).
Αρκεί δε, η επέμβαση αυτή να έχει ως υλικό αντικείμενό της ένα σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και o υπαίτιος να μην έχει δικαίωμα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, ήτοι τα δεδομένα να αφορούν σε τρίτο φυσικό πρόσωπο και να μην εμπίπτει ο δράστης σε μία από τις εξαιρέσεις των άρθρων 21-36 του N-4624/2019 και του Κανονισμού 2016/679 Ε.Ε., ώστε να μην έχει εκ του νόμου δικαίωμα επεξεργασίας και λήψης γνώσης των δεδομένων. Ο όρος επομένως, «χωρίς δικαίωμα» πληρούται σε κάθε περίπτωση, όταν η περιγραφόμενη πράξη τελείται με παραβίαση των προϋποθέσεων που τίθενται στον νόμο.
Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4624/2019 αναφέρεται ότι “χωρίς δικαίωμα ενεργεί o δράστης των αδικημάτων των παραγράφων 1, 2, 3 όταν τελεί τις παραπάνω πράξεις χωρίς να υφίσταται σχετική διάταξη νόμου που να του το επιτρέπει ή ενεργεί καθ’ υπέρβαση άλλης νομικής πράξης (λχ εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, σύμβασης κ.ο.κ-). Κατά τον τρόπο αυτόν, καλύπτονται νομοθετικά περιπτώσεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων τα οποία νομίμως έχει στην κατοχή ο δράστης – αυτουργός του αδικήματος (λ.χ. λόγω συγκατάθεσης του υποκειμένου τους ή λόγω επεξεργασίας αυτών για άλλον σκοπό), αλλά τα επεξεργάζεται για διαφορετικό σκοπό από αυτόν που συναίνεσε το υποκείμενό τους ή εν αγνοία του τελευταίου.
Ως επιπλέον στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της βασικής μορφής της παρ. 1α’ του άρθρου 38 Ν 4624/2019, τίθεται σωρευτικά η λήψη γνώσης του περιεχομένου του αρχείου από τον δράστη, προϋπόθεση που τίθεται ως αποτέλεσμα της προγενέστερης από αυτόν επέμβασης στο σύστημα αρχειοθέτησης.
Δεδομένου δε, ότι η λήψη γνώσης κατά κανόνα επέρχεται μέσω προηγηθείσας “επέμβασης” στο σύστημα αρχειοθέτησης των δεδομένων, καθίσταται εύκολα αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης πρόβλεψε σωρευτικά με την “επέμβαση” και τη λήψη γνώσης στη νέα νομοτυπική μορφή του αδικήματος του άρθρου 38 παρ. 1α’, ώστε να πληρούνται όλοι οι όροι του (και όχι διαζευκτικά όπως στην περίπτωση του προϊσχύοντος άρθρου 22 παρ.4 Ν.2472/97, διατύπωση που δημιουργούσε ερμηνευτικές δυσκολίες).
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τους ορισμούς του N .4624/19, είναι απαραίτητο, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης τόσο της βασικής μορφής του αδικήματος της παρ. 1α’, όσο και των υπόλοιπων, τα προσωπικά δεδομένα επί των οποίων έγινε η επέμβαση να βρίσκονται σε “σύστημα αρχειοθέτησης”, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της προσβολής της εγκληματικής πράξης, όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου.
Έτσι, και υπό την ισχύ του νόμου 4624/2019, αρχείο προσωπικών δεδομένων αποτελεί και η με την μαγνητοσκόπηση δια ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας δημιουργία οπτικοακουστικού υλικού της ερωτικής συνεύρεσης δύο προσώπων, αφού το παραχθέν υλικό δεν χρειάζεται καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση, ενώ επεξεργασία αποτελεί και αντιγραφή και η αποθήκευση αυτού και η μη διαγραφή του μετά τη λήψη του, όπως και το “μοντάρισμα”, προκειμένου να αποκοπούν συγκεκριμένες σκηνές (ΑΠ 1269/2022, ΑΠ 686/2021 , ΑΠ 505/2020, ΑΠ 96/2020).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, ασκ. δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr