Το ανακριτικό σύστημα στην εκούσια δικαιοδοσία
Από τις διατάξεις των άρθ. 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (744 ΚΠολΔ), και ότι το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις, που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι, που, κατά την κρίση του, είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (759 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθ. 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει όχι μόνο τις γνήσιες αλλά και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται.
Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ η εξουσία του δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και, άρα, είναι απεριόριστη, αφού μπορεί να λάβει υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι, όμως και ανεπίτρεπτα), καθώς και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθ. 339 ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης. Μάλιστα, κατά την πιο πάνω διαδικασία, δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ.
Επιπλέον τούτων, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρο 744, 745, 751 ΚΠoλΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας, ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθ. 747 παρ. 2 ΚΠολΔ, επομένως και του αιτήματος αυτής. Διότι στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, όπως ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα σε σχέση με τη νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού προσώπου. Συνεπώς, ο σκοπός της εν θέματι ρύθμισης είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις προς πραγμάτωση του σκοπού της, προς επέλευση, δηλαδή, του ρυθμιστικού αποτελέσματος.
Τέλος, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι, ως συνέπεια του ανακριτικού συστήματος, που καθιερώνεται στην εκούσια δικαιοδοσία και της εν γένει ελαστικότητας της διαδικασίας αυτής, επιτρέπεται η προβολή των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας δίκης, αλλά και στην κατ’ έφεση δίκη, με αποτέλεσμα να καθιερώνεται εξαίρεση από το συγκεντρωτικό σύστημα, αλλά και από τα άρθ. 223 και 224 ΚΠολΔ, στο μέτρο που επιτρέπουν τη συμπλήρωση, αλλά και τη μεταβολή της αίτησης, με νέα στοιχεία και μετά την (πρώτη) συζήτηση. Συνεπώς, η μεταβολή ή η συμπλήρωση της ιστορικής βάσης της αιτήσεως είναι δυνατή και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 744, 745 και 765 ΚΠολΔ, κατ’ εξαίρεση εκείνης του άρθ. 224 του αυτού Κώδικα (ΕφΑνατΚρ 228/2023 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ευγενία Φωτοπούλου, δικηγόρος
info@efotopoulou.gr