Το ορισμένο της αγωγής περί απόδοσης δανείου. Απόδειξη δανείου με μάρτυρες
Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 Α.Κ. και 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεώς του για το ορισμένο αυτής είναι: α) μεταβίβαση της κυριότητος χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητος και ποσότητος. Για το ορισμένο της αγωγής αποδόσεως του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η σύμβαση δανείου είναι ενοχική, διαρκής, αμφοτεροβαρής και άτυπη σύμβαση (402/2012 ΑΠ)
Με βάση τον παραδοτικό χαρακτήρα της συμβάσεως δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου. Έτσι, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου για τη σύναψη δανείου απαιτείται να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση κατά τους όρους των άρθρων 185-195ΑΚ και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων. Τα στοιχεία αυτά και μόνον είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου [ΑΠ 1364/2008, ΑΠ 1802/2007, ΑΠ 1327/2001«ΝΟΜΟΣ»].
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ προκύπτει, ότι τόσον επί εντόκου όσον και επί ατόκου δανείου, εάν ο χρόνος αποδόσεως του δεν έχει ορισθεί από τους συμβαλλομένους, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, ο δανειστής δε δικαιούται να ζητήσει την απόδοση του δανείου αμέσως, όπως θα συνέβαινε εάν εφαρμοζόταν εν προκειμένω το άρθρο 323 ΑΚ, αλλά αντιθέτως, για να δικαιούται σε απόδοση πρέπει να προβεί προηγουμένως σε καταγγελία και να παρέλθει μήνας απ` αυτήν.
Ως καταγγελία στην περίπτωση αυτή νοείται η μονομερής [άτυπη] δήλωση βούλησης του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη, που γνωστοποιείται στο άλλο και συνεπεία της οποίας αφενός μεν καθίσταται απαιτητό το δάνειο μετά την πάροδο της μηνιαίας νόμιμης προθεσμίας, αφετέρου δε αίρεται [λύεται] για το μέλλον η σύμβαση του δανείου. Η καταγγελία μπορεί να γίνει και με την επίδοση της αγωγής, οπότε το δάνειο καθίσταται απαιτητό ένα μήνα μετά την επίδοση της. Υπάρχει ρητός καθορισμός του χρόνου απόδοσης: α) Αν από τα μέρη ορίστηκε δήλη μέρα, κατά την οποία ή έως την οποία είναι αποδοτέο το δάνειο, οπότε με την παρέλευση της δήλης μέρας η υπαίτια καθυστέρηση απόδοσης του δανείου καθιστά υπερήμερο τον δανειολήπτη χωρίς όχληση, β) αν ορίστηκε απόδοση του δανείου μετά πάροδο ορισμένης προθεσμίας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη και γ) αν ο χρόνος απόδοσης του δανείου είναι οριστός βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (π.χ. απόδοση «άμα μπορέσει ο οφειλέτης». Η εξεύρεση του χρόνου απόδοσης στην περίπτωση αυτή είναι ζήτημα ερμηνείας της ρήτρας της σύμβασης κατά τις αρχές της καλής πίστης. Για να καταστεί υπερήμερος ο οφειλέτης στην περίπτωση αυτή απαιτείται όχληση.
Αν δεν επιστραφεί το δάνειο από τον οφειλέτη με την πάροδο της ορισμένης προθεσμίας, ο δανειστής μπορεί να επιδιώξει την είσπραξη του ποσού με αγωγή, οποτεδήποτε, χωρίς την ανάγκη καταγγελίας του δανείου, αφού είχε αρχικά ταχθεί προθεσμία επιστροφής του. Αν ο χρόνος συνάγεται από τις περιστάσεις, απαιτείται όχληση, αφού η ΑΚ 341 δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή, αφού με αυτή γίνεται πρόβλεψη μόνο για χρόνο που ορίστηκε με σύμβαση και όχι με άλλο τρόπο.
Ο νομοθετικός λόγος της ρυθμίσεως αυτής έγκειται, αφενός μεν εις το ότι η εφαρμογή, στην προκειμένη περίπτωση του άρθρου 323 ΑΚ, θα αντέκειτο στις συνήθειες των συναλλαγών, κατά τις οποίες παρέχεται κατά κανόνα, στον οφειλέτη, προθεσμία προς εξόφληση του χρέους σε περίπτωση δανείων, ο χρόνος λήξεως των οποίων ούτε ορίσθηκε υπό των μερών, ούτε δύναται να συναχθεί από τις περιστάσεις, αφετέρου δε στη σκέψη ότι λόγοι επιείκειας επιβάλλουν, να παρέχεται προθεσμία στον οφειλέτη, για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει το δάνειο για τον σκοπό για τον οποίον έλαβε αυτό και συγχρόνως να μεριμνήσει για την απόδοση του [ΕΑ 814/2002 «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 10653/1991 ΕλλΔ 36.660].
Κατά τη διάταξη του άρθρου 808 ΑΚ αν ο οφειλέτης χρηματικού δανείου καταστεί υπερήμερος ως προς την απόδοσή του, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει, εκτός από το δάνεισμα, τόκους υπερημερίας, ανεξάρτητα αν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ανεξάρτητα αν από την υπερημερία επήλθε σ’ αυτόν ζημία ή όχι, και αν επήλθε ζημία, ανεξάρτητα από το ύψος της. Οι τόκοι υπερημερίας επέχουν στην περίπτωση αυτή θέση αποζημίωσης. Η ως άνω υποχρέωση του οφειλέτη χρηματικού δανείου γεννιέται από την έναρξη της υπερημερίας, προς απόδοση του δανείου, η οποία επέρχεται οπωσδήποτε είτε με όχληση, είτε χωρίς όχληση (807 ΑΚ), είτε με την πάροδο του ορισμένου χρόνου απόδοσης και εξακολουθεί να υπάρχει στο μέλλον σε όλη τη διάρκεια της υπερημερίας του έως την απόδοση του δανείου και συνακόλουθα παύση αυτής (Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ ,Τόμος Γ’, άρ. 741-946, σελ. 346-379).
Εξ άλλου, κατ` άρθρον 393 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ. Κατ` εξαίρεση και σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β`Κ.Πολ.Δ., η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται, πλην των άλλων περιπτώσεων και σε κάθε περίπτωση, αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο.
Ηθική αδυναμία κτήσεως εγγράφου υπάρχει, αν τα μέρη είχαν κατά τον χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως τόσο στενό δεσμό, ώστε σύμφωνα με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις η αξίωση συντάξεως εγγράφου για την συγκεκριμένη σύμβαση θα παρίστατο αδικαιολόγητη ή θα ενείχε μη ανεκτή δυσπιστία. Ο δεσμός αυτός μπορεί να είναι στενή συγγένεια, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός κλπ (402/2012 ΑΠ).
Λένα Πολύζου
Δικηγόρος
Email:info@efotopoulou.gr