ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΠΟΥ ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΑΝΩΤΑΤΑ ΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΞΩΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ
Στο πλαίσιο της εξαιρετικά σημαντικής και ευνοϊκής για τους καταναλωτές απόφασης του Αρείου Πάγου υπ’ αριθμ. 1219/2001 για τους καταχρηστικούς τραπεζικούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι τα εξωτραπεζικά επιτόκια (ήτοι τα επιτόκια των εξωτραπεζικών συμβάσεων, δηλαδή vn ιδιωτών μεταξύ τους) παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (Α.Κ. 281). Δηλαδή, ο Άρειος Πάγος αποφάνθηκε, επικαλούμενος την διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. υπέρ του περιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων από τα ανώτατα όρια που ισχύουν για τα εξωτραπεζικά επιτόκια, καίτοι η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στην ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων, ενώ τα τραπεζικά επιτόκια είναι ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά καθεστώς δεν περιορίζεται από την θέσπιση γι’ αυτά ανωτάτων ορίων.
Εν συνεχεία, ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 652/2010 απόφασή του, στηριζόμενος κατά βάση και μεταξύ άλλων στην υπ’ αριθμ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ/ΤΕ) έκρινε ότι ο διοικητικός καθορισμός ανώτατου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια αλλά και ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύουν για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο δεν είναι συμβατός με το γεγονός ότι το γεγονός ότι (α) τα τραπεζικά και εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων εκάστη των οποίων διέπεται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες, για το λόγο αυτό σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 ν.δ. 588/48 σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 1266/82, όπως ισχύει και το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, αντιστοίχως), καθώς και (β) ότι κατά τις αρχές που διέπουν την νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας και της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό (βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της ΣυνθΕΚ και 2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα. Το εκάστοτε ισχύον για εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο δεν ανήκει κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν την λειτουργία τους. Κατά συνέπεια, οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κλπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για τον λόγο αυτό.
Μαρία Τζαβέλα, Δικηγόρος
E- mail: info@efotopoulou.gr“