Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Zητήματα αδικοπρακτικής ευθύνης ιατρού – Ιατρική αμέλεια

Ι. Προϋποθέσεις για την θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης του ιατρού:

Κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «Περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για την διαφύλαξη της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών.

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 330 εδ. β`, 297-299, 652, 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της -κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας-υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεως του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για τη ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του.

              

  1. II. Ευθύνη του ιατρού ως παρέχοντος υπηρεσίες:

Την ευθύνη αυτή, ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την «Προστασία των καταναλωτών», το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο «παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών του» (§ 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (§ 2 εδ. β`), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (§ 3), ότι «ο παρέχων υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (§ 4 εδ. α`), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα, στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (§ 4 εδ. β`) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (§ 5). Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξεως, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεως του, είτε ανταποδεικτικώς την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του. Η ρύθμιση αυτή για τα αποδεικτέα θέματα και την κατανομή του σχετικού βάρους απόδειξης ισχύει και επί της εις ολόκληρον ευθύνης περισσότερων ιατρών για την ίδια ζημία, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 και από την, αναλογικώς κατά την § 6 του ιδίου άρθρου εφαρμοζόμενη και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, διάταξη του άρθρου 6 § 10 του νόμου τούτου, σε συνδυασμό με τις επίσης αναλογικώς εφαρμοζόμενες, διατάξεις των άρθρων 481 επ., 926 και 927 ΑΚ.

ΙΙΙ. ΕΥΘΥΝΗ ΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ ΑΠΟ ΚΟΙΝΗ ΠΡΑΞΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΙΑΤΡΩΝ:

Επί της προβλεπόμενης στο άρθρο 926 εδ. α του ΑΚ περιπτώσεως ευθύνης εις ολόκληρον, ο ζημιωθείς αποδεικνύει: α) Την προς αυτόν παροχή των ιατρικών υπηρεσιών με «κοινή πράξη» περισσοτέρων ιατρών, δηλαδή με την εκ μέρους αυτών σύμπραξη ως ενιαία συλλογική τους πράξη, β) τη ζημία του και γ) τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει από κοινού παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και ποια επιμέρους πράξη ή παράλειψη του κάθε συμπράξαντος επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του έναντι του ζημιωθέντος, ο καθένας από τους συμπράξαντες ιατρούς οφείλει να αποδείξει είτε το σύννομο της δικής του επιμέρους πράξεως, είτε την έλλειψη υπαιτιότητας του, είτε ανταποδεικτικώς την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ (ατομικής) πράξεως του και της ζημίας [ΑΠ 1009/2013 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 10/2013 ΧρΙΔ 2013.415, ΑΠ 726/2012 ΕλλΔνη 53(2012). 1252, ΑΠ 154/2011 ΕλλΔνη 53(2012). 363 = ΧρΙΔ 2012. 591, ΑΠ 1227/2007 ΕλλΔνη 49(2008). 1644].

  1. IV. Συναίνεση ασθενούς για διενέργεια ιατρικών πράξεων:

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του α.ν. 2619/1998 σχετικά με τη σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική, επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνο εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεση του, κατόπιν σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσης του ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται, μπορεί δε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη συναίνεση του. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η διενέργεια ιατρικών πράξεων, ανεξάρτητα αν αυτές είναι απλές διαγνωστικές ή θεραπευτικές, προϋποθέτει την ελεύθερη συναίνεση του ασθενούς, που πρέπει να δίνεται εκ των προτέρων και αφού ο ασθενής έχει κατάλληλα ενημερωθεί ως προς το σκοπό και την φύση της ιατρικής πράξης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή ενδεχομένως συνεπάγεται. Η ύπαρξη δηλαδή έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς προϋποθέτει την προηγούμενη πλήρη ενημέρωση του κατά την παραπάνω έννοια από τον ιατρό που πρόκειται να ενεργήσει την ιατρική πράξη, αλλά και από αυτόν που διέγνωσε προηγουμένως την ανάγκη διενέργειας της ιατρικής πράξης και τη συνέστησε στον ασθενή, αφού και στις δύο περιπτώσεις είναι όμοιοι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται για τον ασθενή και οι οποίοι πρέπει να καλυφθούν με τη συναίνεση του [ΑΠ 424/2012 ΧρΙΔ 2012.587, ΕφΑΘ 5512/2003 ΕλλΔνη 45(2004). 197, Ισμ. Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, Η υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, έκδ. 1993, σ. 150 επ., Σημαντήρα, ΓενΑρχ, § 44, αριθ. 805, σ. 598].

  1. V. Σχέση πρόστησης ιατρού – κλινικής:

Aπό τις παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες και με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι για να θεμελιωθεί ευθύνη από πρόστηση του επιχειρηματία κλινικής, στην οποία ο ιατρός νοσήλευσε παθόντα πελάτη του, αρκεί και η παροχή από τον επιχειρηματία γενικών μόνο οδηγιών ως προς τον τόπο, το χρόνο και τους όρους εργασίας του ιατρού μέσα στην κλινική. Αρκεί δηλαδή μία χαλαρή, έστω, εξάρτηση του ιατρού από την κλινική και δεν απαιτείται η παροχή ειδικών οδηγιών προς αυτόν κάθε φορά για την άσκηση του έργου του, αφού ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του να ενεργεί όχι σύμφωνα με ενδεχόμενες οδηγίες του κλινικάρχη, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Στο πλαίσιο αυτό, η ευθύνη του επιχειρηματία της κλινικής από τη σχέση της πρόστησης με το συνεργαζόμενο με την κλινική ιατρό δημιουργείται από την αμελή συμπεριφορά του ιατρού, τόσο κατά την παροχή του ιατρικού του έργου εντός της κλινικής, όσο και εκτός αυτής, εφόσον πρόκειται για ιατρικές οδηγίες συναφείς και αμέσως συνεχόμενες με επέμβαση ή θεραπεία που προηγήθηκαν στο χώρο της κλινικής, δηλαδή η ευθύνη από την πρόστηση καλύπτει και το απόλυτα αναγκαίο στάδιο της αποθεραπείας [ΑΠ 687/2013 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 181/2011 ΧρΙΔ 2011. 664, ΑΠ 1362/2007 ΕλλΔνη 48(2007). 1351].

Εξάλλου και σε κάθε περίπτωση, παρά την ανεξαρτησία του συνεργαζόμενου ιατρού σχετικά με την άσκηση των κύριων ιατρικών του καθηκόντων, υπάρχει εξάρτηση κατά την πιο πάνω έννοια και, επομένως, ευθύνη εκείνου (φυσικού ή νομικού προσώπου) που διατηρεί την ιατρική κλινική ή το νοσηλευτικό ίδρυμα, κατά το άρθρο 922 ΑΚ, αφού και τότε η δραστηριότητα του ιατρού γενικά εμπίπτει στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κύκλο δράσης αυτού. Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη με το δικαιολογητικό λόγο της ευθύνης του προστήσαντος, ο οποίος ευθύνεται για αλλότρια πράξη (του προστηθέντος), για το λόγο ότι ωφελείται από την δραστηριότητα εκείνου με την συνδρομή του οποίου επεκτείνει τον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, την δυνατότητα κερδών και πρέπει βέβαια ευλόγως να αυξάνει και το πεδίο των κινδύνων που του αναλογούν, επίσης δε και με τη σύγχρονη αντίληψη των συναλλαγών, οι οποίες έχουν γίνει πολύπλοκες και για την επίτευξη ενός αποτελέσματος παρεμβάλλονται όχι σπάνια πολλά, διαφόρων μάλιστα ειδικοτήτων, επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων, πρόσωπα, υπό την επήρεια των οποίων (συναλλαγών) γίνεται ορθά δεκτό ότι οι οδηγίες του προστήσαντος δεν είναι ανάγκη να φθάνουν μέχρι παροχής λεπτομερειών ιδίως σε τεχνικής φύσεως θέματα, ή ακόμη ότι δεν είναι και απαραίτητο οι οδηγίες να αφορούν τον τόπο, χρόνο ή την τεχνική άσκηση της εργασίας του προστηθέντος, αλλά αρκεί μία χαλαρή έστω εξάρτηση του ιατρού από την κλινική για να προσδώσει σε αυτήν τον χαρακτηρισμό της προστήσασας, έστω και υπό τη μορφή της ελεύθερης συνεργασίας [βλ. ΑΠ 1362/2007 ό.π., ΕφΑΘ 4964/2008 ΝοΒ 57(2009). 523, ΠΠρΑΘ 5990/2008 ΧρΙΔ 2012. 597, Κυρ. Γεωργίου, Η ευθύνη ιατρικής κλινικής ως προστήσασας από ιατρικό σφάλμα, ΝοΒ 60(2012). 838, Κατ. Φουντεδάκη, Αστική ευθύνη ιδιωτικής κλινικής, ΧρΙΔ 2010. 787].

  1. VI. Ορισμένο αδικοπρακτικής αγωγής από ιατρική αμέλεια:

Για το ορισμένο της σχετικής αδικοπρακτικής αγωγής από ιατρική αμέλεια, θα πρέπει να εξειδικεύεται επαρκώς η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (παράλειψη) του ιατρού από την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του, καθώς και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παραλείψεων αυτών και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος [ΑΠ 2/2009 ΕλλΔνη 50(2009). 711 = ΝοΒ 57(2009). 937 (σε περιλ.) = ΕΠολΔ 2010.267]. Η απαγόρευση μεταβολής της βάσης της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της. Ιστορική βάση της αγωγής είναι το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή, χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης σχέσης. Αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η διευκρίνιση και συγκεκριμενοποίηση αυτής (και ως προς τον ειδικότερο βαθμό της), με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια του εναγομένου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σε αυτή εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής [πάγια νομολογία, βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 1009/2013 ΤΝΠ-Νόμος, ΑΠ 1854/2011 ΕλλΔνη 53(2012). 667, ΑΠ 847/2010 ΕφΑΔ 2011.200, ΑΠ 1958/2009 ΝοΒ 58(2010). 911, ΑΠ 1404/2008 ΝοΒ 57(2009). 1131].

 

Μαρία Τζαβέλα

Δικηγόρος, LL.M.

E-mail:info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί