Έναρξη ισχύος της δικαστικής άδειας για τεχνητή αναπαραγωγή με δανεισμό μήτρας – Η νομική φύση των οριστικών αποφάσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας
Σύμφωνα με το άρθρο 1458 ΑΚ «η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ίδια, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά…».
Επίσης, βάσει του άρθρου 121 ΕισΝΑΚ, όπως ισχύει, η αίτηση για λήψη της ως άνω δικαστικής άδειας χορηγείται βάσει των διατάξεων της εκούσιας δικαιοδοσίας του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η απόφαση που εκδίδεται βάσει του άρθρου 756ΚΠολΔ είναι οριστική και υπόκεται σε ένδικα μέσα κατά το άρθρο 760 ΚΠολΔ. Όμως, κατά τη διαδικασία αυτή και βάσει του άρθρου 763 ΚΠολΔ η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης (βλ. Γεωργιάδη Απ.- Σταθόπουλου Μ., Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΑΚ, άρθρα 1457-1458, αρ. 82).
Συνεπώς, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η άδεια πρέπει να υφίσταται πριν τη μεταφορά των γονιμοποιημένων ωαρίων και από την έκδοση της οριστικής απόφασης που την χορηγεί δημιουργείται το τεκμήριο ότι μητέρα του τέκνου είναι η γυναίκα που ζήτησε και έλαβε την δικαστική άδεια. Το τεκμήριο ισχύει ακόμη και αν η δικαστική άδεια χορηγήθηκε παρά την έλλειψη των όρων του νόμου, η έλλειψη όμως αυτών μπορεί να οδηγήσει σε προσβολή της απόφασης, με την άσκηση ενδίκων μέσων και μόνο αν η απόφαση που χορήγησε την άδεια καταστεί αμετάκλητη, καλύπτεται το σφάλμα της και το τεκμήριο ισχύει (βλ. Έφη Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο II, σελ. 55, Θ. Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, σελ. 252, σχετ. Δ. Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, Η συγγένεια, σελ. 213). Δηλαδή η απόφαση με την οποία χορηγείται η δικαστική άδεια για παρένθετη μητρότητα ισχύει και αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της από την έκδοσή της, χωρίς να απαιτείται η τελεσιδικία της, αφού το 1458ΑΚ δεν αξιώνει για την έναρξη της ιατρικής υποβοήθησης με την μεταφορά του γεννητικού υλικού την αυξημένη ωριμότητα της δικαστικής κρίσης τάσσοντας ρητά ως προϋπόθεση την τελεσιδικία (βλ. αντιθέτως το άρθρο 1560ΑΚ που ρητά ορίζει ως χρόνο έναρξης των αποτελεσμάτων της δικαστικής απόφασης για την υιοθεσία τον χρόνο που αυτή θα καταστεί τελεσίδικη).
Όμως, αν και ο χρόνος έναρξης ισχύος της δικαστικής άδειας είναι αυτός της δημοσίευσης της οριστικής απόφασης, οπότε και μπορεί να εκκινήσει η μεταφορά των γαμετών, εντούτοις μεταγενέστερη ανατροπή της οριστικής απόφασης μπορεί να ανατρέψει της έννομες συνέπειες της αρχικής απόφασης. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω, η υπ’ αρ. 431/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου στην οποία κρίθηκε ότι αν, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, χορηγηθεί άδεια από το Δικαστήριο για κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα, χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου και ως εκ τούτου η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξαφανιστεί, κατόπιν άσκησης έφεσης, τότε αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ως προς το εκ του νόμου τεκμήριο της μητρότητας της γυναίκας που αρχικά πήρε την άδεια. Κρίθηκε δηλαδή ότι το ζήτημα των συνεπειών της παραβίασης των όρων του άρθρου 1458 ΑΚ συναρτάται με τη διάταξη του άρθρου 1464 ΑΚ, η οποία ρυθμίζει την ίδρυση της συγγένειας, ορίζοντας ρητά ότι η συγγένεια με τη γυναίκα που επιθυμεί το παιδί ιδρύεται μόνο εφόσον έχουν τηρηθεί οι όροι του άρθρου 1458 ΑΚ, ενώ αν το τελευταίο δεν συμβαίνει, παραμένει σε ισχύ ο κανόνας ότι μητέρα γίνεται η κυοφόρος που γεννά (βλ. ΠΠΧανίων 122/2008, Έφη Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο II, σελ. 55).
Επίσης, στην ίδια ως άνω απόφαση ο Άρειος Πάγος αποφάνθηκε σχετικά με την ισχύ των οριστικών αποφάσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας: «Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 763 ΚΠολΔ η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την ισχύ και την εκτέλεση της απόφασης, η οριστική, δηλαδή, απόφαση της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει άμεση ισχύ και εκτελεστότητα και αναπτύσσει ενέργεια αμέσως με τη δημοσίευσή της, εκδηλώνοντας τις έννομες συνέπειές της από τη δημοσίευσή της (βλ. ΕφΑθ 6930/2002 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Κεραμέας- Κονδύλης- Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος II, σελ. 1516). Η δεσμευτική ισχύς των οριστικών αποφάσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας εκδηλώνεται τόσο αρνητικά με την έννοια αδυναμίας επανόδου του διαδίκου με νέα αίτηση για το ίδιο αντικείμενο, όσο και θετικά με την έννοια της δέσμευσης κάθε τρίτου να δεχτεί τη βεβαίωση του γεγονότος ή τη διάπλαση που έγινε με την απόφαση. Εκτός από τη δεσμευτική ισχύ, όμως, οι αποφάσεις που εκδίδονται στις γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεν αναπτύσσουν συγχρόνως δύναμη ουσιαστικού δεδικασμένου, γιατί δεν κρίνουν για την ύπαρξη ή ανυπαρξία δικαιώματος ή έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου, αλλά διατάζουν μόνο ρυθμιστικά μέτρα με διαπλαστικό ή διαπιστωτικό χαρακτήρα (βλ. ΑΠ 260/2008 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, σελ. 38). Επομένως, αν κατόπιν άσκησης έφεσης, εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, ανατρέπονται τα αποτελέσματά της τελευταίας, ενώ οι καλόπιστοι τρίτοι προστατεύονται για τυχόν καταβολές ή για δικαιοπραξίες που ενήργησαν, κατά το διάστημα που αυτή ίσχυε και μέχρι την έκδοση της απόφασης που την εξαφανίζει, βάσει του άρθρου 779 ΚΠολΔ».
Έτσι, ο Άρειος Πάγος κατέληξε σχετικά με τη χορηγηθείσα δικαστική άδεια για παρένθετη μητρότητα στα εξής: «Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι αν, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, χορηγηθεί άδεια από το Δικαστήριο για κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα, χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου και ως εκ τούτου η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξαφανιστεί, κατόπιν άσκησης έφεσης, τότε αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ως προς το εκ του νόμου τεκμήριο της μητρότητας της γυναίκας που αρχικά πήρε την άδεια (βλ. σχετ. Δ. Παπαδοπούλου- Κλαμαρή, Παρατηρήσεις σεΓνωμΝΣΚ 261/2010, ΕφΑΔ 2010, σελ. 1215)».
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr