Αναστολή διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω άκυρου ΓΟΣ εξαιτίας οικονομικής ανάγκης και νομικής απειρίας του δανειολήπτη
Με την υπ’ αριθμ. 158/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ναυπλίου (δημ. στην ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), το οποίο έκρινε επί αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως κατά εκδοθείσας διαταγής πληρωμής και την έκανε δεκτή,
κρίθηκε ότι παραβιάζεται από την Τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού Γενικού Όρου Συναλλαγής, διότι η αιτούσα είναι άνεργη και είχε δώσει δείγματα συνεπούς και συνεργάσιμου οφειλέτη έχοντας αποπληρώσει πλήρως και εμπροθέσμως έτερο δάνειο προς την Τράπεζα και αν και η Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας της υποσχέθηκε ότι πριν από την ενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής καταδιωκτικής ενέργειας θα την ειδοποιήσει, εντούτοις προέβη στην έκδοση διαταγών πληρωμής, προκαλώντας ανεπανόρθωτη σε αυτήν βλάβη εφόσον απειλείται το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και δη η κύρια κατοικία της. Κατά τη σύναψη της σύμβασης αν και η Τράπεζα γνώριζε την ύπαρξη και το περιεχόμενο της απόφασης του ΑΠ 1219/01 και άρα την ακυρότητα των ΓΟΣ, παρ’ όλα αυτά κατά την πάγια πρακτική της επέβαλε τους άκυρους ΓΟΣ, εκμεταλλευόμενη προς τούτο την οικονομική ανάγκη και απειρία της περί τα νομικά, με αποτέλεσμα να συναφθούν οι με φανερή δυσαναλογία παροχή και αντιπαροχή επίδικες συμβάσεις και να υποστεί υπέρμετρη σε σχέση με την παροχή περιουσιακή βλάβη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την μείζονα σκέψη της εν λόγω απόφασης, «Σύμφωνα με την 5 ΠΔ/ΤΕ υπ’ αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 1 του Ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων.
Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281).
Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεως του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια του Ν. 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη.
Ένας τέτοιος όρος εμφανίζει αοριστία, αφού επιτρέπει στην προμηθεύτρια κατά την έννοια του νόμου Τράπεζα να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή – πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως με την τράπεζα.
Παραβιάζεται έτσι από την Τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού Γενικού Όρου Συναλλαγής, ο οποίος αφορά και τις κρινόμενες υπ’ αριθμ. 417 και 415/5-12-2013 Διαταγές Πληρωμής, διότι η αιτούσα είναι άνεργη και είχε δώσει δείγματα συνεπούς και συνεργάσιμου οφειλέτη έχοντας αποπληρώσει πλήρως και εμπροθέσμως έτερο δάνειο προς την καθ’ ης και αν και η Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας της υποσχέθηκε ότι πριν από την ενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής καταδιωκτικής ενέργειας θα την ειδοποιήσει, εντούτοις προέβη στην έκδοση των επιδίκων διαταγών πληρωμής, προκαλώντας ανεπανόρθωτη σε αυτήν βλάβη εφόσον απειλείται το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και δη η κύρια κατοικία της. Κατά τη σύναψη της σύμβασης αν και η καθ’ ης γνώριζε την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 και άρα την ακυρότητα των ΓΟΣ που την επέβαλε, παρ΄ όλα αυτά κατά την πάγια πρακτική των Τραπεζών («ολική κατάφαση ή ολική άρνηση») της επέβαλε τους άκυρους ΓΟΣ, εκμεταλλευόμενη προς τούτο την οικονομική ανάγκη και απειρία της περί τα νομικά, με αποτέλεσμα να. συναφθούν οι – με φανερή δυσαναλογία παροχή και αντιπαροχή – επίδικες συμβάσεις και να υποστεί υπέρμετρη σε σχέση με την παροχή περιουσιακή βλάβη.
Το γεγονός ότι αυτή απευθύνθηκε στην καθ’ ης για τη σύναψη της σύμβασης δεν επηρεάζει, αφού είναι ανεξάρτητο από το ποιος είχε την πρωτοβουλία κατάρτισης της σύμβασης.
Επομένως πληρούνται στην ένδικη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων τον άρθρου 179 ΑΚ, ήτοι, η συνδρομή αθροιστικά των τριών στοιχείων: α) της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του άλλου και γ) της εκμετάλλευσης της ανάγκης κουφότητας ή απειρίας του άλλου».
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr