Το άμεσο κάθετο αποτέλεσμα των οδηγιών της Ε.Ε. και πότε ο διοικούμενος μπορεί να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του από το κράτος – μέλος
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, οι αρχές κράτους μέλους, το οποίο δεν θέσπισε εντός της ταχθείσας με οδηγία προθεσμίας τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την μεταφορά Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη,
δεν μπορούν να αντιτάξουν στους ιδιώτες τη μην εκπλήρωση από το κράτος αυτό των υποχρεώσεων που του επιβάλλει η οδηγία για τον λόγο αυτό. Αν μία Οδηγία δεν έχει μεταφερθεί εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη ορισμένου κράτους μέλους και η οδηγία αυτή έχει διατάξεις ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς, τις διατάξεις αυτές δικαιούται να επικαλεστεί έναντι των αρχών του κράτους αυτού κάθε ιδιώτης που επιδιώκει, με την επίκληση αυτή, είτε να ασκήσει δικαίωμα που θεσπίζει υπέρ αυτού η οδηγία είτε να μην εφαρμοσθεί εθνική διάταξη αντίθετη προς την οδηγία (Δ.Ε.Κ. της 26.9.2000, C-134/99 , IGI, Συλλογή 2000, σ. Ι-7717, ΔΕΚ της 18.10.2001, C-441/99, Gharehveran, Συλλογή 2001, σ. Ι- 7687 κ.ά., ΣτΕ 3774/2010 επτ.). Γίνεται δηλαδή δεκτό ότι η Οδηγία έχει το λεγόμενο «άμεσο κάθετο αποτέλεσμα» κατά την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλεσθούν την οδηγία κατά των κρατών μελών ενώπιον των δικαστηρίων. Αντιθέτως, η οδηγία δεν έχει οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα, διότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεσθούν την οδηγία κατά άλλων ιδιωτών ενώπιον των δικαστηρίων.
Έτσι, στην υπ’ αρ. 339/2012 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας διαπιστώνεται, στο πλαίσιο του ελέγχου της ευθύνης του Δημοσίου για αποζημίωση λόγω μη εμπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο της ελληνικής έννομης τάξης, ότι αν μία Οδηγία δεν μεταφερθεί εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη ορισμένου κράτους μέλους και περιέχει διατάξεις ανεπιφύλακτες και επαρκώς σαφείς, κάθε ιδιώτης μπορεί να τις επικαλεστεί.
Συγκεκριμένα, έκρινε ότι το άρθρο 3 πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 89/48 όριζε ότι «η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δεν μπορεί να αρνηθεί σε υπήκοο κράτους μέλους, λόγω ελλείψεως προσόντων, την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή την άσκησή του υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, αν ο αιτών κατέχει το δίπλωμα», όπως ορίζεται στην οδηγία αυτή, «που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο εν λόγω επάγγελμα ή την άσκησή του στο έδαφός του και έχει αποκτήσει το δίπλωμα αυτό σε κράτος μέλος». Η διάταξη αυτή, ως ίσχυε τότε ήταν ανεπιφύλακτη και επαρκώς σαφής και, άρα, οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να την επικαλεστούν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου έναντι κράτους μέλους, αν αυτό έχει παραλείψει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη (βλ. Δ.Ε.Κ. της 14.7.2005, C-141/04, Πέρος κατά Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, Δ.Ε.Κ. της 29.4.2004, C-102/02, Beuttenmuller Συλλ. 2004, σ. Ι-5405, κ.ά., πρβ ΣτΕ 3774/2010 επτ.).
Συνεπώς, ελλείψει μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 89/48 στο εσωτερικό δίκαιο, ληφθέντων εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 12 της οδηγίας, το ΣτΕ έκρινε κατά τις επιταγές της νομολογίας του ΔΕΚ, ότι ένας υπήκοος κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α, της οδηγίας αυτής για να λάβει, εντός του κράτους μέλους υποδοχής, άδεια ασκήσεως νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, η δυνατότητα δε αυτή δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την αναγνώριση της ακαδημαϊκής ισοτιμίας των τίτλων του ενδιαφερομένου από τις αρμόδιες εθνικές αρχές (βλ. Δ.Ε.Κ. της 14.7.2005, C-141/04, Πέρος κατά Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος). Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με το σύστημα της οδηγίας, ένα δίπλωμα δεν αναγνωρίζεται ως εκ της εγγενούς αξίας της εκπαιδεύσεως, την οποία αυτό πιστοποιεί,, αλλά διότι παρέχει, εντός του κράτους μέλους όπου αυτό έχει χορηγηθεί ή αναγνωρισθεί, πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα (ΔΕΚ της 23.10.2008, C-286/06 Επιτροπή κ. Βασιλείου της Ισπανίας, σκ. 64, Δ.Ε.Κ. της 29.4.2004, C- 102/02, Beuttenmuller Συλλ. 2004, σ. Ι-5405, κ.ά.).
Όμως, στην ως άνω απόφαση του ΣτΕ έγινε η αναγκαία διάκριση σχετικά με τη ζημία του διοικούμενου και τον αιτιώδη σύνδεσμο αυτής της ζημίας με την καθυστέρηση μεταφοράς της Οδηγίας. Η ζημία του διοικούμενου από τη μη πραγματοποίηση εσόδων από την παροχή μαθημάτων (επειδή με το ισχύον τότε δίκαιο -χωρίς τη μεταφορά της οδηγίας- δεν δικαιούτο άδεια διδασκαλίας) κρίθηκε από το ΣτΕ ότι δεν είναι απότοκος της παραλείψεως μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη ή της αρνήσεως του ΔΙΚΑΤΣΑ να αναγνωρίσει τον αλλοδαπό τίτλο σπουδών.
Ειδικότερα, κρίθηκε ότι «μετά την λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ (4.1.1991) η κατ’ άρθρο 7 παρ. 5 του Αν.Ν. 2545/1940 αρμόδια διοικητική αρχή ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει στον αναιρεσείοντα άδεια διδασκαλίας σε φροντιστήρια ή κατ’ οίκον, εφ’ όσον ο αναιρεσείων πληρούσε τις προβλεπόμενες στην ως άνω οδηγία προϋποθέσεις και ανεξαρτήτως αν ο ιταλικός τίτλος σπουδών, τον οποίο είχε αποκτήσει, πληρούσε τις προϋποθέσεις για την ακαδημαϊκή αναγνώρισή του από το ΔΙΚΑΤΣΑ σύμφωνα με τις σχετικές για την αναγνώριση αυτή διατάξεις. Συνεπώς, η ζημία, την οποία ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι υπέστη με την ένδικη, από 20-05-1994 αγωγή του, δηλαδή η μη πραγματοποίηση εσόδων από την παροχή μαθημάτων σε φροντιστήρια ή κατ’ οίκον από το τέλος Οκτωβρίου 1991 μέχρι την άσκηση της αγωγής, μπορούσε να είναι απότοκος μόνο της αρνήσεως της ως άνω αρμόδιας διοικητικής αρχής να χορηγήσει στον αναιρεσείοντα την σχετική άδεια και όχι της παραλείψεως μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη ή της αρνήσεως του ΔΙΚΑΤΣΑ να αναγνωρίσει τον αλλοδαπό τίτλο σπουδών του αναιρεσείοντος ως αντίστοιχο με το χορηγούμενο από τις ημεδαπές φιλοσοφικές σχολές πτυχίο. Όπως δε προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν αμφισβητείται, ο αναιρεσείων δεν είχε υποβάλει μέχρι την άσκηση της αγωγής του αίτηση για την χορήγηση αδείας διδασκαλίας επικαλούμενος ευθέως τις διατάξεις της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και, επομένως, μέχρι την άσκηση της αγωγής δεν είχε εκδηλωθεί άρνηση της Διοικήσεως να ικανοποιήσει το αίτημα του αναιρεσείοντος».
Έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι στην εν λόγω περίπτωση δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως εμπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ στο εσωτερικό δίκαιο ή της αρνήσεως του ΔΙΚΑΤΣΑ να αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών και της ζημίας, που ισχυριζόταν ο διοικούμενος, και, ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη αξίωση, την οποία προέβαλε με την αγωγή του ήταν, εν όψει των απαιτουμένων από το άρθρο 105 ΕΙΣΝΑΚ προϋποθέσεων, αβάσιμη και έτσι απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου.
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr