Κατά την κρατούσα θέση της νομολογίας η αποδοχή κληρονομίας και η μεταγραφή αυτής από τον ενάγοντα στην αγωγή διανομής κοινού κλήρου (όχι και του εναγόμενου συγκληρονόμου) απαιτείται για το ορισμένο αυτής επί ποινή απαραδέκτου
Κατά την έννοια των άρθρων 1884, 1338, 804, 562 και 1262 παρ. 6 ΑΚ κάθε διανομή, εξώδικη ή δικαστική, περιέχει διάθεση και συγκεκριμένα απαλλοτρίωση με αντάλλαγμα και συνεπώς προϋποθέτει την ύπαρξη κυριότητας στα διανεμητέα αντικείμενα, η οποία, όταν αυτό είναι κληρονομιαίο ακίνητο, μπορεί να αποκτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 1846, 1198 και 1193 του ίδιου ως άνω κώδικα μόνον από και με τη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομιάς ή του κληρονομητηρίου κλπ. Κάτι αντίθετο με τα παραπάνω, όσον αφορά ειδικότερα την κοινωνία της κληρονομιάς, δεν προκύπτει από το άρθρο 1872 παρ. 1 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι «ως αντικείμενα της κληρονομιάς κατά το προηγούμενο άρθρο θεωρούνται επίσης και εκείνα στα οποία ο κληρονομούμενος κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής και αν ακόμη είχε αποβληθεί από αυτήν», διότι η παραπάνω διάταξη αναφέρεται αποκλειστικά στην αγωγή περί κλήρου, με την οποία ο κληρονόμος, επικαλούμενος μόνο το κληρονομικό του δικαίωμα και την αμφισβήτησή του, δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 1872 παρ. 1 ΑΚ να ζητήσει την αναγνώρισή του και την απόδοση της κληρονομιάς ή συγκεκριμένων αντικειμένων της από εκείνον που τα κατακρατεί ως κληρονόμος, χωρίς να είναι αναγκαία σε μια τέτοια αγωγή περί κλήρου ή έρευνα της κυριότητας στα αντικείμενα αυτά (βλ. ΑΠ 1148/1980 ΝοΒ 29.527, ΑΠ 801/77 ΝοΒ 26.508, ΕφΑΘ 9437/81 ΝοΒ 30.475, ΠολΠρωτΘες 10.370/1997 Αρμεν. 1997.1333). Επομένως, πριν από την μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς δεν μεταβιβάζεται η κυριότητα των κληρονομιαίων ακινήτων στους κληρονόμους. Για να γίνει επομένως διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, η οποία κατά τα προεκτεθέντα είναι μία μορφή διάθεσης των ακινήτων κατ` αντίστοιχα ποσοστά μεταξύ των κληρονόμων, πρέπει πριν από τη διανομή να έχει γίνει η οικεία μεταγραφή (ΑΠ 1148/80 ΝοΒ 29, 527 ΕφΑΘ 9437/81 ΝοΒ 30.475). Οποτεδήποτε γίνει η μεταγραφή, αυτή ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, από τον οποίο θεωρείται ο κληρονόμος, ως κύριος του ακινήτου της κληρονομιάς (ΕφΑΘ 11576/1986 ΕλλΔνη 29.142). Μπορεί να μεταγράφει οποιοδήποτε δημόσιο έγγραφο που αποδεικνύει την αποδοχή της κληρονομιάς (ΕφΑΘ 313/84ΕλλΔνη 25.1573). Τέτοιο δημόσιο έγγραφο είναι και το πιστοποιητικό του αρμόδιου γραμματέα, του πρωτοδικείου για μη αποποίηση της κληρονομιάς (βλ. Ράμμο, ΕρμΑΚ, άρθρ. 1195, αρ. 5, ΕφΑΘ 10267/78 ΝοΒ 27.1497), διότι από αυτό προκύπτει η σιωπηρή αποδοχή της κληρονομιάς (βλ. Διατσίδη, Αρμ 38248). Ο κληρονόμος νομιμοποιείται να επιδιώξει τη μεταγραφή της σιωπηρής αποδοχής της κληρονομιάς από το συγκληρονόμο προς κτήση κυριότητας, η οποία μπορεί να γίνει και μετά τη συζήτηση της αγωγής, ακόμα και μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 69 παρ. 1 στοιχ. ε` ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο μπορεί να ζητηθεί δικαστική προστασία και όταν το δικαίωμα τελεί υπό αναβλητική αίρεση, η δε αίρεση της μεταγραφής, οποτεδήποτε και αν πληρωθεί, έχει αναδρομική ισχύ, υπό την έννοια ότι ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονόμουμένου (ΕφΑθ 11576/1986 ΕλλΔνη 29.142, ΠΠρθεσ 23799/95 Αρμεν 50.318, ΠΠρωτΑΘ 8980/1988 ΕλλΔνη 33.418, ΕφΘεσ 10/1994 Αρμεν. 1994.678). Επομένως, για την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση της αγωγής διανομής ακινήτων κληρονομιάς, αρκεί σ’ αυτή (αγωγή) να αναφέρεται το δικαίωμα συγκυριότητας του ενάγοντος (ΑΠ 801/77 ΝοΒ 26.508). Δηλαδή, πρέπει να εκθέτει την κυριότητα του κληρονομουμένου (ΕφΚερκ 14/85 ΕλλΔνη 26.901), το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης, την αποδοχή κληρονομιάς με δημόσιο έγγραφο και την μεταγραφή για την απόκτηση κυριότητας στα ακίνητα της κληρονομιάς (ΕφΑθ 8518/81 ΝοΒ 30.265), τη συγκυριότητα του εναγομένου και ότι ο τελευταίος αρνείται την εκούσια διανομή. Εάν ο εναγόμενος σύμφωνα με την αγωγή κατέστη συγκύριος του επικοίνου λόγω κληρονομιάς, τότε ο ενάγων (πέρα από τον δικό του τρόπο κτήσεως της συγκυριότητας) δεν είναι υποχρεωμένος για το ορισμένο της αγωγής του να αναφέρει ότι ο εναγόμενος έχει αποδεχθεί την κληρονομιά και ότι μετέγραψε το σχετικό δημόσιο έγγραφο (ΕφΘεσ 10/1994 ο.π., ΠολΠρωτΛαρ 622/2000 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2000.106). Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 785 επ. , 980, 981, 982, 984, επ., 987, 994, 1113 και 1884 ΑΚ, ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται, ότι κατέχει τούτο στο όνομα και των λοιπών συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, προτού τους καταστήσει γνωστό ότι αποφάσισε να νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά στο όνομά του, για δικό του λογαριασμό, ως κύριος και παρέλθει από της γνωστοποιήσεως αυτής η προθεσμία της ανωτέρω παραγραφής. Η εν λόγω γνωστοποίηση μπορεί να γίνει ρητώς ή σιωπηρώς, με πράξεις οι οποίες καταδεικνύουν την ανωτέρω απόφαση, ενώ η γνώση των λοιπών συγκληρονόμων για την αντιποίηση της νομής μπορεί να προέλθει είτε από σχετική δήλωση του αντιποιούμενου, είτε από αλλού και, συνεπώς, αρκεί η γνώση του συγκληρονόμου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οπουδήποτε και αν προέρχεται. Η ανωτέρω γνωστοποίηση δεν απαιτείται όταν οι συγκληρονόμοι προβαίνουν με συμφωνία σε άτυπη μεταξύ τους διανομή των στοιχείων της κληρονομιάς και, βάσει της συμφωνίας αυτής, καθένας τους αρχίζει να νέμεται αποκλειστικούς για δικό του λογαριασμό το ακίνητο, το οποίο περιήλθε σ` αυτόν με τη διανομή. Και τούτο, διότι, με τον τρόπο αυτό, καθένας από τους συγκληρονόμους εκδήλωσε σαφώς τη βούλησή του να νέμεται μόνο για τον εαυτό του ολόκληρο το ακίνητο, το οποίο περιήλθε σ` αυτόν και αποδέχθηκε την ομοίου περιεχομένου βούληση του άλλου ή των άλλων συγκληρονόμων για αποκλειστική νομή τους στο άλλο ή στα άλλα ακίνητα, τα οποία περιήλθαν σ` αυτούς (ΑΠ 1559/01 ΕλλΔνη 44.1555). Επίσης, η ανωτέρω γνωστοποίηση δεν απαιτείται, όταν οι μη ευρισκόμενοι στην κατοχή του κοινού πράγματος συγκληρονόμοι εκδήλωσαν καθ` οιονδήποτε τρόπο τη βούλησή τους να μην είναι συννομείς αυτού, όπως στην περίπτωση της εκούσιας αποξένωσής τους από το εν λόγω πράγμα (ΑΠ 1386/02 ΕλΔικ 44.506, ΕφΙωαννίνων 177/2005 ΑρχΝομ 2006.333). Εξάλλου, επί αγωγής διανομής (αρθρ. 1113 και 794 ΑΚ και 478, 479, 480 ΚΠολΔ), πέραν των όσων αναφέρονται παραπάνω, αν ο εναγόμενος ισχυριστεί ότι είναι αποκλειστικός κύριος του διανεμητέου, προβάλλοντας έτσι αμφισβήτηση της ενεργητικής μόνο νομιμοποιήσεως της αγωγής, δεν υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο κατέστη συγκύριος ο εναγόμενος, γιατί στην περίπτωση αυτή η απόδειξη της συγκυριότητας του ενάγοντος θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του δικαιώματος κυριότητας που ομολογείται από τον εναγόμενο σε ολόκληρο το διανεμητέο κατά το ποσοστό συγκυριότητας που αποδεικνύει ότι ανήκει στον ενάγοντα (βλ. ΑΠ 1061/75 ΝοΒ 23.630). Σχετικά δε με το ζήτημα αν ο ισχυρισμός του εναγομένου σε δίκη διανομής, περί αποκλειστικής κυριότητάς του επί του διανεμητέου, συνιστά ένσταση ή αιτιολογημένη άρνηση πρέπει να λύνεται όπως και επί διεκδικητικής αγωγής. Έτσι, αν ο ενάγων επικαλείται κτήση κυριότητας επί ακινήτου κατά τρόπο παράγωγο, ο ισχυρισμός του εναγομένου που δεν αμφισβητεί την κυριότητα των δικαιοπαρόχων εκείνου, ότι απέκτησε την κυριότητα στα ακίνητα αυτά με χρησικτησία, ο χρόνος της οποίας συμπληρώθηκε μετά τη μεταβιβαστική πράξη που επικαλείται ο ενάγων, αποτελεί ένσταση, γιατί αν είναι αληθής επιφέρει κατάλυση της κυριότητας που είχε αποκτήσει ο ενάγων (βλ. ΑΠ 1090/1983 ΝοΒ 32.841, ΕφΑθ 2788/86 ΕλλΔνη 27.1160- 1161, Ράμμο στην ΕρμΑΚ 1095 αρ. 4, πρβλ. Γεωργιάδη, στο Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ 1095 αρ. 5 και 17, Παπαχρήστου, Εμπρ. Δίκ., υπ’ αρθρ. 1095 αρ. 5, ΠολΠρωτΘες 10.370/1997 Αρμεν. 1997.1333). Από τις διατάξεις του άρθρου 1895 Αστικού Κώδικα (όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεώς του με τον ν. 1329/1983) οι κατιόντες που κληρονομούν εξ αδιαθέτου υποχρεούνται κατά τη διανομή της κληρονομιάς να συνεισφέρουν μεταξύ τους, ανάμεσα στις άλλες παροχές που απαριθμούνται με το άρθρο αυτό και εκείνη που έγινε προς αυτούς από τον κληρονομούμενο με πράξη του όταν ζούσε είτε με σύσταση προικός είτε προς αποκατάσταση δικού τους οίκου είτε προς έναρξη ή εξακολούθηση επαγγέλματος, εκτός αν κατά την παροχή τους όρισε διαφορετικά, καθώς και κάθε δωρεά προς αυτούς, εφόσον ο κληρονομούμενος διέταζε τη συνεισφορά ή τον καταλογισμό αυτής στην κληρονομική του μερίδα. Ειδικότερα, ως παροχή του κληρονομουμένου υπέρ του κατιόντος για την αποκατάσταση του δικού του οίκου νοείται εκείνη που γίνεται για την οικονομική του αποκατάσταση, ανεξάρτητα αν αποτελεί δωρεά κατ` άρθρο 1499 ΑΚ, γιατί υπερβαίνει το ενδεικνυόμενο μέτρο από τις περιστάσεις (βλ. ΑΠ 547/68 ΝοΒ 17.158, ΕφΠατρ 431/86 ΝοΒ 35.565 επ., Τριμελές Εφετείο Πατρών 168/2021).
Λαμπρινή Σταμέλου, δικηγόρος