Παραγραφή αδικοπραξίας σε περίπτωση που αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη. Στον μακρότερο χρόνο παραγραφής δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση
Το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει ότι “η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημιά και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, σε κάθε περίπτωση όμως η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης”. Η δεύτερη παράγραφος της παραπάνω διατάξεως υπαγορεύθηκε για το λόγο ότι δε θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερη πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του παραπάνω άρθρου πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη, κατά τον ποινικό νόμο, πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή.
Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως, ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ. ή σε διάταξη άλλου ειδικού ποινικού νόμου, η οποία, προκειμένου περί πλημμελημάτων, ανέρχεται σε πέντε (5) έτη, ενώ προκειμένου περί κακουργημάτων, για τα οποία προβλέπεται ποινή ισοβίου καθείρξεως, ανέρχεται σε είκοσι (20) έτη και σε δεκαπέντε έτη (15) σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα δε με το άρθρο 17 ΠΚ, αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δε συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίον ανέρχεται σε τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα και πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα. Τούτο διότι: α) η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει και δεν χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου. Εξάλλου, η ασφάλεια δικαίου, ως έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου, επιβάλλει να είναι από την αρχή προσδιορισμένη η διάρκεια της παραγραφής. Την αρχή αυτή δεν ικανοποιεί η άποψη περί συνυπολογισμού στην βασική (in abstracto) πενταετή ποινική παραγραφή και της τριετίας της αναστολής, και β) ο συνυπολογισμός της τριετίας της ποινικής αναστολής προκαλεί και σύγχυση με τη διακοπή και την αναστολή της αστικής παραγραφής της απαιτήσεως αποζημιώσεως, όπως οι θεσμοί αυτοί ρυθμίζονται στα άρθρα 255 επ. και 260 επ. του ΑΚ, αφού θα προκληθεί το φαινόμενο, στην αστική παραγραφή να εφαρμόζονται παράλληλα, αφενός η ποινική αναστολή και αφ` ετέρου η αναστολή-διακοπή της παραγραφής του ΑΚ. Τόσο, όμως, η ποινική όσο και η αστική παραγραφή αποτελούν σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο οι πράξεις που επιφέρουν διακοπή ή αναστολή της παραγραφής κρίνονται αυτόνομα στο πλαίσιο καθενός από τα συστήματα αυτά. Επομένως, ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 ΑΚ, αναφερόμενος στην μακρότερη ποινική παραγραφή, προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή, άνευ συνυπολογισμού σε αυτή και του διαστήματος της αναστολής (ΟλΑΠ 21/2003, ΑΠ 994/2010, ΑΠ 415/2015 ΤΝΠ “Νόμος”, ΕφΠειρ 230/2016 ΤΝΠ «Νόμος») [1].
Άννα Ρεγκούτα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr
[1] Απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 218/2023 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ