Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Καταγγελία σύμβασης έργου. Δεν απαιτείται να θεμελιώνεται σε σπουδαίο λόγο και επιφέρει λύση της σύμβασης για το μέλλον. Εκατέρωθεν αξιώσεις των μερών εξ αυτής. Διάκριση αυτής από την άσκηση υπαναχώρησης από την σύμβαση έργου που έχει αναδρομική ισχύ

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο που συμφωνήθηκε και ο αντισυμβαλλόμενός του, που καλείται εργοδότης να καταβάλει την συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου.

Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος της εργασίας, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης, και όχι σε αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου (ΑΠ 968/2020, ΑΠ 953/2020, ΑΠ 1928/2013).

Αντικείμενο πάντως της σύμβασης έργου μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1469/2018, ΑΠ 44/2017).

Εξάλλου, η σύμβαση έργου κατατάσσεται στις στιγμιαίες (πρόσκαιρες), και όχι στις διαρκείς συμβάσεις (βλ. Βαλτούδη σε Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 681-702 ΑΚ, σελ. 1248, αρ. 2), πλην όμως, σε αυτή (τη σύμβαση έργου) το στοιχείο του χρόνου δεν είναι νομικά αδιάφορο, ως εκ τούτου, η εν λόγω σύμβαση δεν ταυτίζεται απόλυτα με τις κλασικές στιγμιαίες συμβάσεις. Εγγύτερα, στον ΑΚ απαντώνται ρυθμίσεις αφορώσες στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών κατά την προθεσμία εκπλήρωσης του έργου (όπως στις διατάξεις των άρθρων 685-687, 697 και 700 ΑΚ). Παράλληλα, συναντώνται και συμβάσεις έργου, στις οποίες ο χρόνος ανάγεται σε συστατικό στοιχείο της ενοχής του εργολάβου, σε άλλες δε περιπτώσεις, ο χρόνος συνιστά στοιχείο καθοριστικό των ορίων και της έκτασης του εκτελεστέου έργου (βλ. εκτενέστερα Κορνηλάκη, Ειδικό ενοχικό δίκαιο, τόμ. 2, 2η έκδ., 2013 , Σύμβαση έργου, Έννοια και νομική φύση, στον ιστότοπο www.sakkoulas-online.gr ).

Περαιτέρω, ο εργολάβος, κατ’ εξαίρεση όσων προβλέπονται στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, υποχρεούται σε προεκπλήρωση της κύριας παροχής του, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, αφού η υποχρέωση της προεκπλήρωσης αποτελεί ρύθμιση ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 1287/2018), τέτοια δε διαφορετική συμφωνία είναι αυτή που προβλέπει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει ολόκληρη την αμοιβή ή μέρος αυτής σε χρόνο προγενέστερο της παράδοσης του έργου (ΑΠ 138/2022, ΑΠ 692/2020). Ακόμη, κατ’ άρθρο 700 ΑΚ, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε έως την αποπεράτωση του έργου τη σύμβαση, και μάλιστα χωρίς ανάγκη να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, οπότε αυτή λύνεται για το μέλλον και υποχρεούται πλέον ο ίδιος να παραλάβει το έργο στην κατάσταση που αυτό βρίσκεται κατά την καταγγελία, καταβάλλοντας ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία πάντως, ύστερα από ένστασή του, αφαιρείται η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και οτιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί.

Ειδικότερα, με την καταγγελία της σύμβασης έργου από τον εργοδότη, που αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματός του και για το κύρος της οποίας δεν απαιτείται η από μέρους του προσφορά στον εργολάβο της συμφωνημένης αμοιβής του, δημιουργούνται αυτόματα για τα μέρη, με τη λύση της σύμβασης που η καταγγελία συνεπάγεται, οι αμοιβαίες υποχρεώσεις για μεν τον εργοδότη να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή του, εφόσον δεν υπάρχουν οι παραπάνω κατ` ένσταση προτεινόμενοι λόγοι περιορισμού αυτής, για δε τον εργολάβο να παραδώσει στον εργοδότη το τμήμα του έργου που μέχρι την καταγγελία εκτέλεσε, ως οφειλόμενη συμβατική αντιπαροχή του (ΑΠ 1598/2011, ΑΠ 1617/2009). Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να προχωρήσει σε καταγγελία της εργολαβικής σύμβασης σε κάθε χρόνο, μη υποκείμενος σε χρονική οριοθέτηση, έως την αποπεράτωση του έργου, δηλαδή ενώ το έργο βρίσκεται ακόμη υπό εκτέλεση, και μετά την άπρακτη παρέλευση της συμβατικής προθεσμίας παράτασης του έργου έως την πραγματική εκτέλεσή του. Εξάλλου, ο νόμος δεν θέτει καμία προϋπόθεση για την κατ’ άρθρο 700 ΑΚ καταγγελία του εργοδότη, συνεπώς δεν απαιτείται υπαιτιότητα του εργολάβου ή των προσώπων για τα οποία αυτός υπέχει ευθύνη, ούτε άλλη αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Ειδικό Ενοχικό, άρθρο 700, αρ. 3, 6, 18, στον ιστότοπο www.sakkoulas-online.gr ). Διαφορετική από την καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ, είναι ως προς τις προϋποθέσεις, αλλά και ως προς τις συνέπειες, η υπαναχώρηση από τη σύμβαση έργου, που προβλέπεται από το άρθρο 686 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο αν ο εργολάβος δεν αρχίσει έγκαιρα την εκτέλεση του έργου ή αν επιβραδύνει, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, την εκτέλεση του έργου, στο σύνολό της ή εν μέρει, κατά τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωσή του, μπορεί ο εργοδότης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος του εργολάβου, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου, σε περίπτωση δε υπερημερίας του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα σχετικά δικαιώματα του εργοδότη. Με την υπαναχώρηση, η οποία μπορεί να είναι ολική ή μερική, δηλαδή μόνον κατά το ανεκτέλεστο μέρος του έργου, η σύμβαση έργου καταργείται αναδρομικά, ολικά ή αναλόγως εν μέρει, και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται στο άρθρο 389 παρ. 2 ΑΚ, δηλαδή αποσβήνονται οι συμβατικές υποχρεώσεις προς παροχή και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό τις παροχές που έλαβαν (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Ειδικό Ενοχικό, άρθρο 686, αρ. 6, στον ιστότοπο www.sakkoulas-online.gr ). Στη σχετική δήλωση υπαναχώρησης, πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι της, όχι μόνο για να μπορέσει ο εργολάβος να αμυνθεί, αλλά και για να μην προκύψει σύγχυση σχετικά με το αν πρόκειται για την υπαναχώρηση του άρθρου 686 εδ. α` ΑΚ ή για την καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ (ΑΠ 697/2019). Δεν αποτελεί, άλλωστε, καταγγελία, κατ’ άρθρο 700 ΑΚ, η δήλωση του εργοδότη, που τείνει στη λύση της σύμβασης, όταν αυτός επικαλείται αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου. Τέλος, εναπόκειται στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αν η σχετική δήλωση του εργοδότη, που μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, αποτελεί υπαναχώρηση ή καταγγελία, η κρίση του όμως ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 957/2019, ΑΠ 1229/2017, ΑΠ 338/2016, ΑΠ 1665/2014, 635/2024 ΠΠΡ ΑΘΗΝΩΝ).

Ναταλία Κ. Νεραντζάκη, δικηγόρος

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί