Ουσιαστικό δεδικασμένο παράγεται από τελεσίδικη απόφαση που έκρινε στην ουσία την έννομη σχέση – Απαγόρευση συζήτησης νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο – Τι ισχύει επί αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή ως αναπόδεικτη
Κατά το άρθ. 321 ΚΠολΔ, δεδικασμένο δημιουργούν όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Προσέτι, κατά το άρθ. 324 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 166/1999 ΕλλΔνη 40.1040, ΑΠ 205/1996 ΕλλΔνη 37.1309).
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει ότι η νέα αυτή δίκη αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή στο ίδιο νομικό γεγονός το παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό, αποσβεστικό κ.λπ. της συγκεκριμένης έννομης σχέσης. Ειδικότερα, ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοσθείσας κατά την προηγούμενη δίκη νομικής διάταξης αναγκαία κατά νόμον για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, τα ίδια συγκροτούν το πραγματικό, όλο ή και μέρος της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη (ΑΠ 559/1996 ΕλλΔνη 38.107, ΕφΘεσ 796/2008). Το ουσιαστικό, δε, δεδικασμένο παράγεται μόνο από την τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου, που έκρινε στην ουσία την έννομη σχέση που προβλήθηκε στη δίκη, με αγωγή (κυρία ή παρεμπίπτουσα), ανταγωγή, κυρία παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, και δεν παράγεται, όταν το Δικαστήριο δεν εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, αλλά απορρίψει την αγωγή (κυρία ή παρεμπίπτουσα) κ.λπ., ως αόριστη ή ως νομικά αβάσιμη ή για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως και μάλιστα για έλλειψη έννομου συμφέροντος (68 ΚΠολΔ), η οποία ανεφάνη μετά την εξέταση άλλης αγωγής, η παραδοχή της οποίας αποτελούσε την αναγκαία προϋπόθεση της κατ’ ουσίαν έρευνας της νέας αγωγής (κυρίας ή παρεμπίπτουσας, ΑΠ 294/2004).
Έτι περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των ως άνω άρθρων (321, 324 ΚΠολΔ) και του άρθ. 322 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαίωμα που έχει κριθεί ήδη με τελεσίδικη απόφαση δεν επιτρέπεται να εξετασθεί εκ νέου σε άλλη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων, είτε ως κύριο αντικείμενο, είτε ως προϋπόθεση άλλου δικαιώματος (ΑΠ 525/1996 ΕλλΔνη 38.80). Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δίκαιο που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η τελεσίδικη αυτή κρίση είναι εσφαλμένη (ΕφΔυτΜακ 47/2006), όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 613/2007, ΑΠ 1889/1999 ΕλλΔνη 41.1596).
Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό δικαιολογείται όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον χρόνο που ήταν κρίσιμος στην προηγούμενη δίκη και ενόψει του οποίου επιδικάσθηκε ή όχι η απαίτηση, η οποία ήταν επίμαχη στη δίκη εκείνη, καθώς και όταν επήλθε μεταβολή των πραγματικών γεγονότων που αποτελούν προϋπόθεση της κριθείσας έννομης σχέσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής και ιστορικής αιτίας στις δύο δίκες (ΕφΛαρ 399/2004). Όσον αφορά ειδικότερα την ιστορική αιτία, είναι απαράδεκτη η προβολή ισχυρισμών και η προσαγωγή αποδεικτικών μέσων, με τα οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση η ιστορική αιτία του νομικού συλλογισμού. Τα πραγματικά περιστατικά, και γενικώς όλα τα μέσα, με τα οποία επιδιώκεται διαφορετική ανάπλαση του νομικού συλλογισμού εμπειρικής πραγματικότητας είναι απαράδεκτα. Η ιστορική αιτία καθορίζεται βάσει του πραγματικού του κανόνος δικαίου, αναφέρεται, δε, σε ορισμένη εμπειρική πραγματικότητα και αποτελεί κατηγορική κρίση περί του ότι αποδεικνύεται ότι συνέβησαν ή περί του ότι δεν αποδεικνύεται ότι συνέβησαν, σε περίπτωση κατ’ ουσίαν απορρίψεως της αγωγής, τα περιλαμβανόμενα στο πραγματικό του κανόνος δικαίου πραγματικά περιστατικά. Τα περιστατικά, δηλαδή, αυτά διαπιστώνονται στην ιστορική αιτία ως συγκεκριμένως και ατομικώς προσδιοριζόμενο ατομικό συμβάν. Ακριβώς, δε, η εξατομίκευση αυτή του ιστορικού συμβάντος καλύπτεται από το δεδικασμένο. Κάθε ισχυρισμός, ο οποίος θίγει την ατομικότητα του συμβάντος αυτού, τείνει σε μεταβολή της ιστορικής αιτίας και είναι συνεπώς απαράδεκτος (ΑΠ 728/1996, Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, εκ. 1983, παρ. 19, αριθμ. 1, 3, σελ. 222, 224, 225).
Επί αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή ως αναπόδεικτη, το δεδικασμένο καλύπτει, επίσης, ενιαίως ολόκληρο τον δικανικό συλλογισμό. Η μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού αυτού, ο οποίος καλύπτεται από το δεδικασμένο, αποτελείται και στην περίπτωση αυτή από την κριθείσα ως εφαρμοστέα νομική διάταξη, η, δε, ελάσσων από την κρίση του Δικαστηρίου περί μη αποδείξεως ορισμένου ή ορισμένων στοιχείων του πραγματικού της εν λόγω διατάξεως. Η ιστορική, δηλαδή, αιτία (ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού) συγκροτείται και εδώ από περιστατικά που ανήκουν στο πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου, και συγκεκριμένα από όλα ή ορισμένα από αυτά, αναλόγως του τι έκρινε αναπόδεικτα το Δικαστήριο. Η ιστορική αυτή αιτία στηρίζει το διατακτικό της αποφάσεως και καταλαμβάνεται, ως στοιχείο του δικανικού συλλογισμού, από το δεδικασμένο. Κάθε αμφισβήτηση αυτής, κάθε δηλαδή ισχυρισμός ότι υπήρξαν τα ως αναπόδεικτα κριθέντα περιστατικά, είναι εντός των πλαισίων του ίδιου δικανικού συλλογισμού απαράδεκτος, και καθιστά απαράδεκτη τη νέα αγωγή για την ίδια έννόμη σχέση (ΠΠρΠειρ 5151/2009 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr