Κατά το διάστημα μεταξύ της έκδοσης οριστικής απόφασης και της άσκησης έφεσης κατ’ αυτής δεν μπορεί να προβληθεί ένσταση εκκρεμοδικίας, ούτε μπορεί να γίνει παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής – Επί τελεσίδικης απόρριψης αγωγής για τυπικούς λόγους παράγεται δεδικασμένο μόνο για το δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε αλλά όχι για την ουσία της υπόθεσης
Σύμφωνα με τα άρθρα 221 παρ. 1α’ και 222 παρ. 1 ΚΠολΔ, η κατά το άρθρο 215 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα κατάθεση της αγωγής συνεπάγεται εκκρεμοδικία, μετά την επέλευση της οποίας και κατά τη διάρκειά της δεν μπορεί να γίνει ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου νέα δίκη για την ίδια διαφορά, με βάση την ίδια ιστορική και νομική αιτία, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Η εκκρεμοδικία παύει με την έκδοση οριστικής απόφασης και η παύση της διαρκεί μέχρι την άσκηση ένδικου μέσου κατ’ αυτής, μετά την άσκηση του οποίου δημιουργείται νέα εκκρεμοδικία. Ούτως, μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης και μέχρι την άσκηση τακτικού ενδίκου μέσου (συνήθως έφεση) κατά της απόφασης αυτής, υφίσταται ένα στάδιο διακοπής της εκκρεμοδικίας.
Κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κυρία παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται κι αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη (ΑΠ 255/2000, ΕλλΔνη 41.1026, ΕφΑθ 4196/1999, ΑρχΝ 1999.794, ΕφΠειρ85/1999, ΠειρΝομ 2000.34, ΕφΘεσ 149/1994, Αρμ. 1995.1043). Το εκ της ανωτέρω διατάξεως απαράδεκτο λόγω εκκρεμοδικίας, αποτελεί εκδήλωση της έννομης σχέσης της δίκης και συνίσταται στο ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται να μη συζητήσει εκ νέου την ίδια διαφορά μεταξύ των αυτών διαδίκων.
Η εκκρεμοδικία, η οποία επέρχεται δια της ασκήσεως προηγούμενης αγωγής, δεν συνιστά νομικό κώλυμα επιδίωξηςτης απαίτησης, αλλά δικονομικό της προόδου της νέας δίκης έως την περάτωση της προηγουμένης. Έτσι, μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, όταν δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, δεν είναι δυνατό να προταθεί σε νέα δίκη για την ίδια διαφορά η ένσταση της εκκρεμοδικίας.
Επιπροσθέτως, από τις διατάξεις των άρθρων 222, 294, 295 και 296 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την έκδοση οριστικής απόφασης και πριν ασκηθεί έφεση, οπότε παύει η εκκρεμοδικία και δεν μπορεί να προταθεί κατά το διάστημα αυτό η σχετική ένσταση, η παραίτηση από το αγωγικό δικόγραφο ή δικαίωμα είναι ανίσχυρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες, διότι αυτή (ενν. η παραίτηση) προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση εκκρεμή δίκη, που δεν έχει περατωθεί με την έκδοση οριστικής απόφασης (ΑΠ 201/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 436/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 472/2009, ΧρΙΔ 2010.55), ενώ αν η παραίτηση γίνει με δήλωση που περιλαμβάνεται σε νέα αγωγή, οπότε υπάρχει στάδιο προβολής αντιρρήσεων από τον εναγόμενο κατά τη συζήτηση της τελευταίας, δεν υπάρχει εκκρεμοδικία της προηγούμενης αγωγής, ώστε να επέλθει κατάργησή της. Έτσι, η οριστική απόφαση δεν καθίσταται ανενεργός, αλλά αναπτύσσει τελεσιδικία και δεδικασμένο, εκτός αν η παραίτηση δηλωθεί κατ’ έφεση (ΑΠ 436/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 472/2009,ΧρΙΔ 2010.55).
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 297, 299, 522 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, με την άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, αναβιώνει η εκκρεμοδικία, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους και συνεπώς ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του, είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον εναγόμενο. Η παραίτηση αυτή επάγεται την κατάργηση της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και την έμμεση άρση της ισχύος της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον γίνει χωρίς αντίρρηση του εναγομένου, καθώς και όταν αντιλέγει μεν αυτός, αλλά δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης με έκδοση οριστικής απόφασης (ΑΠ 201/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 436/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ233/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 472/2009 ΧρΙΔ 2010, 55).
Τέλος, η υπό την ισχύ του ΚΠολΔ διατύπωση, ότι δεδικασμένο προκαλούν οι αποφάσεις, εφόσον έκριναν κατ’ ουσίαν και όχι όταν απέρριψαν την αγωγή για τυπικό λόγο (ΑΠ 233/1977, ΝοΒ1977, σ. 1180, ΑΠ 888/1977, ΝοΒ 1978, σ. 703), σημαίνει ότι από την τυπική απόρριψη της αγωγής δεν δημιουργείται δεδικασμένο περί του ουσιαστικού δικαιώματος. Καθώς η έλλειψη συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης (π.χ. νομιμοποίησης), ή η αοριστία της αγωγής (ΕφΘεσ 2472/1995, ΕλλΔνη 1997, σ. 1161), αποκόπτει από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσει και την ουσιαστική έννομη σχέση, η απόφασή του καθίσταται δεσμευτική μόνον ως προς το δικονομικό ζήτημα που πράγματι κρίθηκε (ΑΠ 648/1991, ΝοΒ1991, σ/ 763). Το δεδικασμένο που παράγεται σύμφωνα με την παρ. 1 εδάφ. 2 του άρθρου 322 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, εμποδίζει την επανάσκηση της αγωγής, καθιστώντας την απαράδεκτη μόνον αν αυτή παρουσιάζει το ίδιο δικονομικό ελάττωμα. Ο ενάγων δεν εμποδίζεται, όμως, να επανέλθει αν θεραπεύσει το δικονομικό ελάττωμα για το οποίο δημιουργήθηκε δεδικασμένο, αν λ.χ. συμπληρώσει την ελλείπουσα διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΑθ 10641/1995, ΕλλΔ/νη, 1999, σ. 157) ή τα στοιχεία της αγωγής που κρίθηκε ως αόριστη (βλ. επίσης ΕιρΡόδου 41/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ερμηνεία άρθρου 322, σε ΚΠολΔ, Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα, 2000, τόμος πρώτος, σελ. 644) – (ΜΠρΠατρ 183/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, με την υπ’ αριθμ. 183/2020 απόφασή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έκρινε τα κάτωθι: «Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει: […] Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 περ. 11, 35 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία του άρθρου 614 παρ. 6 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς τo άρθρο 591 ΚΠολΔ […], απορριπτόμενων των ισχυρισμών των εναγομένων περί ύπαρξης εκκρεμοδικίας και δεδικασμένου. Ειδικότερα, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την από 20-9-2014 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./23-9-2014 αγωγή της κατά των ανωτέρω εναγομένων, με αίτημα την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ίδιο ως άνω ατύχημα, πλην όμως με τη με αριθμό 484/2018 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη καθώς, η ενάγουσα, αν και μετέτρεψε με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, το αίτημα της αγωγής της από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό διατηρώντας ως καταψηφιστικό το αγωγικό αίτημα για το ποσό των 5.000 ευρώ, δεν διευκρίνιζε ως προς ποια κονδύλια ζητείτο η αναγνώριση και ως προς ποια η καταψήφιση. Μετά την έκδοση της παραπάνω οριστικής απόφασης και πριν την άσκηση έφεσης, η ενάγουσα με το δικόγραφο της κρινομένης αγωγής της, την οποία κοινοποίησε στους εναγόμενους, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ανωτέρω προγενέστερης από 20-9-2014 αγωγής της. Ωστόσο, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η παραίτηση από το δικόγραφο της πρώτης αγωγής, που έλαβε χώρα με την κοινοποίηση της κρινόμενης αγωγής στους εναγόμενους, χωρίς να υπάρχει εκκρεμοδικία επί της πρώτης αυτής αγωγής (δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης αυτής), είναι αυτοδικαίως ανίσχυρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Επιπροσθέτως, για τους ίδιους λόγους και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσαμείζονα σκέψη, ούτε εκκρεμοδικία υφίσταται από την ως άνω χρονικά προγενέστερη αγωγή. Περαιτέρω, όμως, απορριπτέος είναι και ο περί δεδικασμένου ισχυρισμός των εναγομένων, δοθέντος ότι η ανωτέρω υπ’ αριθ. 484/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου δεν δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την ουσία της υπόθεσης (321, 322 ΚΠολΔ), αφού απέρριψε την αγωγή της και νυν ενάγουσας, ως αόριστη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Επομένως, παραδεκτώς ασκείται η υπό κρίση αγωγή της ενάγουσας […]».
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
email: info@efotopoulou.gr