Ποια η τύχη των κονδυλίων που καταβλήθηκαν βάσει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής επιδίκασης απαίτησης, σε περίπτωση τελεσίδικης ευδοκίμησης ή μη της κύριας αγωγής
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 682 και 695 ΚΠολΔ, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων που διατάσσονται σε επείγουσες περιπτώσεις ή επικείμενου κινδύνου για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης, ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση, ανακαλείται, δε, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 696, 697 και 698 ΚΠολΔ. Η ανάκληση αναφέρεται στη νομιμότητα διατήρησης του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου και όχι στη νομιμότητα εκδόσεώς του, δεν συνιστά ένδικο μέσο, αλλά ένδικο βοήθημα και γι’ αυτό δεν ενεργεί αναδρομικά αλλά ex nunc.
Εξάλλου, επί προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων (ΚΠολΔ 728), η απόφαση που επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση ή μεταρρυθμίζει προσωρινά τη σχετική απόφαση, παύει αυτοδικαίως να ισχύει: α) αν μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη επίδοση εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση ή μεταρρύθμιση δεν ασκήσει αγωγή για την απαίτηση που επιδικάσθηκε ή για τη μεταρρύθμιση της απόφασης (άρθρο 729 παρ. 5 ΚΠολΔ) και β) αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης (άρθρο 730 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, η τυχόν καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, που έγινε από τον οφειλέτη στον δανειστή σε εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία επιδικάστηκε προσωρινή απαίτηση εκ των αναφερομένων στο άρθρο 728 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να προταθεί από αυτόν (οφειλέτη) στη δίκη που αφορά στην κύρια υπόθεση ως αποσβεστικός λόγος της οφειλής του, διότι η διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο επί οικειοθελούς παροχής του οφειλέτη (βλ. I. Χαμηλοθώρης, Ασφ. Μετρ. εκδ. 2010, σ. 291, πρβλ. Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία ατυχήματα, εκδ. 1998, § 2744, σ. 909). Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, της καταβολής ποσού από τον οφειλέτη στο δανειστή σε εκτέλεση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 730 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία, αν απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση κατ’ ουσίαν η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το Δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το Δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί.
Ειδικότερα, η κατά την ΚΠολΔ 730 παρ. 1 αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της απόφασης, παύει για τον εφεξής χρόνο και δεν πρόκειται για ακυρότητα με αναδρομική ενέργεια, ως εκ τούτου δεν μπορεί να ζητηθεί η απόδοση των ήδη καταβληθέντων, με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή ως αχρεωστήτως καταβληθέντων, αφού η αιτία για την οποία καταβλήθηκαν ήταν νόμιμη, έστω κι αν η αγωγή για την κύρια υπόθεση απορριφθεί στην ουσία της (I. Χαμηλοθώρης – Θ. Κλουκίνας, Ασφ. Μετρ. εκδ. 2000, τ. Α, σ. 294). Μόλις, όμως, τελεσιδικήσει η απορριπτική απόφαση επί της αγωγής, γεννάται η αξίωση της παρ. 2 του άρθρου 730 ΚΠολΔ προς απόδοση των όσων έχουν καταβληθεί στο πλαίσιο προσωρινής επιδικάσεως, η οποία ισχύει αναδρομικά.
Αντίθετα, εάν ο αιτών κερδίσει την κύρια δίκη, τυχόν καταβολές που έχουν γίνει προς αυτόν από τον καθ’ ου, θεωρούνται ως προκαταβολές έναντι της οριστικής επιδίκασης απαίτησης και πρέπει, κατά την ορθότερη γνώμη, να προαφαιρούνται κατά την εκτέλεση, ενώ το σχετικό αίτημα μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο της κύριας δίκης. Με άλλα λόγια, δηλαδή, στην περίπτωση που επιδικάζεται προσωρινά απαίτηση με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και επακολουθήσει κανονικά έγερση τακτικής αγωγής για την υπόθεση και γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, αν τυχόν έχει καταβληθεί ποσό στον αιτούντα σε εκτέλεση της αποφάσεως των ασφαλιστικών μέτρων περί προσωρινής επιδίκασης, είναι φανερό ότι το ποσό που καταβλήθηκε προσωρινά, αποτελεί προκαταβολή της οριστικής διατροφής, η οποία ακολούθως του επιδικάζεται και ότι το ποσό που καταβλήθηκε δεν συμψηφίζεται με το επιδικαζόμενο στην κυρία δίκη, αλλά καταλογίζεται στην εκτέλεση.
Τέλος, να επισημανθεί ότι για την επιδίκαση της αξιώσεως της παρ. 2 του άρθρου 730 ΚΠολΔ, απαιτείται η υποβολή αιτήματος, το οποίο είναι δυνατόν να υποβληθεί και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με το δικόγραφο της εφέσεως ή με τις προτάσεις, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου, ενώ η αξίωση απόδοσης είναι διάφορη της αξιώσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επόμ. ΑΚ, αφού ο πλουτισμός εδώ οφείλεται έστω κι αν δεν σώζεται (ΜΠρΑθ 6697/2022 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αγγελική Πολυδώρου, Δικηγόρος
email: info@efotopoulou.gr