Συνέπειες από τη μη τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας
Η μη τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, αυτή καθεαυτή, δεν δημιουργεί άνευ ετέρου ακυρότητα ή απαράδεκτο, εκτός αν δεν εφαρμόστηκε ειδικός σ` αυτήν δικονομικός κανόνας, ο οποίος έπρεπε να εφαρμοστεί και περιέχει «πρόδηλα» ή ευνοϊκότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις, εφόσον βέβαια η διαφορά υπάγεται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου (ΟλΑΠ 402/1981, ΑΠ 1179/2014, 174/2014, ΕφΔωδ 14/2017 στη ΝΟΜΟΣ). Η εκδίκαση της διαφοράς κατά την προσήκουσα διαδικασία δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τον αριθμό 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015, η οποία ορίζει ότι αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι` αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται.
Συνεπώς, αν λόγω λανθασμένης διαδικασίας και εφόσον η διαφορά υπάγεται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου, δεν εφαρμόστηκε συγκεκριμένος δικονομικός κανόνας, που έπρεπε να εφαρμοστεί και ο οποίος, προδήλως, περιέχει ή ευνοϊκότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις, δημιουργουμένης έτσι δικονομικής παράβασης, μπορεί να ιδρυθεί κάποιος λόγος αναίρεσης υπό του περιοριστικώς απαριθμούμενους στο άρθρο 559ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 402/1981, ΑΠ 940/2020, ΑΠ 597/2020, ΑΠ 1355/2012, ΑΠ 1596/2011).
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος