Εισαγωγή της υπόθεσης σε εσφαλμένη διαδικασία – άρθρο 591 παρ. 6 ΚΠολΔ – ειδικές διαδικασίες – εφαρμογή και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο
Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται στις ειδικές διαδικασίες, όπως ισχύει έπειτα από τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015, το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία και, σε αρνητική περίπτωση, οφείλει να διατάξει την εκδίκασή της κατά τη διαδικασία, στην οποία αυτή υπάγεται. Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές ότι η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας ελέγχεται μεν αυτεπαγγέλτως, δεν αποτελεί, ωστόσο, διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης. Έτσι, επί εισαγωγής της υπόθεσης σε εσφαλμένη διαδικασία, το δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη (σε διαφορετική περίπτωση θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1227/1983, ΕλλΔ/νη 1984/352), αλλά είτε κρατά την υπόθεση και τη δικάζει με την προσήκουσα διαδικασία, είτε την παραπέμπει σε άλλη ενώπιόν του συνεδρίαση προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα διαδικασία. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται δηλαδή, η ευχέρεια στο Δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία ή να την κρατήσει και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, κατά τη συνεδρίαση στο ακροατήριο τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της προσήκουσας εφαρμοστέας διαδικασίας και δεν επιβάλλεται από την δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για προπαρασκευή των διαδίκων. Προκειμένου να κρίνει αν η διαδικασία, στην οποία έχει εισαχθεί η υπόθεση, καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, το δικαστήριο ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο οπότε, σε καταφατική περίπτωση, προβαίνει σε εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, ακόμη και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης (βλ. ΕφΔωδ 17/2007, ΔιΜΕΕ 2018/132). Αν, όμως, η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας συνοδεύεται και από αντίστοιχη υπαγωγή της διαφοράς σε άλλο δικαστήριο ή την εφαρμογή διαφορετικών δικονομικών κανόνων, όπως η τήρηση συγκεκριμένης προδικασίας (άρθρο 111 ΚΠολΔ, π.χ. τήρηση προθεσμιών επίδοσης, κατάθεσης προτάσεων) ή όσον αφορά άλλες επιταγές του νόμου (πχ. δημόσια συζήτηση με εξέταση μαρτύρων), που απαιτεί η διαδικασία κατά την οποία πρέπει να εκδικασθεί η υπόθεση και η αυτεπάγγελτη εφαρμογή της προσήκουσας διαδικασίας θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα για τους διαδίκους, τότε το δικαστήριο θα παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο ή σε άλλη συνεδρίαση του ίδιου δικαστηρίου ώστε να τηρηθούν οι κανόνες της προσήκουσας διαδικασίας για την εκδίκασή της.
Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 591 παρ.6 του ΚΠολΔ, εφαρμόζεται και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν αυτό διαπιστώσει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν μεν καθ’ ύλην αρμόδιο, πλην όμως εφάρμοσε εσφαλμένη διαδικασία (ΑΠ 146/1995 ΕΕΝ 1996.154). Ούτως, εάν το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης κατά μη προσήκουσα διαδικασία, το Δευτεροβάθμιο, δεχόμενο τυπικά την έφεση, κρατεί το ίδιο και δικάζει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία, εξαφανίζει δε την εκκαλούμενη απόφαση μόνο αν το επιβάλλει η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, όπως προπάντων συμβαίνει όταν δημιουργείται αναρμοδιότητα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (πρβλ. άρθ. 47 και 535 § 2 ΚΠολΔ), ή αν σωρεύονται αγωγές υπαγόμενες σε διαφορετικά είδη διαδικασίας, αφού δεν είναι τότε δυνατή η συνεκδίκασή τους (άρθ. 218 § 1 εδ. δ`, 246 ΚΠολΔ), οπότε εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση ως προς τη μία αγωγή, διατάσσει χωρισμό και παραπομπή ως προς αυτήν, ενώ κρατεί και δικάζει την άλλη, εκτός και αν δεν είναι δυνατή και ως προς αυτήν η άμεση εκδίκαση [βλ. 4187/2024 ΕΦ ΑΘΗΝΩΝ, ΜονΕφΘεσ260/2016, 4568/2011 ΠΠΡ ΑΘΗΝΩΝ – δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΝαυπλ 460/2007, ΕΠολΔ 2008, 390, ΕφΠειρ 108/1997, ΕλλΔνη 1997, 1622, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μαργαρίτης), ΚΠολΔ I (2000), 535 αριθ. 2].
Αγγελική Λιγοψυχάκη, δικηγόρος