Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring)
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 1905/1990, η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) είναι μια σύμβαση μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, που είναι είτε τράπεζα, είτε άλλη ανώνυμη εταιρία αποκλειστικού σκοπού, και μιας επιχείρησης (εμπορικής εταιρίας ή και φυσικού προσώπου), που ασχολείται κατ` επάγγελμα με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Περιεχόμενο της σύμβασης αυτής είναι ότι η εταιρία πρακτορείας (πράκτορας ή factor) αναλαμβάνει να παρέχει στην επιχείρηση του πελάτη της (προμηθευτή), για το διάστημα που συμφωνείται και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την προεξόφληση, τη λογιστική και νομική παρακολούθηση, τη διαχείριση καθώς και την είσπραξη μέρους ή του συνόλου των χρηματικών απαιτήσεων κατά των πελατών της (οφειλετών). Συγκεκριμένα, με το άρθρο 1 παρ. 1 εδάφ. τελευταίο του ως άνω Ν. 1905/1990 προβλέπεται ότι “Περιεχόμενο της πρακτορείας αποτελεί ιδίως η εκχώρηση απαιτήσεων στον πράκτορα με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η εξουσιοδότηση για την είσπραξή τους, η χρηματοδότηση του προμηθευτή με προεξόφληση των απαιτήσεων, η λογιστική ή νομική παρακολούθηση των απαιτήσεων, η διαχείρισή τους, η ολική ή μερική κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου του προμηθευτή”. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μηχανισμό, με τον οποίο επιδιώκονται (σωρευτικά ή διαζευκτικά) τρεις σκοποί: ένας χρηματοδοτικός, ένας διαχειριστικός και ένας ασφαλιστικός (εγγυητικός), με τις αντίστοιχες λειτουργίες. Ειδικότερα, αν με τη σύμβαση επιδιώκεται και χρηματοδοτικός σκοπός, τότε ο προμηθευτής μεταβιβάζει στον πράκτορα τις εκκρεμείς (ήδη γεννημένες ή μέλλουσες να γεννηθούν) απαιτήσεις του από τη διάθεση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών και ο πράκτορας καταβάλλει αμέσως το σύνολο ή μέρος των απαιτήσεων, αφού παρακρατήσει ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στον προεξοφλητικό τόκο. Η κατά τα ανωτέρω μεταβίβαση συντελείται με συνεχείς εκχωρήσεις των απαιτήσεων του προμηθευτή προς τον πράκτορα και την πίστωση από τον τελευταίο του λογαριασμού του πρώτου με τα αντίστοιχα ποσά, η δε πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων αναγγέλλεται εγγράφως από τον πράκτορα ή τον προμηθευτή στον οφειλέτη, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 1905/1990, σε συνδυασμό με τα άρθρα 455, 460 έως 462 του ΑΚ, προκύπτει ότι, μετά την αναγγελία από τον πράκτορα ή τον προμηθευτή στον οφειλέτη της σύμβασης πρακτορείας και της εκχώρησης της απαίτησης στον πράκτορα, αποκόπτεται κάθε δεσμός του οφειλέτη προς τον εκχωρητή και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτάται από τον πράκτορα-εκδοχέα, που δικαιούται έκτοτε μόνος αυτός να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξή της [ΑΠ 121/2023, ΑΠ 2099/2022, ΑΠ 632/2021, ΑΠ 1564/2017]. Μετά την αναγγελία, το δικαίωμα του εκδοχέα προς είσπραξη της απαιτήσεως δεν επηρεάζεται καθόλου από την τυχόν καταβολή της εκχωρηθείσας απαιτήσεως από τον οφειλέτη στον εκχωρητή ή τρίτον δανειστή αυτού, διότι, δεν υφίσταται πλέον απαίτηση του εκχωρητή κατά του εκχωρηθέντος οφειλέτη. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 1905/1990 προβλέπεται, ρητώς ότι, η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων είναι δυνατό να αφορά και σε απαιτήσεις, οι οποίες, κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, δεν έχουν ακόμη γεννηθεί. Γίνεται, δε, δεκτό από τη νομολογία ότι, η ως άνω πρόβλεψη εφαρμόζεται, τόσο, στις λεγάμενες μελλοντικές απαιτήσεις, υπό ευρεία έννοια ή περιορισμένα, των οποίων η νομική βάση υπάρχει, κατά το χρόνο εκχωρήσεως, αλλά, τα λοιπά πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται για τη γέννησή τους επέρχονται μεταγενεστέρως, όσο και στις μελλοντικές απαιτήσεις υπό στενή έννοια ή πλήρως μελλοντικές, των οποίων, ο νομικός λόγος παραγωγής υπάρχει κατά την εκχώρηση, όπως τούτο συμβαίνει επί συμβάσεως πρακτορείας επιχειρήσεων μελλοντικών ανταπαιτήσεων. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων δύναται να περιέχει νόμιμο και δεσμευτικό όρο εκχωρήσεως μελλοντικών απαιτήσεων μη γεγεννημένων, κατά το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως αυτής (Γνμδ ΝΣΚ 84/2019 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring), διαμορφούμενη από την ευρηματικότητα των συναλλασσομένων, μπορεί να εμφανίζεται με πολλές και ποικίλες μορφές, περιέχοντας έτσι, εκτός από την παροχή υπηρεσιών και την εκχώρηση των απαιτήσεων του προμηθευτή, στοιχεία και άλλων συμβάσεων του ενοχικού ή του εμπορικού δικαίου. Έτσι, η επιχείρηση που συνεργάζεται με μια εταιρεία factoring μπορεί να επιλέξει εκείνο τον συνδυασμό των υπηρεσιών που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της. Αλλωστε και η διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. 2 του Ν. 1905/1990 είναι τέτοια, που να επιτρέπει και να ευνοεί αυτή την ελευθερία, στη δημιουργία διαφόρων τύπων του factoring [ΑΠ 301/2022, ΑΠ 262/2021, ΑΠ 260/2021, ΑΠ 59/2013]. Δηλαδή, η σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ του πράκτορα και του προμηθευτή είναι μία “σύμβαση πλαίσιο”, με την οποία καθορίζονται ελεύθερα, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, οι όροι συνεργασίας των μερών, όπως το είδος της σύμβασης factoring, η οποία, ως συμβατικό μόρφωμα που δημιουργήθηκε από την πράξη, εμφανίζεται στις συναλλαγές με διάφορες μορφές (ΑΠ 121/2023, ΑΠ 2099/2022, ΑΠ 301/2022), οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι: α) γνήσια σύμβαση factoring, κατά την οποία ο πράκτορας αναλαμβάνει τον κίνδυνο της μη φερεγγυότητας του οφειλέτη και μη γνήσια σύμβαση, όταν ο κίνδυνος αυτός παραμένει στον προμηθευτή, β) αφανής σύμβαση factoring, κατά την οποία ο πράκτορας εισπράττει την απαίτηση στο όνομα του προμηθευτή, μολονότι αυτός (πράκτορας) είναι ο δικαιούχος (ως εκδοχέας της απαίτησης), χωρίς να έχει προηγηθεί αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη, ενώ, εάν γίνει αυτή η αναγγελία, τότε πρόκειται για εμφανές factoring, γ) σύμβαση factoring με ή χωρίς προεξόφληση, κατά την οποία κριτήριο είναι ο χρόνος εξόφλησης των απαιτήσεων από τον πράκτορα, αφού αν ο χρόνος αυτός συμφωνηΟεί να είναι μεταγενέστερος της εκχώρησης και συγκεκριμένα όταν Θα καταστούν απαιτητές οι εκχωρηθείσες αξιώσεις, τότε δεν υπάρχει προεξόφληση, ενώ αν, αντιθέτως, συμφωνηθεί ότι ο πράκτορας Θα εξοφλήσει στον προμηθευτή τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις, πριν να τις εισπράξει από τους οφειλέτες του προμηθευτή, Θα πρόκειται για σύμβαση factoring με προεξόφληση, δ) εισαγωγική ή εξαγωγική σύμβαση factoring, αναλόγως του αν η εκχωρούμενη απαίτηση οφείλεται από πρόσωπο που κατοικεί στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή και ε) διαχειριστική σύμβαση factoring, κατά την οποία ελλείπει η χρηματοδοτική και εξασφαλιστική λειτουργία και ο πράκτορας αναλαμβάνει τη διαχείριση, λογιστική παρακολούθηση και είσπραξη των απαιτήσεων του προμηθευτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση (διαχειριστικό factoring), που προβλέπεται ρητά στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1905/1990 (με την μορφή κυρίως της εξουσιοδότησης προς είσπραξη απαιτήσεων) και έχει ευρεία εφαρμογή στην πράξη, η σύμβαση πρακτορείας εξυπηρετεί αποκλειστικά “διαχειριστικούς” σκοπούς, υπό την έννοια ότι ο πράκτορας, έχοντας την αναγκαία οργανωτική δομή, μπορεί να αναλάβει τη διαχείριση, λογιστική παρακολούθηση και την είσπραξη των απαιτήσεων, απαλλάσσοντας τον προμηθευτή τόσο από τις δαπάνες όσο και από τον χρόνο που απαιτείται συχνά για τον σκοπό αυτόν, παρακρατώντας για τις υπηρεσίες αυτές ως αμοιβή ένα ποσοστό επί των απαιτήσεων.
Με τον τρόπο αυτόν παρέχεται ικανή βοήθεια στους επιχειρηματίες να αφοσιώνονται στα κύρια καθήκοντά τους, της παραγωγής και της διάθεσης των προϊόντων τους, αφήνοντας την λοιπή, μη παραγωγική εργασία, στον πράκτορα. Στην περίπτωση, όμως, του “διαχειριστικού factoring”, με τη μορφή της εξουσιοδότησης προς είσπραξη, διαχείρισης και λογιστικής παρακολούθησης των απαιτήσεων, δεν εκχωρούνται οι υπό πρακτόρευση απαιτήσεις στον πράκτορα, αλλά παραχωρείται σ` αυτόν μόνο η εξουσία να τις εισπράξει ο τελευταίος, στο δικό του όνομα, από τον οφειλέτη, αλλά για λογαριασμό του εξουσιοδοτούντος, ο οποίος διατηρεί την ιδιότητα του δικαιούχου (φορέα) των απαιτήσεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή των υποκειμένων της έννομης σχέσης. Συνεπώς, με τη σύμβαση διαχειριστικού factoring, ο πράκτορας δικαιούται, απλώς, να προβεί στην είσπραξη της απαίτησης, χωρίς να την αποκτά. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα συμβατικό μόρφωμα που προσομοιάζει με την έμμεση αντιπροσώπευση, με την οποία παρέχεται στον έμμεσο αντιπρόσωπο η εξουσία να εισπράξει ορισμένη απαίτηση του αντιπροσωπευόμενου στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό του τελευταίου [ΑΠ 234/2024, ΑΠ 121/2023, ΑΠ 2099/2022].
Ελένη Μακροδημήτρη, ασκ. δικηγόρος
info@efotopoulou.gr