Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Μετατροπή συμβάσεως ορισμένου χρόνου εργασίας ΑμεΑ σε αορίστου

(Απόσπασμα από την υπ’ αρ. 890/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από υπόθεση του γραφείου μας. Χειρισμός υπόθεσης: δικηγόρος Θεώνη Κάδρα. Βλ. όλο το κείμενο της απόφασης, πατώντας εδώ)

«Α) Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου επιτρέπεται και απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχολήσεως, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής προσλήψεως προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεων θέσεων η διάρκεια της απασχολήσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας συμβάσεως κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με της οποίας τα εδάφια α’ και γ’ ορίζεται ότι νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α! αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β’ αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 2190/1994, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ, 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του Ν. 2190/1994 με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη διαδικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού ο εργοδότης βάσει των ως άνω διατάξεων δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση στις ανωτέρω συμβάσεις δεν είναι δυνατή υπό την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του Ν. 2190/1994 η εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Περαιτέρω, στις 10-7-1999 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο αυτής έως τις 10-7-2001 με δυνατότητα παρατάσεως της προθεσμίας αυτής έως τις 10-7- 2002. Με τη ρήτρα 2 του παραρτήματος της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι εφαρμόζεται αυτή σε όλους τους εργαζόμενους, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως καθορίζεται από τη νομοθεσία, τις σ.σ.ε. ή την πρακτική του κάθε Κράτους μέλους, ενώ με τη ρήτρα 5 του παραρτήματος της αυτής Οδηγίας ορίζεται ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους, που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μεγίστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένοι χρόνο α) θεωρούνται διαδοχικές και β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του π.δ. 164/04 ορίζονται τα εξής “Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. (…) Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου”. Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης καταρτίσεως διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ/τος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος όσο και αποζημιώσεως ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο του 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή από 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερόμενη Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 παρ. 1α του εν λόγω Π. Δ/τος ορίζονται τα εξής: “Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση…, γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 11, για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α., ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος. Τέλος, κατά την τρίτη παράγραφο του άρθρου 11, οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων. Η επιλογή με το ανωτέρω Π.Δ. των εν λόγω μέτρων, για την επίτευξη του στόχου της ρήτρας 5 της επίμαχης Οδηγίας, έγινε, αφού έλαβε υπόψη, όπως ορίζει και η Οδηγία αυτή, τις ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογούν διάφορη ρύθμιση από τον ιδιωτικό τομέα, αφού υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, ένεκα των οποίων και η θέσπιση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος. Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου δεν μπορεί να γίνει. Έτσι, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ’ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ 154/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. αυτού (βλ. Ολ. ΑΠ 19 και 20/2007, Α.Π. 64/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Β) Με το άρθρο 1 παρ. και 6 του ν. 2527/1997 «τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων για τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα», οι αμιγείς και μικτές επιχειρήσεις των ΟΤΑ, στις οποίες ο ΟΤΑ κατέχει άμεσα ή έμμεσα το 50% τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου, υπήχθησαν στο σύστημα προσλήψεων του ν. 2190/1994 ως προς την πρόσληψη τακτικών και με σύμβαση ορισμένου χρόνου διοικητικών υπάλληλων, των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, καθώς και του τακτικού και με σύμβαση ορισμένου χρόνου προσωπικού της κατηγορίας ΥΕ. Οι επιχειρήσεις αυτές προσλαμβάνουν πλέον το μη διοικητικό προσωπικό, καθώς και το εργατοτεχνικό προσωπικό κατηγορίας ΥΕ με βάση τις διατάξεις του κανονισμού τους και αν δεν υφίσταται κανονισμός με βάση σχετική προκήρυξη, σε κάθε όμως περίπτωση, η πρόσληψη κάθε είδους προσωπικού με οποιαδήποτε εργασιακή σχέση, ελέγχεται από το ΑΣΕΠ, όσον αφορά την τήρηση των διατάξεων του οικείου κανονισμού και των αρχών της δημοσιότητας, της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αξιοκρατίας που πρέπει να τηρούνται σε όλες τις περιπτώσεις (βλ. Εφ. Θεσ. 2046/1999 και Εφ. Θεσ. 1762/1999 ό.π.). Επίσης με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2190/1994, όπως προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. του ν. 2738/1999, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων του άνω νόμου το προσωπικό που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ. Η πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Εξ άλλου, στο άρθρο 11 του Ν. 3227/2004 που αφορά στη ρύθμιση θεμάτων του ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: “1. Σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις ή φορείς που διατηρούν υποκαταστήματα ή εκμεταλλεύσεις σε περισσότερες από μία νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, για τον υπολογισμό του αριθμού των προστατευόμενων του Ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α’) που τοποθετούνται υποχρεωτικά, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του προσωπικού που υπηρετεί στην έδρα και τα υποκαταστήματα ή τις εκμεταλλεύσεις της επιχείρησης ή του φορέα. Στην περίπτωση αυτή, ο υπολογισμός εκείνων που τοποθετούνται γίνεται χωριστά για τα υποκαταστήματα ή τις εκμεταλλεύσεις που λειτουργούν σε κάθε νομαρχιακή αυτοδιοίκηση ανάλογα με το απασχολούμενο σε αυτές προσωπικό. Η υποχρέωση της επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή του φορέα της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του Ν. 2643/1998 να προσλαμβάνει τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ίδιου νόμου σε ποσοστό οκτώ τοις εκατό έχει εκπληρωθεί, όταν, πανελλαδικά, έχει τοποθετηθεί στην επιχείρηση, εκμετάλλευση ή τον φορέα της παρ. 8 του άρθρου 2 ο αριθμός προσώπων που αναλογεί στο συνολικό ποσοστό οκτώ τοις εκατό ή έχουν προκηρυχθεί με τις διατάξεις του Ν. 2643/1998 θέσεις, με τις οποίες συμπληρώνεται το συνολικό ποσοστό οκτώ τοις εκατό. Τα Άτομα με Αναπηρίες που απασχολούνται κατά τη δημοσίευση του παρόντος και εφεξής σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή φορείς της παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2643/1998, κατ’ εφαρμογή του προγράμματος επιχορήγησης από τον Ο.Α.Ε.Δ. Νέων Θέσεων Εργασίας Ατόμων με Αναπηρίες, τα οποία ο εργοδότης τους επιθυμεί να συνεχίσει να απασχολεί και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, θεωρείται, ως προς όλες τις συνέπειες, ότι τοποθετήθηκαν δυνάμει του Ν. 2643/1998 (ΦΕΚ 220 Α’). Τα Άτομα με Αναπηρίες που έχουν απασχοληθεί μέσα στο τελευταίο έτος πριν τη δημοσίευση του παρόντος σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή φορείς της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 2643/1998 (Α’ 220) με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή δυνάμει αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων ή με προσωρινές διαταγές, θεωρείται ως προς όλες τις συνέπειες, ότι τοποθετήθηκαν και συνεχίζουν να παρέχουν την εργασία τους δυνάμει του ν. 2643/1998, εφόσον ο εργοδότης δηλώνει ότι επιθυμεί να συνεχίσει να τους απασχολεί (όπως το τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 56 του ν.4186/2013)….”. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η πρόσληψη ΑΜΕΑ σε φορείς του δημοσίου γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2643/98, αλλά από τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3227/04 για τη δυνατότητα απασχόλησης των ΑΜΕΑ και μετά τη λήξη των προγραμμάτων, ακόμη και μετά την τροποποίηση του άρθρου 11 του ν. 3227/04 με το ν. 4186/13, συνάγεται η δυνατότητα μετατροπής των συμβάσεων εργασίας τους από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, κατά παρέκκλιση των οριζομένων ανωτέρω περί απαγόρευσης μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου μετά την προαναφερθείσα συνταγματική αναθεώρηση, με συνέπεια η λήξη των συμβάσεων εργασίας των προστατευόμενων από τις διατάξεις του ν. 2643/98 να μπορεί να λάβει χώρα μόνο υπό τους όρους του άρθρου 11 του ν.2643/98 (Μ.Πρ.Ρόδου 67/13, Μ.Πρ.Βόλου 17/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η πρόσληψη ΑΜΕΑ σε φορείς του δημοσίου γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2643/98, αλλά από τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3227/04 για τη δυνατότητα απασχόλησης των ΑΜΕΑ και μετά τη λήξη των προγραμμάτων, ακόμη και μετά την τροποποίηση του άρθρου 11 του ν. 3227/04 με το ν. 4186/13, συνάγεται η δυνατότητα μετατροπής των συμβάσεων εργασίας τους από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, κατά παρέκκλιση των οριζομένων ανωτέρω περί απαγόρευσης μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου μετά την προαναφερθείσα συνταγματική αναθεώρηση, με συνέπεια η λήξη των συμβάσεων εργασίας των προστατευόμενων από τις διατάξεις του ν. 2643/98 να μπορεί να λάβει χώρα μόνο υπό τους όρους του άρθρου 11 του ν.2643/98 (Μ.Πρ.Ρόδου 67/13, Μ.Πρ.Βόλου 17/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ)».

Στην εισηγητική έκθεση του άρθρου 11 του ν. 3227/2004 αναφέρεται ότι οι προσλήψεις ατόμων με αναπηρίες «θα μπορούν να θεωρούνται προσλήψεις του ν. 2643/1998 για όλες τις συνέπειες» και ότι «με τον τρόπο αυτό δίδεται μια ουσιαστική κατεύθυνση για διατήρηση των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται από τα επιδοτούμενα προγράμματα και διευκολύνονται οι εργοδότες ώστε να κρατούν στην επιχείρησή τους άτομα που δικαιούνται προστασίας και γνωρίζουν ότι μπορούν να είναι παραγωγικά στην επιχείρησή τους».

Η διάταξη, λοιπόν, του άρθρου 11 του ν. 3227/2004 περί δυνατότητας απασχόλησης ΑμεΑ και μετά τη λήξη των προγραμμάτων εξασφαλίζει περαιτέρω την προεκτεθείσα προστασία και διαμορφώνει μια κατεύθυνση του νομοθέτη για οιονεί αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, δηλαδή διευρύνεται το εφαρμοστέο πεδίο του ν. 2643/1998 και επεκτείνεται η προστασία του νόμου αυτού και στη συνέχιση της απασχόλησης των ΑμεΑ μετά την κατά τα άνω πρόσληψή τους για ορισμένο χρονικό διάστημα (βλ. ΜΠρΑθ 4737/2011).

Πρόκειται στην ουσία περί πλήρους εξομοίωσης των ατόμων αυτών με τα προσλαμβανόμενα εξ αρχής βάσει των διατάξεων του ως άνω νόμου, αφού η λύση της σχέσης εργασίας τους θα γίνεται για συγκεκριμένους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου. Κατ’ ακολουθίαν δεν ισχύει για τις συμβάσεις αυτές και η σχετική νομολογία που αφορά στις περιπτώσεις που απαγορεύεται ρητά η δυνατότητα συνέχισης των συμβάσεων, δηλαδή, βάσει των άρθρων 103 §7 και §8 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994 (ΟλΑΠ 19/2007 και 20/2007), αφού το νομοθετικό καθεστώς που εδράζεται στην αρχή της ανάγκης ειδικής προστασίας των ΑμεΑ, δηλαδή το άρθρο 21 του Συντάγματος και ο νόμος 2643/1998, είναι ειδικό έναντι των ως άνω διατάξεων κατά τα προεκτεθέντα.

Εφόσον δεν έχει κριθεί αντισυνταγματικός ο νόμος 2643/1998, οπότε και η κρίσιμη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 3227/2004, ως παραπέμπουσα σε αυτόν, δεν είναι αντίθετη προς τις συνταγματικές διατάξεις. Περαιτέρω, θα διευκολύνονται και οι εργοδότες στην επιλογή ΑμεΑ, τα οποία έχουν δοκίμως ειδικευθεί στην επιχείρησή τους και στα οποία έχουν εργασιακά και οικονομικά «επενδύσει» για χρονικό διάστημα μη αμελητέο (τα προγράμματα του ΟΑΕΔ είναι τετραετούς διάρκειας). Είναι εύλογο ότι η βούληση του εργοδότη δε θα είναι θετική για όλα τα απασχοληθέντα σε ένα πρόγραμμα ΑμεΑ, οπότε θα υπάρχουν οι διαθέσιμες θέσεις και για την υποχρεωτική πρόσληψη ΑμεΑ προς κάλυψη του νομίμου ποσοστού με βάση τις διατάξεις του ν. 2643/1998.

Θεώνη Κάδρα, δικηγόρος LL.M.

info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί