Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
210 30 09 019
Email: info@efotopoulou.gr

Το δεδικασμένο στην περίπτωση των διαπλαστικών αποφάσεων αναπροσαρμογής μισθώματος

Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο, το οποίο κατ’ άρθρο 332 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες και κατά το άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται και στο ουσιαστικό και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μία έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο σύνολο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση και συγκεκριμένα : α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, γ) την ιστορική αιτία, που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομη σχέσης (βλ. ΑΠ 493/2011 και ΑΠ 1137/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2646/2011, ΕΦΑΔ 2011. 1066)

Το δικαίωμα οποιουδήποτε από τους συμβαλλόμενους στη σύμβαση μίσθωσης να ζητήσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος, με τις ειδικότερες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, δεν περιέχει αξίωση, κατά την έννοια του άρθρου 287 ΑΚ, δηλαδή δικαίωμα να αξιώσει ο ένας συμβαλλόμενος από τον άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή, αλλά απλώς παρέχεται η δυνατότητα, με την σχετική αγωγή, να επιδιώξει τη διάπλαση μιας έννομης κατάστασης, σχετικά με το ύψος του μισθώματος, γι’ αυτό τόσο η σχετική αγωγή όσο και η απόφαση, που εκδίδεται επ’ αυτής είναι διαπλαστική και όχι αναγνωριστική (3705/1999 ΕφΑθ). Με τη διαπλαστική αυτή απόφαση καταργείται μια παλιά έννομη σχέση και διαμορφώνεται μία καινούργια. Όταν μάλιστα η διάπλαση αφορά το μίσθωμα, επέρχεται μόνο με διαπλαστική απόφαση αλλοίωση της ενοχικής σχέσης (δηλαδή της σύμβασης της μίσθωσης) ως προς το μίσθωμα. Η μίσθωση άλλωστε είναι μια διαρκής μισθωτική σχέση και τα μισθώματα είναι μελλοντικές παροχές από την διαρκή αυτή έννομη σχέση.

Η δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, η οποία επετεύχθη με τη διαπλαστική απόφαση (η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη), αφορά τη δικαστική διάγνωση του προαναφερόμενου διαπλαστικού δικαιώματος του μισθωτή, σε σχέση με το ύψος των μισθωμάτων, που θα οφείλει κατά την εφεξής μισθωτική περίοδο, δεν αποκλείει το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα νέας αγωγής ή ανταγωγής. Η διάπλαση της έκτασης της παροχής, στο πλαίσιο των διαρκών έννομων σχέσεων, μολονότι έγινε με τελεσίδικη απόφαση, εξοπλισμένη με δεδικασμένο, δεν αποκλείει νέα διαφορετική δικαστική διάπλαση, όταν επακολούθησαν γεγονότα νέα, που δικαιολογούν μιαν άλλη, κατά το άρθρο 288ΑΚ, διάπλαση και αντίστοιχη διάγνωση με δύναμη δεδικασμένου. Όπως εκθέτει αναλυτικά και ο Καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κωνσταντίνος Μπέης στην από 15-7-2005 γνωμοδότησή του, νέα δικαστική αναπροσαρμογή επιτρέπεται στις κάτωθι περιπτώσεις:

Α) αν απροόπτως μεταβλήθηκαν οι συνθήκες της αγοράς, έτσι ώστε η καλή πίστη να επιβάλλει νέα αναπροσαρμογή (προς τα πάνω ή προς τα κάτω) του ύψους των μισθωμάτων που θα οφείλονται στην ίδια μισθωτική περίοδο, και

Β) αν έληξε ήδη η συμβατική μισθωτική περίοδος, στην οποία αφορούσε η αρχική δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος και ήδη άρχισε νέα συμβατική μισθωτική περίοδος, με συμβατικώς αυξημένο νέο μίσθωμα, για το οποίο παρίσταται ανάγκη νέας αυτοτελούς δικαστικής αναπροσαρμογής του για τη νέα μισθωτική περίοδο.

Αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται σ’ επίπεδο τόσο ουσιαστικού, όσο και δικονομικού δικαίου, καθώς επίσης και σε νομολογιακό επίπεδο:

(α) σ’ επίπεδο ουσιαστικού δικαίου προβλέπεται η εκ νέου αναπροσαρμογή του ήδη δικαστικώς αναπροσαρμοζόμενου μισθώματος από το άρθρο 7 παρ.2 ν. 813/1978, όπως έκτοτε αυτή η διάταξη τροποποιήθηκε και ήδη ισχύει (βλ. σχετικώς Φίλιο, Επαγγελματική μίσθωση, 8η εκδ. 1995, σελ. 566) ενώ εξ άλλου

(β) σ’ επίπεδο δικονομικού δικαίου προβλέπεται από τα άρθρα 324 και 334 ΚΠολΔ

- το άρθρο 324 ΚΠολΔ εξαρτά τη δέσμευση του δεδικασμένου από την ταυτότητα ιστορικής αιτίας, η οποία δεν συντρέχει, όταν μεταβλήθηκαν οι αντικειμενικές συνθήκες, και

- την ίδια λύση υποδεικνύει επίσης το άρθρο 334 ΚΠολΔ, επιτρέποντας την άσκηση μεταρρυθμιστικής αγωγής, αναφορικά με το ύψος μελλοντικών περιοδικών παροχών που έχουν ήδη οριστεί τελεσιδίκως, αν επακολούθησε μεταβολή των συνθηκών.

Αυτό το τελευταίο επιχείρημα από το άρθρο 334 ΚΠολΔ επικαλείται και η μελέτη του Χ. Παπαδάκη, καθώς αναφορικά με τις « περιπτώσεις, κατά τας οποίας χωρεί αναπροσαρμογή μισθώματος κατά την εξεταζόμενην διάταξιν [ΑΚ 288] (…) οδηγόν σκέψιν (…) δέον να αποτελέση και το άρθρ. 334 ΚΠολΔ, το οποίον και προβλέπει την μεταρρύθμισην τελεσιδίκου αποφάσεως, καταδικαζούσης εις καταβολήν περιοδικών παροχών».

(γ) Τέλος, σε νομολογιακό επίπεδο , επανειλημμένα ο Άρειος Πάγος, τόσο στην ολομέλειά του (βλ. σχετικώς Ολομ. ΑΠ 9/1997 ΕλΔ 38[1997] 768= ΝοΒ 46[1998] 40 με επαινετικό ενημερωτικό σημείωμα Φ.Δ.[ωρή]., όσο και στα τμήματά του (ΑΠ 487/2011 ΝοΒ 50[2002] 522.581/1997 ΕλΔ 39[1998] 120), έχει δεχθεί την κατά το άρθρο 288 ΑΚ αναπροσαρμογή, τόσο του οφειλόμενου αρχικού, όσο και του μετά την αναπροσαρμογή μισθώματος. Και ευλόγως, αφού, προκειμένου για μελλοντικές περιοδικές παροχές, όπως είναι τα μισθώματα, η εφ’ άπαξ ανάγκη αναπροσαρμογής του μισθώματος, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 288 ΑΚ καλής πίστης, δεν νομιμοποιεί τη μελλοντική αδικία που ενδεχομένως προκύπτει αφενός μεν, αν οι περιστάσεις επιβάλλουν νέα αναπροσαρμογή του ύψους των εφεξής μισθωμάτων της ίδιας μισθωτικής περιόδου, αφετέρου δε της επόμενης μισθωτικής περιόδου, για την οποία υπάρχει διαφορετική συμβατική ρύθμιση.

Συνεπώς η τελεσίδικη κατά το άρθρο 288 ΑΚ μείωση των μισθωμάτων, αναφορικά με τα οφειλόμενα μισθώματα κατά την προηγούμενη μισθωτική περίοδο (προηγούμενο μισθωτικό έτος), δεν αποκλείει νέα αναπροσαρμογή του ύψους των μισθωμάτων που θα οφείλονται κατά την ήδη αρξάμενη νέα συμβατική μισθωτική περίοδο (επόμενου μισθωτικού έτους), όταν η σύμβαση της μίσθωσης προβλέπει συμβατική αυτόματη αναπροσαρμογή για κάθε ετήσια μισθωτική περίοδο.

Συνεπώς οι δύο διαπλαστικές αποφάσεις, που ορίζουν η καθεμία αναπροσαρμογή μισθώματος για διαφορετικό μισθωτικό έτος, έχουν ως αντικείμενο διάγνωσης διαφορετικό διαπλαστικό δικαίωμα και εφόσον για την αναπροσαρμογή στηρίχθηκαν σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά δεν συντρέχει ούτε η ταύτιση της ίδιας ιστορικής αιτίας.

Εφόσον λοιπόν το αντικείμενο των δύο διαπλαστικών αποφάσεων δεν εστιάζεται ούτε στο ίδιο επίδικο διαπλαστικό δικαίωμα, ούτε στην ίδια ιστορική αιτία, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 324 ΚΠολΔ, με τη συνδρομή των οποίων αναπτύσσεται η απαγορευτική ισχύς του δεδικασμένου.

 

 Λένα Πολύζου

Δικηγόρος

e-mail: info@efotopoulou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί