Διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί υποθέσεως ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών σε υποθέσεις αστικής ή εμπορικής φύσης, διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο Κανονισμός αυτός, όμως, περιέχει μόνο μία διάταξη ειδικά για τη δικαιοδοσία στα ασφαλιστικά μέτρα, το άρθρο 31 αυτού, το οποίο προβλέπει ότι «τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης». Η διάταξη αυτή, εκτός από το προφανές περιεχόμενό της, περιέχει σιωπηρή παραπομπή για το θέμα της διεθνούς δικαιοδοσίας στα ασφαλιστικά μέτρα στο δίκαιο των κρατών μελών, με αποτέλεσμα, εν τέλει, να θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία και μόνο στον Κανονισμό (βλ ΔΕΚ, 27.4.1999, Mietz, C-99/96, σκέψη 40, ΜονΠρθεσ 30907/2009, ΧρΙΔ 2011.281, ενώ από την θεωρία βλ. αντί άλλων X. Ζουμπούλη, Ασφαλιστικά μέτρα κατά τον Κανονισμό 44/2001 (ΕΚ), Δίκη 37.350, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία για το θέμα αυτό στα πλαίσια της όμοιας ρύθμισης της προϊσχύσασας Σύμβασης των Βρυξελλών). Όσον αφορά την ίδια τη διάταξη του άρθρου 31 του Κανονισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την ευρεία διατύπωσή της το ΔΕΚ περιόρισε με τη νομολογία του σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της. Στην απόφαση του στην υπόθεση Van Uden, απεφάνθη ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα «πραγματικό συνδετικό στοιχείο» ανάμεσα στο αντικείμενο των ασφαλιστικών μέτρων και την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (ΔΕΚ, 17.11.1998, Van Uden Maritime BV, C-391/95, σκέψη 40), και περαιτέρω προσδιόρισε, στην περίπτωση προσωρινής επιδίκασης απαίτησης, απεφάνθη ότι το ασφαλιστικό μέτρο πρέπει να αφορά μόνο συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου που βρίσκονται ή πρέπει να βρίσκονται εντός του πεδίου της κατά τόπον αρμοδιότητας του δικαστή (Van Uden, ό.π. σκέψη 47 και Mietz, ό.π. σκέψη 42).
Με βάση τη νομολογία αυτή είναι πλέον απολύτως κρατούσα η άποψη ότι στην περίπτωση της θεμελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στο άρθρο 31 του Κανονισμού 44/2001 τίθεται ως προϋπόθεση να είναι δυνατό να εκτελεστούν τα ασφαλιστικά μέτρα στη χώρα έκδοσης της σχετικής απόφασης (βλ. ΠολΠρΠειρ 5240/2007, Δίκη 2008.901, ΜονΠρθεσ 30907/2009 ό.π, ΜονΠρΠειρ 3775/2007 ΕφΑΔ 2008.976, με παρατηρήσεις Αν. Γκόβα στη σελ. 978, Δεληκωστόπουλο, Ασφαλιστικά μέτρα κατά τον Κανονισμό 44/2001, Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας 1/2011, σελ. 6 επ, Ταγαρά, Επίδραση της νομολογίας του ΔΕΚ στα θέματα της προσωρινής δικαστικής προστασίας, στον τόμο επ. Νίκα, Η πολιτική δίκη υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΚ και του ΕΔΔΑ, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 102, Ζουμπούλη, ό.π, σελ. 353, Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Η διεθνής αναγκαστική εκτέλεση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σελ 434, Καιση. Τα ασφαλιστικά μέτρα κατά το άρθρο 24 της Σύμβασης των Βρυξελλών, στον τόμο επιμ. Νίκα, Liber Amicorum Κ. Κεραμέως. Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεως, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2000, σελ 279 επ, σελ 305).
Μαρία Τζαβέλα
Δικηγόρος, LL.M.
E-mail: info@efotopoulou.gr