Το δικαίωμα προαγωγής υπαλλήλων στον ιδιωτικό τομέα και η παράλειψη προαγωγής – Η άμυνα του εργοδότη
Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα Πολιτικά Δικαστήρια, με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ για κατάχρηση δικαιώματος, n οποία υφίσταται,
όταν κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, παραλείφθηκε η προαγωγή εργαζομένου, που καταφανώς υπερείχε κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, έναντι άλλου συναδέλφου του, του οποίου καταχρηστικώς προκρίθηκε η προαγωγή.
Εξάλλου, στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου ελέγχεται από τα Πολιτικά Δικαστήρια, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις δηλαδή αυτές, η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της συνδρομής στο πρόσωπο του εργαζομένου των συμβατικώς προβλεπομένων στον κανονισμό ή οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν, επομένως, ο εργοδότης ή τα όργανα του, που ορίζονται στον κανονισμό ή οργανισμό, παρέλειψαν αντίθετα προς την καλή πίστη, να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο, μολονότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου, αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του.
Από τα ανωτέρω καθίσταται φανερό ότι, είτε εφαρμοστεί το άρθρο 281 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού προσωπικού με ισχύ νόμου), είτε εφαρμοστεί το άρθρο 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παράλειψης προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντίθεσης ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστης και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος, ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, έναντι προαχθέντος συναδέλφου του [βλ. ΟλΑΠ 32/2003 ΕΕργΔ 62 (2003).88]. Ειδικότερα, οι προαγωγές υπαλλήλων τελούν υπό αίρεση, η πλήρωση της οποίας συνίσταται στην απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας (εργοδότριας) για την προαγωγή του υπαλλήλου σε ανώτερο βαθμό. Αν η σχετική κρίση του εργοδότη είναι κατάφωρα άδικη, η πλήρωση της, ανωτέρω αίρεσης παρακωλύεται εναντίον της καλής πίστης από τον εργοδότη και αν αυτό διαπιστωθεί, τότε η προαγωγή του υπαλλήλου αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο και, μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως, η προαγωγή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε από τότε που έπρεπε να συντελεσθεί [βλ. ΑΠ 1316/2004 ΕλΔ 46(2005).137].
Ο παραλειφθείς μισθωτός δικαιούται ανάλογη χρηματική ικανοποίηση, κατά τα άρθρα 57, 299 και 932 ΑΚ, λόγω ηθικής βλάβης-προσβολής, της προσωπικότητας του, την οποία υπέστη με την ατομική και υπηρεσιακή μείωση του στο προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του, από την παράνομη και υπαίτια παράλειψη των αρμοδίων και αντιπροσωπευτικών οργάνων του εργοδότη να τον προαγάγουν (ΟλΑΠ 4/1993, ΑΠ 528/1998, ΑΠ 1413/2001 ΕΕρνΔ 2002.905).
Ο εναγόμενος εργοδότης μπορεί να αντιτείνει τον ισχυρισμό ότι ορισμένος ή ορισμένοι άλλοι συνάδελφοι του ενάγοντος υπερτερούν απλώς από αυτόν στα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και ότι θα είχαν προαχθεί αντί του ενάγοντος, αν δεν είχαν προαχθεί οι μισθωτοί που αυτός προτείνει προς σύγκριση με την αγωγή. Πρόκειται για τη διακωλυτική ένσταση, η οποία διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράλειψης (και της συνακόλουθης ζημίας) του ενάγοντος και της προαγωγής των προτεινομένων από αυτόν προς σύγκριση, δηλαδή αναιρεί (διακωλύει) την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος για την άσκηση της σχετικής αγωγής και θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, χωρίς να αντίκειται στις αρχές της συναλλακτικής καλής πίστης (ΟλΑΠ 29/1993, 14/1998). Για να γίνει ουσιαστικά δεκτός αυτός ο ισχυρισμός, αρκεί η απλή υπεροχή έναντι του ενάγοντος των υπαλλήλων που παραλείφθηκαν (βλ. ΑΠ 1340/1993 ΔΕΝ 52.1110) και δεν χρειάζεται η υπεροχή αυτή να είναι κατάδηλη, όπως συμβαίνει όταν συγκρίνονται ο παραλειφθείς με τους προαχθέντες. Η διακωλυτική ένσταση προβάλλεται αλυσιτελώς και στερείται έννομης επιρροής σε δίκη προαγωγής, όταν κριθεί ότι ο ενάγων υπερείχε καταφανώς των προαχθέντων και οι προτεινόμενοι εξίσου παραλειφθέντες με τον ενάγοντα από τον εργοδότη είναι λιγότεροι από τους προαχθέντες (βλ. ΑΠ 81/2001 ΕΕργΔ 61(2002).587, ΑΠ 511/1998 ΕΕργΔ 58(1999).415, βλ. όμοιες ΑΠ 4-102-181-183-621-623-636-1251-1393/2008, 19-24-119-123-178-674-794-1041/2007).
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
e-mail: info@efotopoulou.gr