Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων και επαγγελματική ισοδυναμία τίτλων της αλλοδαπής
Με κατευθυντήρια αρχή την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των επαγγελματιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με απώτερο στόχο την επίτευξη της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, ενσωματώθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο, και συγκεκριμένα στο π.δ. 38/2010 (ΦΕΚ Α΄ 78/25-05-2010), οι οδηγίες 2005/36/ΕΚ και 2006/100/ΕΚ, δυνάμει των οποίων ο ευρωπαϊκός νομοθέτης υποδείκνυε στα κράτη-μέλη της ένωσης ότι πρέπει να άρουν τα εμπόδια που θέτουν οι νομοθεσίες τους, μέσω των ειδικών επαγγελματικών προσόντων που απαιτούν, σχετικά με την πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα εντός της επικράτειάς τους.
Προβλεπόταν, λοιπόν, σε αυτό το Π.Δ. 38/2010, πριν από την πρόσφατη τροποποίησή του, μόνο η διαδικασία αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων ενώπιον του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ) – διαδικασία διάφορη από αυτή της ακαδημαϊκής εξομοίωσης των τίτλων σπουδών της αλλοδαπής ενώπιον του ΔΟΑΤΑΠ. Μπορούσε δηλαδή κάθε πολίτης κράτους-μέλους της Ένωσης που επιθυμούσε να ασκήσει «νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα» στην Ελλάδα, είτε ως αυτοαπασχολούμενος, είτε ως μισθωτός, και είχε αποκτήσει τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτεί το εν λόγω επάγγελμα σε άλλο κράτος-μέλος (ήταν κάτοχος δηλαδή τίτλου σπουδών κράτους-μέλους ή είχε επαγγελματικά δικαιώματα στο κράτος αυτό), να αιτηθεί την αναγνώριση των προσόντων αυτών και στην ελληνική επικράτεια, ώστε να αποκτήσει δικαίωμα πρόσβασης στο ίδιο επάγγελμα με τους ίδιους όρους με τους αποφοίτους ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Με τη διαδικασία αυτή της αναγνώρισης των επαγγελματικών του προσόντων ο αιτών πιστοποιούσε ότι τα προσόντα που είχε λάβει από το άλλο κράτος-μέλος αντιστοιχούν στα προσόντα που αποκτά και ο απόφοιτος του αντίστοιχου επαγγέλματος στην Ελλάδα, και έτσι μπορούσε πλέον να αποκτήσει την απαιτούμενη, για την είσοδό του στην ελληνική επαγγελματική αγορά, άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, με τους όρους, βέβαια που τάσσει ο νόμος για κάθε επάγγελμα. Η αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων μέσω του ΣΑΕΠ συμπεριελάμβανε ακόμη και εξέταση σε μαθήματα ή πρακτική άσκηση με διάστημα ως και τριών χρόνων, ως αντισταθμιστικά μέτρα.
Μετά, όμως, την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 και την τροποποίηση του Π.Δ. 38/2010 με την υποπαράγραφο Θ.16 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, (ΦΕΚ Α΄ 222/12.11.2012) και τις από 19-11-2012 (ΦΕΚ Α΄ 229/2012), 4-12-2012 (ΦΕΚ Α΄ 237/2012) Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.), καθώς και την υπ’ αριθμ. 2321/ΙΑ ΚΥΑ (ΦΕΚ Β΄28/10.1.2013), δόθηκε επιπλέον η δυνατότητα της διαδικασίας αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, όταν πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών (ή μικρότερο τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης ή τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για διδακτορικό κύκλο σπουδών) άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων. Παράλληλα δε η διαδικασία αυτή μπορεί να αφορά και μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών σε κολλέγια της ημεδαπής τα προγράμματα σπουδών των οποίων έχουν πιστοποίηση (accreditation) από διεθνείς οργανισμούς πιστοποίησης, σύμφωνα με την με αριθμό 151668/ΙΑ/3-12-2012 (ΦΕΚ 3324 Β΄) Απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Θεσπίζεται δηλαδή για πρώτη φορά θεσμικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία της αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων ανώτατης εκπαίδευσης άλλων καρτών-μελών της Ένωσης με τα δικαιώματα των αποφοίτων από ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Δύνανται πλέον οι κάτοχοι πτυχίων άλλων κρατών-μελών, να αιτηθούν την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας του τίτλου σπουδών τους, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα ή όχι στο κράτος πραγματοποίησης της εκπαίδευσης. Απαλλάσσεται έτσι ο αιτών, μέσω αυτής της διαδικασίας, όταν το επάγγελμα που σπούδασε ή τα επαγγελματικά προσόντα που απέκτησε στο κράτος μέλος προέλευσης δεν είναι νομοθετικά κατοχυρωμένα (δηλαδή όταν δεν απαιτείται στο δίκαιο της χώρας προέλευσης να κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος), από την προσκόμιση (και κατ’ επέκταση την απόδειξη) τόσο πιστοποιητικού επαγγελματικών προσόντων από το κράτος μέλος προέλευσης (δηλ. άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στο κράτος αυτό, που καταρχήν δεν θα έχει αφού δεν είναι νομοθετικώς ρυθμιζόμενο εκεί), όσο και αποδεικτικών στοιχείων της κατ’ ελάχιστον διετούς απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας πλήρους απασχόλησης στο εν λόγω κράτος-μέλος εντός της τελευταίας δεκαετίας (π.χ. ασφαλιστικά έντυπα και βεβαιώσεις εργοδοτών με εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών). Στη διαδικασία αυτή κρίσιμη είναι η προσκόμιση του τίτλου της ανώτατης εκπαίδευσης του κράτους-μέλους και η απόδειξη της συνολικής διάρκειας σπουδών, καθώς και το πρόγραμμα σπουδών (syllabus) που παρακολούθησε ο αιτών (εξέταση του τίτλου, του προγράμματος σπουδών και της αναλυτικής βαθμολογίας από την οποία θα πρέπει να προκύπτει η συνολική διάρκεια των σπουδών και το σύνολο των μαθημάτων που παρακολούθησε ο αιτών κατ’ έτος).
Χωρίς να σημαίνει ότι η παραπάνω διαδικασία είναι αυτόματη, καθώς και σε αυτήν την περίπτωση διενεργείται πλήρης έλεγχος νομιμότητας από το Συμβούλιο για τη διαπίστωση της ισοδυναμίας και διατηρείται η δυνατότητα λήψης αντισταθμιστικών μέτρων (διενέργεια εξέτασης ή επιβολή πρακτικής άσκησης), δεν παύει να συνιστά διευκόλυνση για τους κατόχους τίτλων ανώτατης εκπαίδευσης άλλων κρατών-μελών να αναγνωρίσουν τα επαγγελματικά τους δικαιώματα στην Ελλάδα και μέσω αυτής της ισοδυναμίας να αποκτήσουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στον ελλαδικό χώρο, συμμετέχοντας και συμβάλλοντας ταυτόχρονα σε μια ελεύθερη και ανταγωνιστική ευρωπαϊκή αγορά.
Θεώνη Κάδρα