Αναγγελία Πιστωτών σε υπό εκκαθάριση πιστωτικά ιδρύματα
Οι πτωχεύσεις, η εκκαθάριση και οι αναγγελίες των πιστωτών είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τα τελευταία χρόνια πολύ έντονα τόσο την έννομη τάξη όσο και την καθημερινότητα όλων των πολιτών.
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα εν προκειμένω είναι τι συμβαίνει στην περίπτωση των ειδικών εκκαθαρίσεων. Αναφορικά με το νομοθετικό πλαίσιο υπάρχουν πολλά νομοθετήματα, που προβλέπουν το καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης. Εν προκειμένω, θα επικεντρωθούμε στον ν. 4261/2014, που αφορά την εκκαθάριση τραπεζών και ειδικότερα στο άρθρο 145 αυτού, που ορίζει στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν.4261/2014 , αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ίδιο πρόσωπο μπορεί να αναλάβει την ειδική εκκαθάριση περισσοτέρων του ενός υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των σκοπών της ειδικής εκκαθάρισης. Στην περίπτωση αυτή μπορούν να ενοποιούνται λειτουργικά οι ειδικές εκκαθαρίσεις, χωρίς να θίγεται η αυτοτέλεια των υπό εκκαθάριση νομικών προσώπων ούτε η έννομη θέση των πιστωτών.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό σημείο του άρθρου 145 είναι η παράγραφος 2 όπου ορίζει τους εφαρμοστέους κανόνες στην περίπτωση της ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος. Ειδικότερα, ορίζεται ότι «με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του άρθρου 145. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο άρθρο 145 όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα».
Ένα άλλο πολύ σημαντικό σημείο του εν λόγω άρθρου είναι η παράγραφος 3 όπου ορίζεται ότι τα ανήκοντα στους πελάτες του πιστωτικού ιδρύματος χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, το πιστωτικό ίδρυμα, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, καθώς και το περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων, αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν:
(α) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή
(β) υφίσταται απαίτηση του πιστωτικού ιδρύματος κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.
Εάν στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος υπάρχουν απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων, εφαρμόζεται το άρθρο 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, εκτός αν πρόκειται για δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004, οπότε ο ασφαλειολήπτης ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ’ αποκλεισμό, μέχρι πλήρους ικανοποίησής του, των απαιτήσεων του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, της παραγράφου 4 του άρθρου 13Α του ν. 3746/2009 και της παραγράφου 16 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου.
Όλα τα παραπάνω θα ήταν ελλιπή εάν δε τα συμπληρώναμε με τις έννοιες του Πτωχευτικού Κώδικα. Ειδικότερα, μας είναι χρήσιμο το άρθρο 21 αυτού όπου διασαφηνίζει την έννοια του πιστωτή. Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση και ειδικότερα εκείνοι των οποίων:
α. η απαίτηση δεν διασφαλίζεται με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια (ανέγγυοι πιστωτές).
β. η απαίτηση ικανοποιείται προνομιακά από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας (γενικοί προνομιούχοι πιστωτές).
γ. η απαίτηση εξασφαλίζεται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί συγκεκριμένου αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας (ενέγγυοι πιστωτές).
δ. η απαίτηση ικανοποιείται από την Πτωχευτική περιουσία μετά από την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών (πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης).
Άλλη μια πληροφορία που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι το τι πρέπει να περιέχει η αναγγελία των πιστωτών. Την απάντηση μας τη δίνει το άρθρο 91 του Πτωχευτικού Κώδικα όπου ορίζεται ότι «η αναγγελία γίνεται εγγράφως στον γραμματέα των πτωχεύσεων. Ο πιστωτής αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του, το χρόνο γέννησης της, το ύψος της, καθώς και το αν η απαίτηση του έχει ή όχι προνομιακό χαρακτήρα ή εμπράγματη ασφάλεια και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι αντικείμενο της εμπράγματης ασφάλειας ή ειδικού προνομίου ή αν υπάρχει Επιφύλαξη κυριότητας. Επίσης, οφείλει να διορίσει αντίκλητο, στην περιφέρεια του δικαστηρίου».
Ελένη Κλουκινιώτη
info@efotopoulou.gr