Αρχή της ισότητας
H καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (3396/2014 ΣΤΕ).
Συμπληρωματικά στην εθνική νομοθεσία λειτουργεί και η ευρωπαϊκή και ειδικότερα το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που καθιερώνει την αρχή της ισότητας και απαγορεύει τις διακρίσεις ορίζοντας ότι «η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
Ειδικότερα, στόχος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας κατά των διακρίσεων είναι να εξασφαλίσει σε όλα τα άτομα ισότιμες και δίκαιες προοπτικές πρόσβασης στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στην κοινωνία και ειδικότερα στον εργασιακό χώρο. Μάλιστα, αυτή η νομοθεσία δεν παρουσιάζει μόνο μια μονόπλευρη διάσταση αξιώνοντας την απαγόρευση των διακρίσεων στις σχέσεις κράτους πολίτη, αλλά ταυτόχρονα τριτενεργεί και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών. Εξειδικεύοντας παρατηρούμε ότι η απαγόρευση των διακρίσεων αναλύεται με δυο τρόπους:
Πρώτον, προβλέπει ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε όμοιες καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης και να μην υφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση λόγω κάποιου ιδιαίτερου «προστατευόμενου» χαρακτηριστικού το οποίο διαθέτουν. Αυτές είναι οι «άμεσες» διακρίσεις που υπόκεινται σε ένα γενικό κριτήριο αντικειμενικής αιτιολόγησης. Ειδικότερα το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι «[…] διαφορετική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται σε σχετικά όμοιες καταστάσεις […] μπορεί να θεωρηθεί διάκριση εάν στερείται αντικειμενικής και εύλογης αιτιολογίας, με άλλα λόγια εάν δεν επιδιώκει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί».
Δεύτερον, η νομοθεσία κατά των διακρίσεων προβλέπει ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης στον βαθμό που αυτό απαιτείται προκειμένου να τους επιτρέπεται η αξιοποίηση συγκεκριμένων ευκαιριών σε ισότιμη βάση με άλλα πρόσωπα. Ως εκ τούτου, κατά την εφαρμογή συγκεκριμένων πρακτικών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ίδια ακριβώς προστατευμένα χαρακτηριστικά. Αυτές είναι οι «έμμεσες» διακρίσεις, που υπόκειται και αυτές σε ένα κριτήριο αντικειμενικής αιτιολόγησης. Με αφορμή τις φυλετικές διακρίσεις αλλά με ratio που προσιδιάζει σε κάθε αθέμιτη διάκριση το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι «[…] συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής σε μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξης αυτού του σκοπού είναι πρόσφορα και αναγκαία»
Σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποιούν τόσο το ΕΔΔΑ όσο και οι οδηγίες για την καταπολέμηση των διακρίσεων, δεν πρόκειται, υπό την αυστηρή έννοια του όρου, για καθαυτό κριτήριο δικαιολόγησης των διακρίσεων, αλλά περισσότερο για αιτιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης, η οποία αποτρέπει τη διαπίστωση διάκρισης. Με άλλα λόγια, κάθε διάκριση για να είναι θεμιτή πρέπει να αιτιολογείται ρητά και συγκεκριμένα υπό το πρίσμα της επίτευξης ενός ορισμένου στόχου.
Βιβλιογραφία
- Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία κατά των διακρίσεων, Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2011
- Η ισότητα εντός και δια του νόμου, Θεοδώρα Αντωνίου, εκδόσεις Σάκκουλα 1998
Ελένη Κλουκινιώτη
info@efotopoulou.gr